«Έφυγε» από τη ζωή ο ξενοδόχος Κωνσταντίνος Κουλουβάτος των ξενοδοχείων «Αμαλία».

Ο Κωνσταντίνος Κουλουβάτος, γόνος μιας από τις οικογένειες που θεμελίωσαν τον ελληνικό Τουρισμό, με τα ξενοδοχεία ΑΜΑΛΙΑ, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία μόλις 62 ετών.

Τα ξενοδοχεία ΑΜΑΛΙΑ, από το όνομα της μητέρας του Κωνσταντίνου Κουλουβάτου, σε Σύνταγμα, Ναύπλιο, Ολυμπία, Πρέβεζα, Καλαμπάκα και Δελφούς, διευθύνονταν από τον αγαπητό σε όλους Κωνσταντίνο, με την οικογένεια, εκτός από τον θάνατο του πατέρα, Χρήστου Κουλουβάτου, να δέχεται δύο ακόμη σφοδρά πλήγματα, καθώς έχασε τα δύο αδέρφια του Κωνσταντίνου, Θοδωρή και Αλέξανδρο…

Μια οικογένεια βαριά χτυπημένη από τη μοίρα

Ο 25χρονος Αλέξης Κουλουβάτος σκοτώνεται με μηχανή χωρίς να τρέχει και ο λίγο μεγαλύτερος Θεόδωρος μένει 15 χρόνια σε κώμα, από μια μπουκιά φαγητό

«Όποιος την ευτυχία του καμαρώνει σαν κάτι απαρασάλευτο, είν’ ανόητος. Σαν τον τρελό τον άνθρωπο είναι και η τύχη, ιδιότροπη πηδά απ᾽ τη μια στην άλλη, δε μένει πάντα σ᾽ έναν η ευτυχία…», λέει η Εκάβη, κάποτε βασίλισσα μα ύστερα σκλάβα, στις Τρωάδες του Ευριπίδη, θρηνώντας τα χαϊδεμένα μαλλιά, το γλυκό στόμα, τον ύπνο το μεσημβρινό στην αγκαλιά του εγγονιού της που δεν θα μεγάλωνε ποτέ. Και τα λόγια της γίνονται θάλασσες πόνου να ταξιδεύουν κάθε μας κύτταρο σε οδύνες θανάτου και αποχωρισμού και θλίψης.

Και πιο τραγική ιστορία από εκείνη της οικογένειας Κουλουβάτου, των τόσο κομψών ξενοδοχείων «Αμαλία» σε Αθήνα, Δελφούς και Ναύπλιο, δεν έπρεπε να υπάρχει. Έπρεπε να είναι μύθος σαν εκείνους τους χαμούς που κλαίει η Εκάβη, έγραφε τον Ιούνιο του 2019 η Αλεξάνδρα Τσόλκα.

Η οικογένεια Κουλουβάτου ζούσε στο ωραίο σπίτι της, με τρεις γιους όλο χαρά και ορμή για ζωή, μανά ωραία με γατίσια, όπως λένε, σκιστά ζαφειρένια μάτια, πατέρα δημιουργικό, εργατικό και ξεχωριστά επιτυχημένο.

Ο μικρότερος γιος, ο Αλέξης Κουλουβάτος, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Βοστώνη και ήταν εξαιρετικός στις ακαδημαϊκές του επιδόσεις, με ένα μέλλον μπροστά του πολύχρωμο και εκτυφλωτικό σαν ήλιο.

Ένα βράδυ, μετά από ένα πάρτι στην Εκάλη, παραχώρησε την πράσινη οικογενειακή Mercedes σε ένα φίλο του που είχε πιει αρκετά, για να τον προστατεύσει και να μην τον αφήσει να οδηγήσει τη μηχανή του, την οποία πήρε ο ίδιος.

Ο Αλέξης στη διαδρομή πίσω για το κέντρο της Αθήνας, κάπου έχασε τον έλεγχο και έπεσε. Χτύπησε σε ένα και μοναδικό σημείο πίσω από το κεφάλι του και σκοτώθηκε ακαριαία.

Όσοι τον ήξεραν, γνώριζαν ότι ήταν εξαιρετικά καλός οδηγός μηχανής και εκείνο το βράδυ δεν είχε πιει.

Ήταν Ιούνιος του 1990 και ο Αλέξης Κουλουβάτος ήταν μόλις 25 ετών.

«Όταν έρχονται οι λύπες, δεν έρχονται σαν μεμονωμένοι κατάσκοποι, έρχονται σε τάγματα» έλεγε ο Γουίλιαμ Σαίξπηρ!

Και οι συμφορές μόλις έχουν αρχίσει…

Οι γονείς αδυνατούν να συνεχίσουν.

Η μάνα μετά από λίγο καιρό πεθαίνει από θλίψη. Ο άλλος γιος, ο γελαστός και γεμάτος κέφι για ζωή, Θοδωρής Κουλουβάτος, λίγο μετά το θάνατο του αδελφού του, θλιμμένος όσο δεν γίνεται, αχώριστος όπως ήταν με εκείνον, χωρίζει από την κοπέλα που είχε αρραβωνιαστεί και η οποία ανήκε στην οικογένεια Ωνάση και σταματά τις εξόδους και τα πάρτι.

Ένα βράδυ, ο Θοδωρής κάτι δεν κατάπιε καλά, τρώγοντας στο σπίτι του, λένε, ένα απλό, αθώο μακαρόνι.

Πνίγεται. Σώζεται. Παθαίνει εγκεφαλική βλάβη, μιας και για αρκετή ώρα δεν οξυγονωνόταν. Μένει σε κώμα.

Ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Κωνσταντίνος, από εκείνη την ευτυχισμένη, χρυσή οικογένεια, μένει και επιμένει να τον κράτα στην ζωή, γαντζωμένο από τα καλώδια μηχανημάτων, για 15 ολόκληρα χρόνια, περιμένοντας κάθε μέρα, κάθε λεπτό, κάθε στιγμή το θαύμα. Και εκείνο δεν συνέβη ποτέ. Καθημερινά του μιλούσε, του συζητούσε, του θύμιζε την ομορφιά της ζωής και του κόσμου. Οι φίλοι που δεν έπαψαν να τον επισκέπτονται έκαναν το ίδιο. Δεν ανταποκρίθηκε σε κανένα ερέθισμα ποτέ, ούτε σε ήχο φωνής, μήτε σε τίποτα άλλο.

Μένουν φωτογραφίες από καλοκαίρια και από μπλε βλέμματα στο φακό κατάστηθα. Πόζες με όλα τα αδέλφια και με φίλους να αγαπάνε τη ζωή και να υπάρχουν στο έγχρωμο φιλμ για πάντα νέοι, σε θάλασσες, σε πάρτι, σε εκδρομές, σε γέλια, σε πειράγματα, σε έρωτες εφηβικούς και νεανικούς, σε νύχτες μυρωμένες στο Αιγαίο μες σε μπαράκια που η μουσική έμοιαζε σάουντρακ στην δική τους ζωή.

Ο Κωνσταντίνος, κατάμονος στην απόφαση του πια, πείθεται και ορίζει να αφεθεί ο αδελφούλης του να ξεκουραστεί, να ησυχάσει, να συναντήσει κάπου, όπως θέλουμε να πιστεύουμε, ωραιότερα την υπόλοιπη οικογένεια.

Ας «φύγει».

Τα μηχανήματα κλείνουν. Η σιωπή είναι εκκωφαντική σα να σταμάτησε ο κόσμος να ανασαίνει.

Έξω ήταν άνοιξη του 2015. Μέσα είχε κερδίσει ο χειμώνας…