Οι υδρογονάνθρακες θα εξακολουθήσουν να αποτελούν για αρκετά χρόνια ακόμα βασικό συστατικό στοιχείο του ενεργειακού μίγματος της παγκόσμιας, της ευρωπαϊκής και της ελληνική οικονομίας, διαπιστώνει η Ειδική Έκθεση της Επιτροπής Υδρογονανθράκων (Upstream) του ΙΕΝΕ για τα Οικονομικά και Γεωπολιτικά Oφέλη από την Αξιοποίηση Υδρογονανθράκων στην Ελλάδα, η οποία παρουσιάστηκε στο πλαίσιο διαδικτυακής συνέντευξης Τύπου τη Δευτέρα, 18 Απριλίου.

Στην Έκθεση αναδεικνύονται οι σημαντικές δυνατότητες που υπάρχουν στον ελλαδικό χώρο για την ανάπτυξη του κλάδου των υδρογονανθράκων και τη διενέργεια στοχευμένων ερευνών από τις ενδιαφερόμενες εταιρείες, με απώτερο στόχο την ανακάλυψη και εκμετάλλευση κοιτασμάτων φυσικού αερίου.

1

Όπως υπογραμμίζεται, η αναγκαιότητα για αξιοποίηση αυτών των δυνατοτήτων γίνεται σήμερα ιδιαίτερα αισθητή, δεδομένης και της παρατηρούμενης στενότητας στην προμήθεια της ενέργειας – και ιδιαίτερα φυσικού αερίου – ως αποτέλεσμα της τρέχουσας κρίσης τιμών και της γεωπολιτικής αστάθειας που έχει προκύψει λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.

Προκειμένου να μειωθεί σημαντικά η επικίνδυνα υψηλή σημερινή εξάρτηση θα πρέπει να αυξηθεί η εγχώρια παραγωγή ενέργειας, όχι μόνο από ΑΠΕ, καθώς αυτή διοχετεύεται κυρίως στον ηλεκτρισμό, αλλά από όλες τις εγχώριες πηγές ανεξαρτήτως, συμπεριλαμβανομένων των στερεών καυσίμων και των υδρογονανθράκων.

Όπως υπογραμμίζει η έκθεση, ο στόχος για μικρότερη ενεργειακή εξάρτηση συμβαδίζει με την τόνωση της οικονομίας και την ενίσχυση του γεωπολιτικού εκτοπίσματος της χώρας.

Σύμφωνα με στοιχεία που περιέχονται στην Έκθεση, υπάρχουν συγκεκριμένοι στόχοι οι οποίοι έχουν ήδη αναγνωριστεί μέσα από την επεξεργασία ερευνητικών δεδομένων που έχουν προκύψει από τις μέχρι σήμερα σεισμικές έρευνες.

Τα βασικά συμπεράσματα της Έκθεσης

Μετά από ενδελεχή ανασκόπηση τόσο της έως τώρα ερευνητικής και παραγωγικής εμπειρίας στην Ελλάδα όσο και των ενεργειακών αναγκών της χώρας, η Έκθεση του ΙΕΝΕ καταλήγει σε μια σειρά από χρήσιμα συμπεράσματα. Μεταξύ άλλων, η Έκθεση συμπεραίνει ότι:

Παρά τις διαχρονικές προσπάθειες του Ελληνικού Δημοσίου και των κοινοπρακτικών σχημάτων δημοσίων και ιδιωτικών εταιρειών ελληνικών και ξένων, η ελληνική βιομηχανία υδρογονανθράκων, πέρα της δραστηριότητας στον Πρίνο, δεν κατόρθωσε να αναπτυχθεί μέχρι σήμερα.

Η διαδικασία αδειοδοτήσεων για τη χορήγηση αποκλειστικών δικαιωμάτων των περιοχών έρευνας και εκμετάλλευσης υπήρξε και παραμένει άκρως γραφειοκρατική και χρονοβόρα, αν και δεν μπορεί να αλλάξει, καθότι επιβάλλεται από τον νόμο και την σχετική οδηγία της ΕΕ.

Τόσο το επενδυτικό ρίσκο όσο και το υψηλό κόστος των ερευνών δεν επιβαρύνει καθόλου τον εθνικό κρατικό προϋπολογισμό, αλλά αποκλειστικά τα ανάδοχα κοινοπρακτικά σχήματα.

Το μέγεθος και η οικονομική αξία των δυνητικών αποθεμάτων υδρογονανθράκων δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί με ακρίβεια, λόγω ελλιπών, προς το παρόν, ερευνητικών δεδομένων. Ωστόσο, οι εκτιμήσεις της ύπαρξης εγχώριων υδρογονανθράκων ήταν και εξακολουθούν να είναι αισιόδοξες. Βάσει των σημερινών στοιχείων αυτές υπολογίζονται σε 2.0-2.5 τρισεκατομμύρια κυβ. μέτρα αερίου.

Απαιτείται, σε τεχνικό επίπεδο, καταγραφή συμπληρωματικού πυκνότερου σεισμικού δικτύου (δυο και τριών διαστάσεων) με ταυτόχρονη επίσπευση της εκπόνησης πρόσθετων γεωλογικών μελετών.

Η παρουσία ενεργειακών ομίλων, όπως της γαλλικής TotalEnergies και της αμερικανικής ExxonMobil, των ελληνικών ΕΛΠΕ και Energean, αλλά και το εκδηλωμένο ενδιαφέρον και άλλων σημαντικών εταιρειών, ενισχύουν την προοπτική για ύπαρξη πολύ σημαντικών αποθεμάτων υδρογονανθράκων, ιδιαίτερα στη θαλάσσια περιοχή Ιονίου και δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης.

Η παρουσία του αγωγού TAP, ο οποίος είναι ήδη σε λειτουργία, του διασυνδετήριου αγωγού Ελλάδας-Βουλγαρίας (IGB), ο οποίος βρίσκεται υπό κατασκευή, του σχεδιαζόμενου EastMed και των τεσσάρων νέων FSRUs (δύο στην Αλεξανδρούπολη, ένα στους Αγίους Θεοδώρους Κορίνθου και ένα στο Βόλο), ενισχύουν τη γεωπολιτική και γεωστρατηγική αξία της χώρας μας και της ευρύτερης περιοχής των Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Η σταδιακή εξασθένιση της πανδημίας του κορωνοϊού διεθνώς θα οδηγήσει σε σταδιακή αύξηση της ζήτησης και παραγωγής των υδρογονανθράκων. Όσο θα παραμένει μειωμένη η προσφορά τόσο θα παραμένει αυξημένο το ενεργειακό κόστος των υδρογονανθράκων.

Παράλληλα, γίνεται πλέον ολοένα και πιο ξεκάθαρο ότι στο σύνθετο και ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον που προβάλλει, η επιδίωξη ενεργειακής αυτάρκειας θα τεθεί εκ νέου ως βασικός στόχος κάθε ενεργειακής στρατηγικής από τις χώρες της ΕΕ αλλά και ευρύτερα.

Ως εκ τούτου, επιβάλλεται να δοθούν εχέγγυα από την Πολιτεία για την ταχεία έγκριση των απαιτούμενων αδειών, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, προς τους ανάδοχους επενδυτές των ελληνικών συμβατικών περιοχών, ώστε να επισπευστούν οι ερευνητικές εργασίες υδρογονανθράκων, χωρίς γραφειοκρατικές καθυστερήσεις.

Η Ελλάδα πρέπει και μπορεί από εξαγωγέας πετρελαιοειδών προϊόντων και εισαγωγέας αργού και φυσικού αερίου να μετατραπεί σε παραγωγός χώρα υδρογονανθράκων και εξαγωγέας φυσικού αερίου.

Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί επιχειρηματικές ευκαιρίες, με αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων, νέες θέσεις εργασίας, μείωση του συνολικού ενεργειακού κόστους, αύξηση ενεργειακής ασφάλειας και διαφοροποίησης του εφοδιασμού, αναζωογόνηση της υπερχρεωμένης οικονομίας, ενώ προσδίδει αυξημένη γεωπολιτική και γεωστρατηγική αξία στη χώρα μας.

Οι αέριοι υδρογονάνθρακες αποτελούν σημαντική γέφυρα πράσινης ενεργειακής μετάβασης με απώτερο στόχο την επίτευξη χαμηλότερων εκπομπών ρύπων/άνθρακα. Μπορούν και πρέπει να λειτουργήσουν συμπληρωματικά προς τις ΑΠΕ (ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά, υδροηλεκτρικά, βιομάζα, γεωθερμία).

Μέρος από τα έσοδά τους μπορεί και πρέπει να επενδυθεί και στις πράσινες τεχνολογίες (υδρογόνο, δέσμευση-αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα, ανάπτυξη αποθηκών φυσικού αερίου). Ο εντοπισμός και η αξιοποίηση των εγχώριων δυνητικών κοιτασμάτων, ιδιαίτερα των αέριων υδρογονανθράκων, κρίνεται αναγκαία και επιτακτική.

Οι προτάσεις του ΙΕΝΕ

Όπως επισημαίνει το ΙΕΝΕ, η έρευνα υδρογονανθράκων απαιτεί υψηλές επενδύσεις, σύγχρονη τεχνολογία, συστηματική δουλειά με προσήλωση στο στόχο, υπομονή και επιμονή. Σε αυτή την κατεύθυνση, η Έκθεση του ΙΕΝΕ καταλήγει στις παρακάτω συγκεκριμένες προτάσεις:

Η Πολιτεία να επιδείξει σαφή διαχρονική και κατά το δυνατό διακομματική βούληση για τη στήριξη της έρευνας και παραγωγής υδρογονανθράκων στην Ελλάδα, χωρίς να τίθενται όροι για την οικονομική εκμετάλλευσή τους.

Να υπάρξει ενθάρρυνση των παραχωρησιούχων εταιρειών ώστε να επισπεύσουν τις ερευνητικές τους δραστηριότητες και να υποβάλουν αναθεωρημένο χρονοδιάγραμμα με ξεκάθαρους στόχους για ερευνητικές γεωτρήσεις.

Να αρθούν τα γραφειοκρατικά εμπόδια στην αδειοδότηση ερευνών και ιδιαίτερα στην έκδοση Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ).

Να προκηρυχθεί άμεσα διεθνής διαγωνισμός νέων περιοχών που έχουν τεχνικό ενδιαφέρον, π.χ. Θερμαϊκός κόλπος, περιοχή Νέστου – Στρυμώνα, καθώς και διαγωνισμός open door για τις επιστραφείσες περιοχές.

Να υπάρξει συνεχής προσπάθεια για προσέλκυση μεγάλων διεθνών πετρελαϊκών εταιρειών για την υποβολή αιτήσεων ενδιαφέροντος για χερσαίες και θαλάσσιες περιοχές, αποδοχή των αιτήσεων ενδιαφέροντος που θα υποβληθούν και άμεση προκήρυξη διεθνούς διαγωνισμού σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.

Να ληφθεί υπόψη το δυναμικό κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στις συζητήσεις καθορισμού ΑΟΖ (π.χ. πρώτο βήμα πιθανή κατακύρωση περιοχής 1 στα σύνορα με Αλβανία στα ΕΛΠΕ – εν δυνάμει ενδιαφέρον για περιοχή Ρόδου – Καστελόριζου – Κύπρου – Κρήτης).

Να προβάλλεται διεθνώς με διαρκή και συστηματικό τρόπο το δυναμικό υδρογονανθράκων της χώρας μέσα από οργανωμένες καμπάνιες της ΕΔΕΥ.

Να δημιουργηθεί ένα εθνικό ενεργειακό και γεωπολιτικό 10ετές πλάνο, με ειδική εστίαση στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Διαβάστε επίσης

ΙΕΝΕ: Αύξηση των ενεργειακών επενδύσεων σε Ελλάδα και νοτιοανατολική Ευρώπη