Με ανακοίνωσή του το ΥΠΕΝ διαψεύδει τις πληροφορίες για παράταση ζωής στις λιγνιτικές μονάδες. Φυσικά η ανακοίνωση του υπουργείου είναι απολύτως σεβαστή και χωρίς δισταγμό τη μεταφέρουμε. Ωστόσο έχουμε να παρατηρήσουμε πως εδώ και μερικούς μήνες δόθηκε παράταση ζωής στις υφιστάμενες λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ αφού αποφασίστηκε τον Δεκέμβριο να «δοθεί προίκα» με έξτρα ώρες λειτουργίας στις υφιστάμενες λιγνιτικές μονάδες, βάζοντας έτσι, έστω και προσωρινά, στον «πάγο» το πλάνο απολιγνιτοποίησης, για χάρη της ενεργειακής επάρκειας και ασφάλειας. Ως γνωστόν, ουδέν μονιμότερο του προσωρινού.

Το κυριότερο όμως είναι ότι και στον Εθνικό Κλιματικό Νόμο έχει προβλεφθεί ότι το χρονοδιάγραμμα διακοπής λειτουργίας των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων θα επανεξεταστεί το 2023 «υπό την προϋπόθεση της διασφάλισης της επάρκειας ισχύος και της ασφάλειας εφοδιασμού» γεγονός που, για όσους γνωρίζουν την ενεργειακή πραγματικότητα της χώρας σημαίνει πολλά.

1

Την εποχή αυτή η Ελλάδα γράφει και σβήνει τα πολύ σημαντικά κονδύλια για το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης. Σύμφωνα με την απόφαση που δημοσιεύτηκε προ ημερών για την κατανομή των εσόδων από τους Ρύπους το ποσοστό που κατευθύνεται προς το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης, αυξήθηκε στο 74,9%, από 73,86%. Εκτός από τους πλειστηριασμούς των δικαιωμάτων εκπομπής, το ΤΕΜ και οι επιδοτήσεις των λογαριασμών ρεύματος επιδοτούνται επίσης από τον ΕΛΑΠΕ και τις υπεραποδόσεις των ΑΠΕ που επιστρέφουν στον ειδικό λογαριασμό. Μάλιστα σύμφωνα με πληροφορίες ήδη έχουν ξεκινήσει και εισπράττονται σχετικά ποσά από τον ΕΛΑΠΕ.

Το μεγάλο ερώτημα συνεπώς που προκύπτει είναι κατά πόσο οι πηγές χρηματοδότησης του ΤΕΜ είναι επαρκείς για να καλύψουν τις επιδοτήσεις. Υπενθυμίζεται ότι για τον Φεβρουάριο το ύψος των επιδοτήσεων έφτασε τα 350 εκατ. ευρώ, ενώ για τον Ιανουάριο το πακέτο στήριξης ανήλθε σε 395 εκατ. ευρώ. Δηλαδή ανάλογα με το κόστος του ρεύματος στη χονδρεμπορική, τα πακέτα επιδοτήσεων κινούνται μεταξύ 300 και 400 εκατ. ευρώ ανά μήνα.

Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, τα έσοδα από τους ρύπους και τον ΕΛΑΠΕ επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες του ΤΕΜ, μέχρι τον Απρίλιο. Εάν η κρίση συνεχιστεί και απαιτηθεί να συνεχιστούν οι επιδοτήσεις, τότε το κόστος των μέτρων, αναφέρουν οι ίδιες πηγές, θα καλυφθεί από τον προϋπολογισμό ή ενδεχομένως άλλη πηγή που αναζητείται.

Η κυβέρνηση ποντάρει στο σενάριο της αποκλιμάκωσης της ενεργειακής κρίσης την άνοιξη, με δεδομένο ότι οι αντοχές της οικονομίας είναι περιορισμένες και το μέτρο θα επιβαρύνει σημαντικά τον προϋπολογισμό, οι αντοχές του οποίου είναι συγκεκριμένες.

Ο χρόνος «έξτρα» λειτουργίας των μονάδων

Σε ό,τι αφορά στις λιγνιτικές μονάδες, δόθηκε τον Δεκέμβριο έξτρα χρόνος στη λειτουργία υφιστάμενων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με λιγνίτη, κατά παρέκκλιση και των νέων Αποφάσεων Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων που έχουν εκδοθεί σε συμμόρφωση με την κοινοτική νομοθεσία (Βέλτιστες Διαθέσιμες Τεχνικές για τις μεγάλες μονάδες καύσης και οριακές τιμές εκπομπών για τους ρύπους που εκλύονται).

Έτσι, για τις μονάδες του Αγίου Δημητρίου Ι και ΙΙ, οι οποίες βάσει του προγράμματος απολιγνιτοποίησης θα πρέπει να κλείσουν έως το τέλος του 2022, «χαρίστηκαν» 1.500 ώρες λειτουργίας ως ετήσιος κυλιόμενος μέσος όρος πενταετίας, αναδρομικά από τον Ιούλιο 2020 έως και τον Ιούνιο του 2025.

Για τις μονάδες του Αγίου Δημητρίου ΙΙΙ και IV που επίσης έχουν πάρει σειρά για απόσυρση τον Οκτώβριο του 2022 δίνονται 13.600 ώρες λειτουργίας,  συνολικά για κάθε μία, από τον περασμένο Αύγουστο έως και τον Δεκέμβριο του 2023.

Τέλος, στη μονάδα του Αγίου Δημητρίου V η οποία είχε προγραμματιστεί για να σβήσει τον Οκτώβριο του 2023 δίνονται κατά παρέκκλιση 35.600 ώρες λειτουργίας, συνολικά, από τον περασμένο Αύγουστο έως και τις 31-12-2025.

Στη λογική των εξαιρέσεων και η Μεγαλόπολη ΙV, στη οποία δίδονται 35.600 ώρες συνολικά από την 1η Αυγούστου 2021 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2025, αν και το πλάνο απολιγνιτοποίησης προσδιόριζε το σβήσιμο των φουγάρων για το τέλος του 2023. Το ίδιο και για τη μονάδα της Μελίτης στη Φλώρινα στην οποία δίνεται «τράτο» 11.000 ωρών έως το τέλος του 2023, οπότε προσδιορίζεται και το κλείσιμο βάσει του προγράμματος απολιγνιτοποίησης.

Η ΔΕΗ είχε υποβάλει αίτημα να καθοριστούν λιγότερο αυστηρές οριακές τιμές εκπομπών ρύπων. Μια παρέκκλιση που προβλέπεται να δίδεται όταν η αξιολόγηση δείχνει ότι η επίτευξη επιπέδων εκπομπών που συνδέονται με τις Βέλτιστες Διαθέσιμες Τεχνικές θα οδηγούσε σε δυσανάλογα υψηλό κόστος σε σύγκριση με τα περιβαλλοντικά οφέλη.

Επίσης, η επιχείρηση είχε ζητήσει αντί των οριακών τιμών εκπομπών για το διοξείδιο του θείου να εφαρμόζονται τα ελάχιστα ποσοστά αποθείωσης.

εργοστάσιο επεξεργασίας λιγνίτη στη Μελίτη

Το αίτημα της ΔΕΗ, εκτός από τις λιγνιτικές μονάδες, περιλαμβάνει και τον πετρελαϊκό σταθμό του Αθερινόλακκου της Κρήτης. Ο συγκεκριμένος σταθμός είτε θα τεθεί σε παύση λειτουργίας, είτε σε εφεδρεία, είτε σε περιορισμένο χρόνο λειτουργίας, μετά την ολοκλήρωση και της Β΄ φάσης διασύνδεσης του νησιού με την Αττική το 2024.  Ειδικότερα για τις μονάδες Ι και ΙΙ του Αθερινόλακκου προβλέπονται 18.600 ώρες, συνολικά για κάθε μια, από 01.08.2021 έως την 31-12- 2024.

Για τις αποφάσεις αυτές ελήφθη υπόψη το γεγονός ότι η λειτουργία (έως τη οριστική παύση) ή και η δυνατότητα λειτουργίας (εφόσον τεθούν σε εφεδρεία ή σε περιορισμένο χρόνο λειτουργίας) των πέντε μονάδων του Αγίου Δημητρίου, των δύο μονάδων του  Αθερινόλακκου, της Μεγαλόπολης IV και της Μελίτης, είναι απαραίτητη για την ευστάθεια του συστήματος ηλεκτροπαραγωγής της χώρας και «κατά συνέπεια την απρόσκοπτη και αδιάλειπτη παραγωγή ενέργειας, ιδίως κατά τις χρονικές περιόδους επικράτησης ακραίων καιρικών φαινομένων, συνεπεία της κλιματικής αλλαγής».

Πηγές της ΔΕΗ  επανέλαβαν ότι «το πλάνο του 2019 υλοποιείται κανονικά. Η απόφαση της Γεν. Διεύθυνσης Περιβάλλοντος του ΥΠΕΝ για τις ώρες λειτουργίας των υφιστάμενων λιγνιτικώνμονάδων αφορά σε ώρες που θα έχουν εξαντληθεί έως τον προγραμματισμένο χρόνο απόσυρσής τους».

Είναι ξεκάθαρο όμως πως όλα ανοικτά και συζητούνται υπό καθεστώς λεπτών ισορροπιών με τις Βρυξέλλες, αφού το χρονοδιάγραμμα διακοπής λειτουργίας των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων θα επανεξεταστεί το 2023 «υπό την προϋπόθεση της διασφάλισης της επάρκειας ισχύος και της ασφάλειας εφοδιασμού».

Διαβάστε επίσης

Είναι οριστικό: Με την άδεια της Κομισιόν αναβάλλεται για το 2028 η απόσυρση των λιγνιτών