Νέος γύρος συζητήσεων για την αναχρηματοδότηση του δανεισμού της Χαλυβουργίας Ελλάδος της οικογένειας Μάνεση έχει ξεκινήσει μετά την απόκτηση μέρος του δανεισμού της εταιρείας από το αμερικάνικο fund HIG Capital.

Σημειώνεται ότι πριν δύο περίπου μήνες το εν λόγω fund εξαγόρασε από την Eurobank το δάνειο των 52 εκατ. ευρώ και ήδη, σύμφωνα με πληροφορίες, έχει κάνει κάποιες πρώτες επαφές με τη διοίκηση της εταιρείας.

Έτσι μετά από δύο χρόνια διαπραγματεύσεων… οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται, σε άλλο επίπεδο αυτή τη φορά, με δεδομένο ότι το αμερικάνικο fund έχει αγοράσει το δάνειο των 52 εκατ. ευρώ  στο 15% της αξίας τους. Σε πρώτη φάση οι συζητήσεις κυρίως πραγματοποιούνται μεταξύ των τραπεζών και του fund HIG προκειμένου να έχουν μια κοινή γραμμή στην πρότασή τους προς την εταιρεία.

Τους επόμενους μήνες αναμένεται να δοθεί από τις τράπεζες η τελική πρόταση για την αναχρηματοδότηση του δανείου των 330 εκατ. ευρώ προς τις Alpha Bank, Πειραιώς, ΕΤΕ και AtticaBank., ενώ σημειώνεται ότι ο δανεισμός αυτός  δεν εξυπηρετείται από την Χαλυβουργία Ελλάδος, πλην κάποιων τόκων, εδώ και αρκετά χρόνια.

Σημειώνεται  ότι η  Χαλυβουργία Ελλάδος το 2018, σύμφωνα με πληροφορίες παρουσίασε έσοδα 190 εκατ. ευρώ και θετικό EBITDA άνω των 5 εκατ. ευρώ και στόχος για φέτος είναι να καταφέρει να παρουσιάσει αντίστοιχα μεγέθη.

Τα προβλήματα άρχισαν το 2011

Για την επιχείρηση της οικογένειας Μάνεση τα προβλήματα  δημιουργήθηκαν το 2011 λόγω του ενεργειακού κόστους και των διεθνών εξελίξεων στον κλάδο,  και τότε η εταιρεία ζήτησε από τις τράπεζες ομολογιακό δάνειο 265 εκατ. ευρώ για να αναχρηματοδοτήσει μέρος του δανεισμού της. Ο συνολικός δανεισμός ξεπερνούσε τα 200 εκατ. ευρώ και επικεφαλής τέθηκε η Alpha Bank με 140 εκατ. ευρώ, ενώ ακολούθησαν η Πειραιώς με 45 εκατ., η Eurobank με 40 εκατ., η Αττικής με 5 εκατ. και η Proton με 5 εκατ. ευρώ. Παρά την έκδοση του δανείου έκλεισε η μονάδα στον Ασπρόπυργο τον Ιούλιο του 2012 και η εταιρεία έμεινε πρακτικά με τις μικρές μονάδες του Βόλου και του Βελεστίνου.

Το 2013 οι τράπεζες με leader την Alpha Bank και αφού η εταιρεία έχει κλείσει το μεγάλο εργοστάσιο στον Ασπρόπυργο πραγματοποίησαν  νέα αναχρηματοδότηση του ομολογιακού με κοινοπρακτικό (174 εκατ. ευρώ η Alpha, 51 εκατ η Πειραιώς, 51 εκατ. η Eurobank, 34 εκατ. η ΕΤΕ και 5 εκατ. η Attica) το οποίο τελικά όμως δεν εξυπηρετήθηκε.

Εδώ και δύο χρόνια, οι πιστώτριες τράπεζες ζήτησαν από ανεξάρτητο συμβουλευτικό οίκο, την Alvarez & Marshal, σχετική μελέτη προκειμένου να εκτιμηθούν οι προοπτικές, η βιωσιμότητα του κάθε ομίλου και το συνολικό μοντέλο διαχείρισης του προβλήματος. Η μελέτη προτείνει μεταξύ άλλων η οριστική διακοπή λειτουργίας κάποιων παραγωγικών μονάδων, περαιτέρω ενέργειες ελέγχου των λειτουργικών δαπανών όσων μείνουν ανοικτές, συγχωνεύσεις και είσοδος στρατηγικών επενδυτών που θα μπορούσαν να εισφέρουν χρήματα, αλλά και τεχνογνωσία. Συστήθηκε, όμως, και η αναδιάρθρωση των υποχρεώσεων του κλάδου, δηλαδή «κούρεμα», ώστε να μπορούν να είναι βιώσιμα όποια σχήματα απομείνουν.

Ισχυρός ανταγωνισμός στις εξαγωγές το 2019

Ωστόσο το 2019 είναι μια δύσκολη χρονιά καθώς η διεθνής συγκυρία αποτελεί πρόκληση για τις ελληνικές εξαγωγές. Ενώ το 2019 τα δημόσια έργα παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα και η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα σημειώνει μικρή μόνο άνοδο φέτος οι εξαγωγές χαλυβουργικών πιέζονται από το διεθνή ανταγωνισμό. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι τιμές των χαλυβουργικών διεθνώς  πιέζονται προς τα κάτω καθώς οξύνεται ο ανταγωνισμός, συνέπεια των δασμών Τραμπ.

Απαντώντας η Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε   πλαφόν στις εισαγωγές από τρίτες χώρες στην ευρωπαϊκή αγορά, με αποτέλεσμα να έχει οξυνθεί ο ανταγωνισμός στις τιμές  των χαλυβουργικών προϊόντων τόσο στις ευρωπαϊκές αγορές όσο και στις αγορές των τρίτων χωρών. Oι εξαγωγές αν και αποτελούν σημαντική διέξοδο για την ελληνική βιομηχανία, έχουν χαμηλά περιθώρια κέρδους και οι ελληνικές εταιρίες δεν είναι ανταγωνιστικές, αφού οι διεθνείς ανταγωνιστές τους επωφελούνται από χαμηλότερο ενεργειακό κόστος και πολιτικές στήριξης. Επίσης στην Ελλάδα, ακόμη και το σκραπ που απαιτείται για να παραχθεί χάλυβας πρέπει να εισαχθεί, ανεβάζοντας το κόστος παραγωγής.

Την ίδια στιγμή η ελληνική αγορά δεν έχει ανακάμψει.

Στην Eλλάδα, η εγχώρια ζήτηση από 2,5 εκατ. τόνους το 2007 έχει υποχωρήσει στους 500.000 τόνους το 2016 λόγω της πτώσης και τελικά της καταβαράθρωσης της οικοδομικής δραστηριότητας, αλλά και της στασιμότητας γύρω από big projects, και το 2017 στους 350.000 τόνους. Άλλοι 500.000 τόνοι είναι οι εξαγωγές χάλυβα, την ώρα που το capacity των ελληνικών εταιριών είναι περίπου 4 εκατ. τόνοι.

Για την ελληνική αγορά, η ελπίδα είναι την εκκίνηση μεγάλων έργων, όπως του Eλληνικού, της γραμμής 4 του μετρό, του αεροδρομίου του Kαστελίου στην Kρήτη, των επεκτάσεων των οδικών αξόνων κ.α. μπορεί να  «αναθερμανθεί» και ο κλάδος της χαλυβουργίας στην Ελλάδα.