Αντώνης Κοντολέων, Πρόεδρος ΕΒΙΚΕΝ (Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας)
“Οι τιμές στην Ελλάδα είναι υψηλότερες κατά 30-50% ως προς τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές αγορές” ,είπε ο Αντώνης Κοντολέων, επικεφαλής της ΕΒΙΚΕΝ, μιλώντας πριν λίγες ημέρες στο συνέδριο του ΙΕΝΕ, καθώς “δεν έχουν ακόμη και σήμερα δημιουργηθεί συνθήκες για ανάπτυξη ούτε καν στοιχειώδους ανταγωνισμού, λόγω της μονοπωλιακής δομής της αγοράς”,
Τόνισε ότι η ελληνική ενεργοβόρος βιομηχανία δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τις αντίστοιχες βιομηχανίες της Ευρώπης, όταν εδώ είναι αναγκασμένη να πληρώνει τις διακυμάνσεις στην τιμή της χονδρεμπορικής τιμής, και ενώ δεν στηρίζεται από την Πολιτεία όπως γίνεται σε άλλες χώρες.
Ο κ. Κοντολέων που εκπροσωπεί μέσω της ΕΒΙΚΕΝ τις ενεργοβόρες βιομηχανίες της χώρας, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στον τρόπο που καθορίζονται οι τιμές ενέργειας, αλλά και στο αδιέξοδο που βρίσκονται οι ελληνικές ενεργοβόρες βιομηχανίες.
“Είναι μεγάλο λάθος να πληρώνουν οι καταναλωτές τις διακυμάνσεις της τιμής χονδρεμπορικής στην ενέργεια. Αυτό που ξεκίνησε με τη ρήτρα αναπροσαρμογής, συνεχίστηκε με τα υποχρεωτικά πράσινα τιμολόγια και τελικά το αποτέλεσμα είναι ο παραγωγός ενέργειας να “χετζάρεται” μέσα από τα οικιακά τιμολόγια. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχει κανένα πρόβλημα ο παραγωγός ενέργειας όταν θέλει να ανεβάζει τις τιμές. Εάν παραμείνουν τα κυμαινόμενα τιμολόγια, δηλαδή παραμείνουν τα πράσινα, η ενεργειακή αγορά θα είναι έρμαιο του ολιγοπωλίου”, σημείωσε.
Αναφερόμενος στην έκτακτη εισφορά που επιβλήθηκε το καλοκαίρι στους παραγωγούς ενέργειας σημείωσε ότι ο φόρος στο φυσικό αέριο, αύξησε το μεταβλητό κόστος και τελικά πληρώθηκε από τους καταναλωτές.
“Το πρόβλημα είναι μεγάλο για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες, για παράδειγμα ένα smelter καταναλώνει 5.000 κιλοβατώρες ανά τόνο παραγωγής, μια χαλυβουργία 800 κιλοβατώρες ανά τόνο παραγωγής μια τσιμεντοβιομηχανία 100 κιλοβατώρες στον τόνο. Είναι άστοχο να λέγεται ότι στην Ελλάδα δεν είναι υψηλές οι τιμές, γιατί για τη βιομηχανία είναι πολύ υψηλές. Αυτό που ενδιαφέρει την ενεργοβόρο βιομηχανία είναι να είναι ανταγωνιστικές οι τιμές που πρέπει να πληρώνει σε σχέση με τις τιμές των ευρωπαίων ανταγωνιστών της”, σημείωσε. Και εξήγησε ότι στην ενεργειακή κρίση, μπορεί οι τιμές να ήταν ψηλά, άλλα ήταν για όλους. “Τότε το πρόβλημα της ενεργοβόρου βιομηχανίας δεν ήταν μεγάλο γιατί ήταν το ίδιο για όλη την Ευρώπη”.
Αδιέξοδο για τη βιομηχανία το ενεργειακό κόστος
Όπως εξήγησε η ελληνική βιομηχανία αγοράζει ανά ώρα από το Χρηματιστήριο ενέργειας και το 2024 οι τιμές στην Ελλάδα είναι υψηλότερες κατά 30-50% ως προς τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές αγορές, καθώς δεν έχουν ακόμη και σήμερα δημιουργηθεί συνθήκες για ανάπτυξη ούτε καν στοιχειώδους ανταγωνισμού, λόγω της μονοπωλιακής δομής της αγοράς. Και τόνισε, ότι ενώ πριν το 2020 η ελληνική βιομηχανία, πλήρωνε σταθερές τιμές, σήμερα είναι εξαρτημένη από τις διακυμάνσεις στη χονδρεμπορική αγορά.
Και τόνισε ότι η κυριότερη στρέβλωση σήμερα στην αγορά είναι η διασύνδεση των τιμών της χονδρεμπορικής αγοράς με τις τιμές των οικιακών τιμολογίων (πράσινων, κίτρινων και πορτοκαλί), γιατί δίνεται έτσι η δυνατότητα οι καθετοποιημένοι παίκτες μπορούν όποτε θέλουν, όσο θέλουν, να ανεβάζουν τις τιμές στη χονδρεμπορική, όταν υπάρχει υψηλή ζήτηση, χωρίς ρίσκο καθώς τις μεταφέρουν στους καταναλωτές.
Επίσης, αμφισβήτησε ότι οι υψηλές τιμές του Ιουλίου – ΑυγούστουΣεπτεμβρίου οφείλονταν σε scarcity- έλλειμμα ενέργειας στην αγορά και είπε ότι τα στοιχεία δείχνουν ότι οι υψηλές τιμές διαμορφώθηκαν από την Ελλάδα.
“Οι βιομηχανίες έντασης ενέργειας στη χώρα μας είναι πλέον εκτεθειμένες στις τιμές της χονδρεμπορικής αγοράς χωρίς κανένα εργαλείο αντιστάθμισης του κινδύνου. Μας λένε ως λύση να κάνουμε ΡΡΑ με ΦΒ, όμως δεν αποτελούν εργαλείο αντιστάθμισης του κινδύνου. Αντίθετα, εκθέτουν σε τεράστιο επιχειρηματικό ρίσκο τις βιομηχανίες λόγω του κανιβαλισμού των τιμών στις ώρες παραγωγής των ΦΒ αλλά και της εκτόξευσης των τιμών με τη δύση του ήλιου”, σημείωσε και τόνισε ότι οι ΑΠΕ και οι διασυνδέσεις δεν θα ρίξουν τις τιμές στην αγορά στο κοντινό μέλλον πάρα μόνο όταν καταφέρουν να καθορίζουν την οριακή τιμή.
Το CBAM είναι η ταφόπλακα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας
Στην Ευρώπη, σημείωσε, έκλεισαν εργοστάσια και σήμερα δεν αποφασίζεται να ξαναξεκινήσουν γιατί βλέπουν να έρχεται μια καταιγίδα από τα κόστη που θα προκύψουν από τις νέες ρυθμίσεις, που θα εφαρμόσει η Κομισιόν από 1/1/2026.
Στο πλαίσιο της πολιτικής μείωσης ρύπων θα μειώνει τα δικαιώματα που δίνονται στις βιομηχανίες, χάλυβα, πρωτόχυτου αλουμινίου, αλουμινίου, χαρτιού και λιπασμάτων και θα πρέπει να αγοράζουν τα δικαιώματα για τις εκπομπές τους. Αντίστοιχη υποχρέωση οι βιομηχανίες εκτός Ευρώπης δεν έχουν και για αυτό επιβάλλεται ένας διασυνοριακός φόρος στα εισαγόμενα προϊόντα, ο οποίος όμως είναι αμφίβολο αν θα είναι ανταγωνιστικός. “Πώς όμως η Ευρώπη θα επιβάλει φόρο στο αλουμίνιο από την Κίνα και πώς θα ξέρει αν αυτό παράγεται από πράσινη ενέργεια ή όχι;” αναρωτήθηκε.
“Πιστεύουμε ότι το CBAM είναι η ταφόπλακα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και το επισημαίνει και η έκθεση Ντράγκι, που λέει να μη γίνει η μείωση των δωρεάν δικαιωμάτων στην ευρωπαϊκή βιομηχανία, μέχρι να δείτε ότι το CBAM είναι αποτελεσματικό”, σημείωσε.
Κουρεύονται οι κρατικές ενισχύσεις
Η βιομηχανία στην Ελλάδα αν δε στηριχθεί όπως γίνεται στην Ευρώπη, δε θα μπορέσει να επιβιώσει, επεσήμανε ο κ. Κοντολέων. “Πρωτόχυτο αλουμίνιο, μέταλλα, χαρτί στηρίζονται στην Ευρώπη, ενώ στην Ελλάδα το 2024, επειδή μειώνονται τα έσοδα από τα δικαιώματα, η κυβέρνηση αποφάσισε να μειώσει κατά 30% τα ποσά που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή. Τότε όμως η ελληνική ενεργοβόρος βιομηχανία δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες”, εξήγησε.
Επίσης, αναφέρθηκε στην επιβολή χαρτοσήμου στις βιομηχανίες για την κρατική ενίσχυση που λαμβάνουν με κόστος 20 εκ € για τις συναλλαγές έως τις 30.11 τη στιγμή που ο νόμος προβλέπει την απαλλαγή στο εξής.
Και κατέληξε ότι απαιτείται να αλλάξει τη στάση της η Πολιτεία και να προχωρήσει σε θωράκιση και ενίσχυση των ενεργοβόρων βιομηχανιών στην Ελλάδα εν όψει της καταιγίδας που θα έρθει από το 2026 με τη σταδιακή μείωση των δωρεάν δικαιωμάτων που δίδονται σε επιλέξιμες βιομηχανίες, χωρίς πρώτα να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του CBAM, που είναι πολύ εύκολο να καταστρατηγηθεί.