Με εντατικούς ρυθμούς προχωρά το επενδυτικό πρόγραμμα της ΔΕΗ Ανανεώσιμες για την αύξηση της ισχύος ΑΠΕ της εταιρείας και στο πλαίσιο αυτό υλοποιεί ευρύ πρόγραμμα ανάπτυξης υδροηλεκτρικών μονάδων αλλά και φωτοβολταϊκών, αιολικών και γεωθερμίας. Σύμφωνα με πληροφορίες, το επενδυτικό πρόγραμμα της ΔΕΗ Ανανεώσιμες για το 2021 ανέρχεται σε 200 εκατ. ευρώ από τα οποία το 60% αφορά φωτοβολταϊκά, το 20% αιολικά, το 10% υδροηλεκτρικά και το 10% γεωθερμία. Στο πλαίσιο αυτό, προχωρούν οι συζητήσεις με την ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή, που αναθερμάνθηκαν τους τελευταίους μήνες και αφορούν την από κοινού ανάπτυξη υδροηλεκτρικών έργων.

Οι συζητήσεις  αφορούν μεταξύ άλλων, στην κατασκευή υδροηλεκτρικού στον Λάδωνα, ισχύος 10 μεγαβάτ, σε συνέχεια της συνεργασίας που έχουν οι δύο εταιρείες ήδη στο υδροηλεκτρικό του Αξιού, ισχύος 6,6 μεγαβάτ. Το χαρτοφυλάκιο των υπό ανάπτυξη μικρών υδροηλεκτρικών έργων της θυγατρικής της ΔΕΗ περιλαμβάνει 8 έργα συνολικής ισχύος 25 MW.

Η ΔΕΗ επίσης προχωρά αυτόνομα και  στην ανάπτυξη τριών νέων έργων μέσα στους επόμενους 24 μήνες, επενδύοντας συνολικά 20 εκατ. ευρώ.

Mε την ολοκλήρωση και των τριών νέων έργων, η «ΔΕΗ Ανανεώσιμες» θα ενισχύσει περαιτέρω τη θέση της στην αγορά των μικρών υδροηλεκτρικών και εκτιμάται ότι θα κατέχει μερίδιο άνω του 33% της εγκατεστημένης ισχύος στη χώρα από τη συγκεκριμένη τεχνολογία ΑΠΕ. Τα μικρά υδροηλεκτρικά είναι έργα πολλαπλής σκοπιμότητας και ανανεώσιμη πηγή ενέργειας με μεγάλη αποδοτικότητα, ποιοτική ηλεκτροπαραγωγή και μεγάλη διάρκεια ζωής. Ενισχύουν την εγχώρια προστιθέμενη αξία (έως 60-90% του κόστους της επένδυσης) και συμβάλλουν αποφασιστικά στην τοπική απασχόληση και στην αποκεντρωμένη οικονομική δραστηριότητα.

Στον τομέα των φωτοβολταϊκών, η ΔΕΗ Ανανεώσιμες συμμετείχε στις ανταγωνιστικές διαδικασίες που διοργάνωσε η ΡΑΕ το τελευταίο εννεάμηνο εξασφαλίζοντας τιμή αναφοράς για νέα φωτοβολταϊκά έργα στο Λιγνιτικό Κέντρο Δυτικής Μακεδονίας στην Κοζάνη, ισχύος 230 MW.

Στα υδροηλεκτρικά, το χαρτοφυλάκιo της εταιρείας αριθμεί 18 εν λειτουργία μικρά υδροηλεκτρικά έργα ΜΥΗΕ (συνολικά 78 MW), είτε ως 100% δικά της έργα (13 ΜΥΗΕ 57 MW) είτε σε συνεργασία με ιδιώτες επενδυτές (5 ΜΥΗΕ 21 MW). Ένας ακόμη κλάδος των ΑΠΕ στον οποίο η «ΔΕΗ Ανανεώσιμες» διαθέτει στρατηγικό πλεονέκτημα και αναμένεται να αξιοποιήσει είναι αυτός της γεωθερμίας. Μέσα στο 2020 η διοίκηση της εταιρείας πρόκειται να προχωρήσει στον πρώτο διαγωνισμό για την αξιοποίηση του γεωθερμικού πεδίου της Μήλου, ενώ σε επόμενη φάση θα αναζητηθούν δυνατότητας και την αξιοποίηση του πεδίου της Λέσβου.

“Διαβατήριο” για την επενδυτική κοινότητα η βιωσιμότητα και οι ΑΠΕ

Η στροφή στις ΑΠΕ με τις παραπάνω επενδύσεις γίνεται πράξη και αποδεικνύει ότι ένα χρόνο μετά η διοίκηση της ΔΕΗ κερδίζει και σε αυτό το πεδίο το στοίχημα. Οι δραστηριότητα σε ΑΠΕ αποδείχθηκε ιδιαίτερα αμυντική εν μέσω πανδημίας και πληθαίνουν οι επενδυτές που θέτουν ως κριτήριο τη βιωσιμότητα για να επιλέξουν τις τοποθετήσεις τους.  Πράσινα επενδυτικά κεφάλαια και χρηματοδοτικοί οργανισμοί όπως η ΕΤΕΠ, η οποία δεν χρηματοδοτεί επενδύσεις που σχετίζονται με τον άνθρακα επικροτούν και στηρίζουν τη στροφή αυτή της ΔΕΗ.  Ήδη από φέτος η εταιρεία περιόρισε τις επενδύσεις της σε λιγνίτη και ορυχεία, ενώ προχωρά το επενδυτικό πρόγραμμα στις ΑΠΕ με στόχο το 2024 η εταιρεία να έχει εγκατεστημένη ισχύ άνω του 1GW.

Μεθαύριο τα αποτελέσματα εξαμήνου

Την Πέμπτη, 3 Σεπτεμβρίου 2020, μετά τη λήξη της συνεδρίασης του Χρηματιστηρίου Αθηνών, θα ανακοινωθούν τα οικονομικά αποτελέσματα της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού Α.Ε. για το Α’ εξάμηνο 2020, όπως ανακοίνωσε σήμερα η Επιχείρηση.

Στα αποτελέσματα θα έχουν καταγραφεί τα έσοδα από τις δύο τιτλοποιήσεις που προχώρησε η ΔΕΗ μέσα στο καλοκαίρι. Το συνολικό ποσό που εξασφάλισε η ΔΕΗ είναι έως 600 εκατ. ευρώ μέσω δύο συναλλαγών: η πρώτη με την J.P. Morgan αφορά σε ληξιπρόθεσμες οφειλές μικρότερου ρίσκου διάρκειας έως 60 ημερών συνολικού ύψους 260 εκατ. ευρώ. Το ποσό που θα αντληθεί θα κυμανθεί από 200 έως 250 εκατ. ευρώ  και τιμολογήθηκε στο 3,5%. Η δεύτερη συναλλαγή με την Pimco έγινε επίσης με ενέχυρο απαιτήσεις υψηλού ρίσκου (junk) άνω των 90 ημερών συνολικού ύψους 1,7 δισ. ευρώ. Θα αντληθούν από 300 έως 350 εκατ. ευρώ με επιτόκιο 6,8%.