ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Ποικίλα σχόλια έχουν προκαλέσει οι προκαταρκτικές απόψεις για τον κατασκευαστικό κλάδο που δημοσιοποίησε την Τετάρτη η Επιτροπή Ανταγωνισμού (ΕΑ) στο πλαίσιο της κανονιστικής παρέμβασης που ξεκίνησε 08.01.2021.
Στελέχη της αγοράς των κατασκευών σημειώνουν ότι η ΕΑ δείχνει «εκτός τόπου και χρόνου» ειδικά στις αναφορές της για τις συμβάσεις ΣΔΙΤ (Σύμβαση Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα) πάνω στις οποίες στηρίζεται σε σημαντικό βαθμό το πλαίσιο (Ταμείο Ανάκαμψης κ.λ.π.) για την υλοποίηση των έργων το επόμενο διάστημα ώστε η χώρα να ανακάμψει.
Σοβαρές ενστάσεις έχουν και ανώτατα στελέχη της κυβέρνησης που ασχολούνται με το αντικείμενο των υποδομών και γενικότερα των έργων. Η πρώτη ανάγνωση του κειμένου οδηγεί τους περισσότερους με τους οποίους συνομιλήσαμε καταρχάς στο να λάβουν αποστάσεις, με τα σχόλια που διατυπώνονται να είναι χαρακτηριστικά: «Δεν καταλαβαίνω ποιος είναι ο πυρήνας του θέματος» ή «ποιο είναι το νόημα του κειμένου της ΕΑ» ή και «όλα αυτά που αναφέρει η ΕΑ από που προκύπτουν;»
Η συζήτηση προς το παρόν γίνεται σε off the record επίπεδο. Τα στελέχη της κυβέρνησης επισημαίνουν πως πρόκειται για τις προκαταρκτικές απόψεις της ΕΑ, βρίσκεται σε εξέλιξη δημόσια διαβούλευση και εκεί οι απαντήσεις θα δοθούν κυρίως θεσμικά.
Ιδιαίτερα ενοχλημένοι είναι όσοι συνέβαλαν στην τροποποίηση του ν.4412/2016 με τον νόμο 4782/2021 «για τον εκσυγχρονισμό, την απλοποίηση και την αναμόρφωση του ρυθμιστικού πλαισίου των Δημοσίων Συμβάσεων, ειδικότερες ρυθμίσεις προμηθειών στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας και άλλες διατάξεις για την ανάπτυξη και τις υποδομές» (ΦΕΚ Α’ 36/09.03.2021).
Όπως σημειώνουν, ο νέος νόμος για τις δημόσιες συμβάσεις, προϊόν διαβούλευσης με όλους τους εμπλεκόμενους, έχει ως στόχο να θεραπευτούν σειρά από προβλήματα και δεν έχει προλάβει καν να εφαρμοστεί αφού σχεδόν μόλις ψηφίστηκε.
Ένα από τα ζητήματα στα οποία παρεμβαίνει το νέο θεσμικό πλαίσιο είναι οι πολύ υψηλές εκπτώσεις που αποτέλεσαν τα προηγούμενα χρόνια τον κανόνα και είχαν ως συνέπεια εξαιτίας της υπό κοστολόγησης τα έργα να μην ολοκληρώνονται.
Σύμφωνα με την άποψη της Γενικής Γραμματείας Υποδομών, η οποία παρατίθεται στο κείμενο που έχει θέσει σε δημόσια διαβούλευση η ΕΑ, «το φαινόμενο που παρατηρείται την τελευταία δεκαετία και αφορά στην υποβολή ιδιαίτερα υψηλών εκπτώσεων κατά τη διαδικασία δημοπράτησης δημοσίων έργων συνιστά παθογένεια της αγοράς, την οποία το Υπουργείο εντόπισε και πρότεινε την αντιμετώπιση μέσω του νέου νομοθετικού πλαισίου. Προς την κατεύθυνση αυτή εκτιμά ότι θα συνδράμει η εισαγωγή του αρ.32 του ν. 4782/2021 με το οποίο προβλέφθηκε γενικό κριτήριο ανίχνευσης πιθανά υπερβολικών χαμηλών προσφορών για δημόσια έργα με όριο τις δέκα ποσοστιαίες μονάδες απόκλισης από την μέση γενική έκπτωση των προσφορών και υποχρεωτική συμπερίληψη στη σύμβασης κατασκευής της αιτιολόγησης της προσφοράς».
Το ενδιαφέρον είναι ότι ενώ έχει ζητήσει την άποψη του κατεξοχήν αρμόδιου φορέα της κυβέρνησης στο πλαίσιο της έρευνας που διενεργεί και αυτός έχει απαντήσει ότι έχει νομοθετήσει και μάλιστα πρόσφατα, η ΕΑ προτείνει: «Το ζήτημα των ασυνήθιστα χαμηλών προσφορών να τεθεί σε δημόσια διαβούλευση για την διερεύνηση πιθανών αντί-ανταγωνιστικών επιπτώσεων στον κλάδο των κατασκευών στην Ελλάδα».
Σύμφωνα με ανώτατο στέλεχος των κατασκευών που δραστηριοποιείται στις κατασκευές τις τελευταίες δεκαετίες «χρειάζεται κάποτε σε αυτή τη χώρα να αποφασίσουμε τι θέλουμε, διαφορετικά έργα σωστά δεν μπορούμε να έχουμε…»
Οι μεγαλύτερες αντιδράσεις αφορούν ωστόσο το πως αντιμετωπίζεται από το επίμαχο κείμενο της ΕΑ το θέμα των ΣΔΙΤ. Καταρχάς σημειώνεται ότι δεν έχει θέση στην όλη συζήτηση η αναφορά στην ειδική έκθεση (09/2018) που διεξήγαγε το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο και αφορούσε 12 συγχρηματοδοτούμενες από την Ευρωπαϊκή Ένωση συμβάσεις ΣΔΙΤ στη Γαλλία, την Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Ισπανία κυρίως στους τομείς των οδικών μεταφορών.
Σύμφωνα με τον αντίλογο που αναπτύσσεται η ειδική αυτή έκθεση αναφέρεται κυρίως στις μεγάλες συμβάσεις παραχώρησης – την πρώτη γενιά τέτοιων συμβάσεων – που αφορούν τους μεγάλους αυτοκινητοδρόμους. Υπογραμμίζεται ότι οι λόγοι που οδήγησαν στις υπερβάσεις χρονοδιαγραμμάτων και προϋπολογισμών είναι σύνθετοι και σίγουρα πολύ παραπάνω από ένας.
Από τα συμπεράσματα της προαναφερόμενης ειδικής έκθεσης που παραθέτει η ΕΑ είναι και το εξής: «Στην Ελλάδα η ανάθεση μεγάλων έργων ΣΔΙΤ αύξησε τον κίνδυνο ανεπαρκούς ανταγωνισμού και συνοδεύθηκε από σημαντικές καθυστερήσεις… Ωστόσο, η πολύ μεγάλη κλίμακα ενός έργου μπορεί ενίοτε να μειώσει το επίπεδο του ανταγωνισμού, καθώς κατά κανόνα είναι λιγοστές οι εταιρείες που έχουν την ανάλογη οικονομική επιφάνεια και είναι σε θέση να υποβάλουν προσφορά. Πράγματι, στην περίπτωση συμβάσεων πολύ υψηλής αξίας, μόνον ένας πολύ μικρός αριθμός οικονομικών φορέων, συχνά δε μόνον ένας, είναι σε θέση να προσφέρει όλα τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που προβλέπονται, με αποτέλεσμα η αναθέτουσα αρχή να περιέρχεται σε θέση εξάρτησης».
Η ΕΑ καταλήγει προτείνοντας την περαιτέρω διερεύνηση και αξιολόγηση των ανταγωνιστικών συνθηκών των συμβάσεων ΣΔΙΤ και Παραχωρήσεων προκειμένου να ανιχνευθούν τυχόν επιπτώσεις στην ανταγωνιστική λειτουργία της αγοράς των δημοσίων έργων.
«Είναι σαν να λέει κανείς ότι δεν μου αρέσει ο κόσμος έτσι όπως είναι φτιαγμένος» σχολίαζε με αφορμή τα παραπάνω στέλεχος του κλάδου των κατασκευών, συμπληρώνοντας: «Τα ΣΔΙΤ έχουν το νόημα της μόχλευσης κεφαλαίων και γι΄ αυτό προκρίνονται και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Με άλλα λόγια προτιμώνται για να συμμετέχει με κεφάλαια και ο ιδιωτικός τομέας ο οποίος αναλαμβάνει και μέρος του ρίσκου των έργων. Στο πλαίσιο αυτό είναι αυτονόητο ότι τα ΣΔΙΤ δεν μπορούν να τα διεκδικήσουν εταιρείες χωρίς κεφαλαιακή επάρκεια ή χωρίς να είναι σε θέση να δανειστούν. Αν τα κριτήρια είναι ελαστικά τότε η όλη προσπάθεια θα πέσει στα βράχια… Εκτός αν πιστεύουμε ότι αυτή τη στιγμή το δημόσιο ταμείο είναι σε θέση να χρηματοδοτήσει όλα τα έργα που χρειάζεται η χώρα.»
Διαβάστε επίσης: