ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Ο υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης Πάνος Τσακλόγλου επισήμανε ότι για την βιωσιμότητα του συστήματος και την εξασφάλιση υψηλότερων σταδιακά συντάξεων είναι η εισαγωγή κεφαλαιοποιητικών στοιχείων, όπως η επικείμενη μεταρρύθμιση στην επικουρική ασφάλιση. Με την εφαρμογή του νέου συστήματος θα προκύψουν πόροι για επενδύσεις κάτι που θα τονώσει την ανάπτυξη και την οικονομία της χώρας.
Ο κ. Τσακλόγλου επισήμανε ότι η δημιουργία «ατομικού κουμπαρά» για κάθε νέο ασφαλισμένο μετά την 1η Ιανουαρίου του 2022 με στόχο την εξασφάλιση υψηλότερων επικουρικών συντάξεων για τη νέα γενιά, η λειτουργία κεφαλαιοποιητικού πυλώνα στην επικουρική ασφάλιση για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά ο υπαρκτός κίνδυνος της γήρανσης του πληθυσμού, και η διασφάλιση των υφιστάμενων επικουρικών και κύριων συντάξεων, είναι ορισμένοι από τους βασικούς άξονες της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης
Η μεταρρύθμιση στην επικουρική ασφάλισης έχει τα εξής χαρακτηριστικά: στηρίζεται στη διαφοροποίηση του ασφαλιστικού κινδύνου (βασική αρχή των ασφαλίσεων), μειώνοντας έτσι την υπερβολική έκθεση του συστήματος στον «δημογραφικό κίνδυνο», έχει δημόσιο χαρακτήρα, προστατεύει τις υφιστάμενες συντάξεις – κύριες και επικουρικές – δημιουργεί αποταμιεύσεις, σημαντικό τμήμα των οποίων θα διατεθεί για χρηματοδότηση επενδύσεων στη χώρα µας, προωθεί τη διαφάνεια στη διαχείριση των πόρων των ασφαλισμένων και αποκαθιστά την εμπιστοσύνη στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, δημιουργώντας ισχυρά αντικίνητρα για την ανασφάλιστη και υποδηλωμένη εργασία.
Ο αρμόδιος υφυπουργός προειδοποίησε πως αν δεν αλλάξει το σύστημα, η μέση επικουρική σύνταξη θα πέφτει συνεχώς ως ποσοστό του μέσου μισθού και από το 16% το 2020 θα βρεθεί στο 9,5% το 2060. Αντίθετα εκτίμησε πως το νέο σύστημα θα μπορεί να δίνει στην ωρίμανσή του, υψηλότερες επικουρικές συντάξεις, ενώ θα συνιστά ισχυρό αντικίνητρο στην μαύρη κι ανασφάλιστη εργασία.
Η αύξηση, μάλιστα, των αποταμιεύσεων θα οδηγήσει σε υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και εν τέλει σε υψηλότερες μελλοντικές συντάξεις. Ο ίδιος έφερε ως παράδειγμα την ΑΕΔΑΚ και την ΕΔΕΚΤ, τα οχήματα που δημιουργήθηκαν για να παρέχουν επαγγελματική διαχείριση στα αποθεματικά των Ταμείων, τα οποία παρά την μεγάλη έκθεση σε ελληνικά αξιόγραφα και παρά τις ακραίες διακυμάνσεις της ελληνικής χρηματαγοράς τα τελευταία χρόνια, σημείωσαν εξαιρετικές σωρευτικές αποδόσεις των αποθεματικών τους την περίοδο 2003 – 2020. Οι πραγματικές σωρευτικές αποδόσεις τους έφτασαν το 93% και το 67% (πραγματικές ετήσιες αποδόσεις 3,7% και 2,9%).
Από την πλευρά της η Βουλευτής Επικρατείας ΣΥΡΙΖΑ και π. Υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόλγου, υπερασπίστηκε το υπάρχον δημόσιο διανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, υπογραμμίζοντας την αντίθεση του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. στο σχέδιο της κυβέρνησης για επιβολή του κεφαλαιοποιητικού συστήματος στην επικουρική ασφάλιση.
Η κα Αχτσιόγλου επισήμανε ότι η μετατροπή του δημόσιου συστήματος επικουρικής ασφάλισης σε κεφαλαιοποιητικό, «όχι μόνο δεν είναι αναγκαία και ορθή επιλογή» αλλά «θέτει σε μεγάλο κίνδυνο και αβεβαιότητα τις συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων», καθώς «οι εισφορές των νέων ασφαλισμένων θα πηγαίνουν σε ατομικούς κουμπαράδες και δεν θα χρηματοδοτούν τις σημερινές συντάξεις», κατά συνέπεια «το κόστος μετάβασης θα είναι τεράστιο, της τάξης των 55 δισ., και η κάλυψή του θα οδηγήσει σε μειώσεις συντάξεων και επιβάρυνση των φορολογούμενων».
Επίσης, πρόσθεσε, «οι εισφορές των νέων ασφαλισμένων τίθενται σε μεγάλο επενδυτικό κίνδυνο και η εμπειρία έχει δείξει ότι στο παρελθόν υπέστησαν τεράστιες απώλειες», είναι χαρακτηριστικό ότι «οι περισσότερες χώρες που επιχείρησαν τη μετάβαση επέστρεψαν στα δημόσια διανεμητικά συστήματα, μετά από μειώσεις συντάξεων, απώλειες και τεράστιο κόστος στους προϋπολογισμούς», ενώ «οι αποδόσεις που τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα -και η κυβέρνηση- υπόσχονται στους νέους ασφαλισμένους δεν ισχύουν».
Την ανάγκη εισαγωγής κεφαλαιοποιητικού συστήματος για το σύνολο της ασφάλισης ανέλυσε ο Ομότιμος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά Μιλτιάδης Νεκτάριος, επισημαίνοντας ότι διογκώνεται το αφανές χρέος λόγω του ασφαλιστικού υπονομεύοντας την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας. Συγκεκριμένα πρότεινε τις παρακάτω παρεμβάσεις: -Διατήρηση των υφιστάμενων παροχών για όσους έχουν ασφαλιστεί μέχρι το 1992 και ομογενοποίηση των διατάξεων υπολογισμού των παροχών,
-Δημιουργία νέου συστήματος συντάξεων για τις νέες γενιές που έχουν ασφαλιστεί μετά το 1992 και μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 30% σε μια πενταετία,
-Θέσπιση κεφαλαιοποιητικού συστήματος που θα συμπληρώνει την λειτουργία του διανεμητικού, για τους νέους ασφαλισμένους μετά το 1992.
Σύμφωνα με τον κ. Νεκτάριο, με την πρόταση αυτή θα μηδενιζόταν το αφανές χρέος μετά το 2045 που θα τελείωνε η μεταβατική περίοδος για τους ασφαλισμένους πριν το 1992. Για τους νέους ασφαλισμένους το συνολικό ποσοστό αναπλήρωσης θα ήταν 55%, όσο και με το υφιστάμενο σύστημα, αλλά με μικρότερες εισφορές κατά 30%, και με μηδενική κρατική επιχορήγηση πέραν του 2045.
Ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα συντάξεων, με εισφορές 6% ετησίως, θα οδηγούσε στην πρώτη δεκαετία σε συσσώρευση αποθεματικών 50 δισεκατομμυρίων ευρώ, ενώ μέχρι το 2060 θα έφθαναν στα 400 δισεκατομμύρια ευρώ.
Την αξιοποίηση των αποθεμάτων ανθρώπινο δυναμικού που μπορούν να ενταχθούν στην αγορά εργασίας επισήμανε ο Αν. Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά Πλάτων Τήνιος, τονίζοντας ότι το ασφαλιστικό σύστημα είναι γερασμένο και θα πρέπει να βρεθούν νέες εισφορές που θα εισφέρουν στο σύστημα. Συγκεκριμένα ανέφερε σε δυο ομάδες εργαζομένων που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν όπως οι γυναίκες (οι οποίες λόγω της έλλειψης ειδικής μέριμνας από το κράτος αδυνατούν να παραμείνουν στην αγορά εργασίας προκειμένου να δημιουργήσουν οικογένεια), αλλά και οι νυν συνταξιούχοι που έχουν αποχωρήσει με ευνοϊκές ηλικιακές διατάξεις συνταξιοδότησης μπορούν και πάλι να ενταχθούν στο παραγωγικό δυναμικό της χώρας.
Ακόμη ο κ. Τήνιος αναφέρθηκε στο χάσμα κοινωνικής φροντίδας των ηλικιωμένων που θα δημιουργηθεί τα επόμενα έτη, προτείνοντας ότι θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν και να ενταχθούν στην κοινωνία και την οικονομία οι μετανάστες.
Ο καθηγητής στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου Μάνος Ματσαγγάνης επισήμανε ότι πρέπει να σταματήσει το κράτος να δίνει επιπλέον πόρους στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, καθώς είναι αναγκαία η χρηματοδότηση άλλων σημαντικών τομέων όπως η δια βίου κατάρτιση των εργαζομένων. Ο κ. Ματσαγγάνης τόνισε ότι η πανδημία έπληξε μόνο των ιδιωτικό τομέα, όταν οι συνταξιούχοι και οι δημόσιοι υπάλληλοι εξακολουθούν να έχουν τα ίδια εισοδήματα.
Με ιδιαίτερη έμφαση ανέφερε ότι ο ασφαλιστικό νόμος Κατρούγκαλου ήταν στην σωστή κατεύθυνση, όμως τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο και η υπάρχουσα κυβέρνηση τον τροποποιούν κατά το δοκούν εξυπηρετώντας συμφέροντα μικρών ομάδων ασφαλισμένων. Συγκεκριμένα ο κ. Ματσαγγάνης τόνισε ότι έπρεπε να κοπεί η «προσωπική» διαφορά που διαπιστώθηκε, κάτι που δεν τόλμησε ο ΣΥΡΙΖΑ, και να μην μεταβληθεί το καθεστώς των εισφορών για τους μη μισθωτούς, κάτι που έγινε από τη Νέα Δημοκρατία, καθώς πλέον ο μεγαλογιατρός δίνει τις ίδιες εισφορές με μια καθαρίστρια.
Όσον αφορά το νέο καθεστώς επικουρικής ασφάλισης, ο καθηγητής του Πολυτεχνείου στο Μιλάνο, τόνισε ότι μπορεί να έχει θετικές επιδράσεις αλλά χωρίς ευρεία πολιτική συναίνεση το μέλλον του είναι αβέβαιο.