Αντιδράσεις έχει προκαλέσει στη φαρμακευτική αγορά η  ανατιμολόγηση Μαΐου τόσο στις διεθνείς εταιρίες όσο και στις ελληνικές. Μετά τις “ενστάσεις” του PhRMA Innovation Forum –PIF,  το οποίο έκανε λόγο για επιλεκτικές προστασίες και συσσωρευμένες στρεβλώσεις, που δεν συνάδουν με τα πρότυπα τιμολόγησης στην Ευρώπη, τις “αντιρρήσεις” της έρχεται να εκφράσει η Πανελλήνια Ένωση Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ).

Όπως αναφέρει σε σχετική ανακοίνωση, η νέα ανατιμολόγηση οδηγεί σε νέες μειώσεις τιμών, που εστιάζονται μονομερώς για μια ακόμη φορά στα γενόσημα φάρμακα. Και αυτό, παρά τη μικρή συμμετοχή τους στη δαπάνη και παρά το γεγονός ότι έχουν ήδη υποστεί τεράστιες, εξοντωτικές μειώσεις τα τελευταία χρόνια. Παρά όμως τις μειώσεις αυτές, ο όγκος των γενοσήμων σήμερα παραμένει καθηλωμένος στο 22-23%, το χαμηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη.

Εκτιμάται ότι η νέα αυτή ανατιμολόγηση οδηγεί σε μια υποθετική εξοικονόμηση της φαρμακευτικής δαπάνης της τάξης του 1,7%. Εντούτοις, σύμφωνα με την ΠΕΦ, “το πενιχρό αυτό αποτέλεσμα, δεν αποτελεί έκπληξη αφού οι μειώσεις για μια ακόμη φορά επικεντρώνονται στα γενόσημα και στα παλαιότερα καταξιωμένα φάρμακα, ενώ τα νεότερα εισαγόμενα ακριβότερα βρίσκονται πρακτικά στο απυρόβλητο. Μάλιστα, το ύψος των μειώσεων είναι αντιστρόφως ανάλογο των τιμών των φαρμάκων : Όσο φθηνότερο είναι ένα φάρμακο, τόσο μεγαλύτερη μείωση δέχεται και αντίστροφα”.

Η πρακτική αυτή καθιστά την τιμολόγηση ένα ατελέσφορο μέτρο: Είναι δεδομένο ότι ο κύριος λόγος αύξησης της δαπάνης δεν είναι οι τιμές αλλά η μέχρι σήμερα απουσία φραγμών και ελέγχων στη συνταγογράφηση και την αποζημίωση των Φαρμάκων Υψηλού Κόστους που διακινούνται από τα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ”, αναφέρει η ελληνική φαρμακοβιομηχανία και εξηγεί:

“Στην πράξη, η όποια πρόσκαιρη εξοικονόμηση από την ανατιμολόγηση, εξανεμίζεται γρήγορα υπό την επίδραση της υποκατάστασης: Η συνεχιζόμενη τιμολογιακή απαξίωση μιας σειράς παλαιότερων καταξιωμένων φαρμάκων που κατά κύριο λόγο παράγονται από ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες, τα οδηγεί σε αναγκαστική έξοδο από την αγορά. Τη θέση τους παίρνουν τα εισαγόμενα νεότερα ακριβότερα φάρμακα, με τελικό αποτέλεσμα την αύξηση της δαπάνης”.

Σύμφωνα με την ΠΕΦ, η αδυναμία ελέγχου της υποκατάστασης έχουν αναδείξει την Ελλάδα ως τη χώρα με τα υψηλότερα ποσοστά διείσδυσης νεότερων φαρμάκων με προστασία πατέντου στην Ευρώπη-μια επίδοση που δεν συνάδει με τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας.

“Είναι χαρακτηριστικό ότι στο πρόσφατο Δελτίο Τιμών του Μαΐου, 207 φάρμακα έχουν τιμή παραγωγού -ex-factory- έως 1 ευρώ, ενώ 1.372 φάρμακα έχουν τιμή ex-factory έως 3 ευρώ. Σημειώνεται ότι οι τιμές αυτές μειώνονται περαιτέρω κατά 30-35% από την επιβολή των rebate & clawback. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι η βιωσιμότητα των φαρμακευτικών αυτών προϊόντων κρίνεται πλέον εξαιρετικά αμφίβολη”, αναφέρει.

Η ΠΕΦ σημειώνει ότι από το 2015 μέχρι σήμερα, μέσα από διαδοχικές εξαμηνιαίες ανατιμολογήσεις, οι τιμές των γενοσήμων έχουν μειωθεί κατά μέσο όρο κατά 37,6%. Στην ίδια περίοδο, τα εισαγόμενα φάρμακα εκτός πατέντου μειώθηκαν 8,5%, τα εντός πατέντου κατά 3,2%, ενώ τα Φάρμακα Υψηλού Κόστους μειώθηκαν κατά 2,9%.

“Είναι τουλάχιστον προκλητική η εμμονή στην υιοθέτηση ενός μοναδικού σε όλη την Ευρώπη, παράτυπου συστήματος τιμολόγησης, που εξοντώνει τα γενόσημα και τα παλιά καταξιωμένα φάρμακα. Η αδόκιμη χρήσης του μέσου όρου των τριών χαμηλότερων τιμών της Ευρώπης για την τιμολόγηση των φαρμάκων εκτός πατέντου και των γενοσήμων συνεπάγεται την «εισαγωγή» στη ελληνική αγορά, ισοπεδωτικών τιμών από φάρμακα που κυκλοφορούν σε τεράστιους όγκους, σε μεγάλες αγορές, στις οποίες δεν υπάρχουν οι εξωφρενικές υποχρεωτικές επιστροφές που εφαρμόζονται στην Ελλάδα. Τίθεται λοιπόν εύλογα το ερώτημα, ποιος σχεδίασε ένα τόσο στρεβλό σύστημα, ποιους σκοπούς εξυπηρετεί και ποιοι τελικά ωφελούνται από την εφαρμογή του.

Η αδυναμία της Πολιτείας να ελέγξει το αυξανόμενο κόστος των νέων θεραπειών και να περιορίσει την αναίτια υποκατάσταση των οικονομικών δοκιμασμένων επιλογών από νεότερα ακριβότερα φάρμακα δεν μπορεί να καλυφθεί από την ατελέσφορη διαδικασία των συνεχών ανατιμολογήσεων που καταστρέφουν τα ελληνικά φάρμακα, χωρίς κανένα όφελος σε όρους εξοικονομήσεων και λειτουργούν μονίμως και καταχρηστικά υπέρ των συμφερόντων των μεγαλοεισαγωγέων”, καταλήγει η ΠΕΦ.