ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
«Η συμφωνία της 21ης Ιουνίου για τη ρύθμιση του χρέους αποτελεί ένα παράθυρο ευκαιρίας για την επιστροφή της χώρας στην κανονικότητα και τη διατηρήσιμη ανάπτυξη», τονίζει σε άρθρο του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής, πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Χαράλαμπος Γκότσης, σημειώνοντας ότι «με την επιμήκυνση της αποπληρωμής και την περίοδο χάριτος στην καταβολή τόκων για τα 130,9 δισ. ευρώ του δανείου του EFSF μέχρι το 2033, παρέχεται στη χώρα εκτός από μια ελάφρυνση σε όρους καθαράς παρούσας αξίας, μια αναγκαία ασφάλεια στην εξυπηρέτησή του για μια 15ετία».
«Έτσι το χρέος μας», συνεχίζει, «ανεξάρτητα από το ονομαστικό του μέγεθος ή από τη σχέση του ως προς το ΑΕΠ, καθίσταται μέχρι τότε βιώσιμο, συνοδευόμενο μάλιστα με μια πρόβλεψη στη συμφωνία για επανεξέταση, μετά τη λήξη της περιόδου αυτής. Αυτό σημαίνει ότι το 2033 δε θα μας περιμένει η χρεοκοπία αλλά μια νέα διαπραγμάτευση».
Ο κ. Γκότσης υπογραμμίζει ότι «σε μια γενική εκτίμηση για τη συμφωνία είναι ανάγκη να ξεκαθαρίσουμε ότι πρόκειται για προϊόν διαπραγμάτευσης μεταξύ κυβερνητικών και πολιτικών παραγόντων, οι οποίοι έχουν να αντιμετωπίσουν τα δικά τους εσωτερικά προβλήματα σε σχέση με το ελληνικό ζήτημα».
Συνεπώς, επισημαίνει, είναι «άστοχη η καλοπροαίρετη σαφώς άποψη ορισμένων συναδέλφων πανεπιστημιακών, ότι θα μπορούσε να είναι και καλύτερη π.χ. αν περιείχε χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, ώστε να διευκολύνεται καλύτερα η αναπτυξιακή διαδικασία.
Όμως, όποιος ασκεί πρακτική οικονομική πολιτική διαπιστώνει πολύ γρήγορα, ότι η αναζήτηση της «άριστης» λύσης είναι υπόθεση των πανεπιστημιακών εργαστηρίων και όχι των αιθουσών διαπραγμάτευσης. Συνεπώς ας είμαστε ρεαλιστές και ας δούμε τι μας προσφέρει η λύση που δόθηκε και το κυριότερο πως μπορούμε να την αξιοποιήσουμε».
«Με δεδομένη», συνεχίζει, «τη μακροοικονομική ισορροπία, τόσο στο δημοσιονομικό όσο και στο επίπεδο τρεχουσών συναλλαγών του ισοζυγίου πληρωμών, η οποία αποκαταστάθηκε μετά τον εκτροχιασμό των ετών 2007-2009, μια καλή συμφωνία για το χρέος θα πρέπει να εξυπηρετεί δύο βασικούς στόχους οικονομικής πολιτικής:
Πρώτον, να διασφαλίζει τη χρηματοδότηση του δημοσίου με επαρκή και με χαμηλό κόστος κεφάλαια απευθείας από τις αγορές και δεύτερον, να δημιουργεί προϋποθέσεις προσέλκυσης κεφαλαίων από το εξωτερικό για τη διενέργεια επενδύσεων καθώς και ευνοϊκό περιβάλλον στην άντληση ρευστότητας με χαμηλό κόστος τόσο από τις τράπεζες όσο και από τις επιχειρήσεις».
Σε ότι αφορά την «καθαρή έξοδο» στις αγορές, ο κ. Γκότσης αναφέρει ότι «εξασφαλίζεται τόσο με την επιμήκυνση της ωρίμανσης των δανείων του EFSF και τη συνακόλουθη περίοδο χάριτος για μια 15ετία από σήμερα, όσο και από το ενισχυμένο μαξιλάρι ρευστότητας των 24,1 δις ευρώ για παν ενδεχόμενο προσωρινού αποκλεισμού από τις αγορές.
Συνεπώς και οι πλέον δύσπιστοι επικριτές θα πρέπει να δεχθούν, ότι το Grexit βρίσκεται πλέον οριστικά εκτός συζήτησης και ότι ο κίνδυνος χώρας έχει σημαντικά περιοριστεί. Συνέπεια αυτού θα είναι όχι μόνο η συμμετοχή των ενδιαφερόμενων Funds στις εκδόσεις πχ. δεκαετών ομολόγων, σε ένα προστατευμένο περιβάλλον, αλλά και με σχετικά χαμηλότερες αποδόσεις, αφού γνωρίζουν ότι η χώρα θα είναι πλέον σε θέση να τα αποπληρώσει στη λήξη τους, λόγω των μέτριων αναγκών της για την εξυπηρέτηση του χρέους.
Απόδειξη η γρήγορη αποκλιμάκωση των σχετικών επιτοκίων κάτω από το ψυχολογικό όριο του 4%, μετά την απόφαση».
«Εξάλλου», προσθέτει, «είναι πρόδηλο, ότι η ευνοϊκή για τη χώρα ρύθμιση του δημοσίου χρέους θα έχει θετικές επιπτώσεις και στη διαμόρφωση του κόστους χρήματος, τόσο για τις τράπεζες όσο και για τις επιχειρήσεις με την αποκλιμάκωση των επιτοκίων. Οι τράπεζες θα επιχειρήσουν άμεσα την άντληση κεφαλαίων με έκδοση καλυμμένων ομολογιών, ενώ μεγάλες και μεσαίες επιχειρήσεις θα δοκιμάσουν την αποδοχή τους στις διεθνείς αλλά και στην εγχώρια αγορά ομολόγων. Σε κάθε περίπτωση, η αποκλιμάκωση των επιτοκίων των τίτλων του δημοσίου θα παρασύρει προς τα κάτω και τα επιτόκια προμήθειας κεφαλαίων από τις τράπεζες όπως και τα επιτόκια δανεισμού των επιχειρήσεων».
«Σημαντική», επισημαίνει, «θα είναι επίσης και η επίδραση της συμφωνίας στην προσέλκυση επενδύσεων από το εξωτερικό, είτε πρόκειται για επενδύσεις χαρτοφυλακίου, είτε πρόκειται για άμεσες ξένες επενδύσεις. Ο κίνδυνος χώρας και οι αναταράξεις στο πολιτικό σκηνικό της χώρας αποτελούσαν μέχρι τώρα το κυριότερο εμπόδιο για την απροθυμία ξένων Funds να επενδύσουν στην Ελλάδα.
Απόδειξη, ότι στις παρουσιάσεις που πραγματοποιούνται στη νέα Υόρκη και στο Λονδίνο, το ενδιαφέρον των επενδυτών εστιάζονταν κυρίως στο θέμα της ελάφρυνσης του χρέους και της συνακόλουθης ομαλοποίησης στην εξυπηρέτησή του και λιγότερο σε ειδικά χρηματιστηριακά θέματα.
Μετά τη συμφωνία, το ενδιαφέρον στρέφεται στην ουσία των επιλογών, που έχουν σχέση με τη βιωσιμότητα και τις προοπτικές συγκεκριμένων επιχειρήσεων και συνεπώς στις αποδόσεις από μια πιθανή τοποθέτησή τους».
«Συμπερασματικά, αυτό που πρέπει πλέον, μετά από το κλείσιμο του μετώπου του χρέους, να μας απασχολεί, είναι η αξιοποίηση κάθε πρόσφορου τρόπου για την ανάταξη της οικονομίας μας, τη διεύρυνση της παραγωγικής βάσης, την αύξηση των εισοδημάτων και της απασχόλησης, στο πλαίσιο του αναπτυξιακού προγράμματος που προτάσσει την ενίσχυση της εξωστρέφειας και της καινοτομίας.
Ως εθνικός μας στόχος εκ των πραγμάτων για την επόμενη μέρα αναδεικνύεται η διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη, η οποία απαιτεί εθνική κινητοποίηση με πρώτο και καλύτερο το κράτος που θα πρέπει να διαμορφώσει ένα φιλικό για τις επενδύσεις περιβάλλον, προσφέροντας τους μηχανισμούς αλλά και τις ρυθμιστικές πολιτικές που να διευκολύνουν την υγιή οικονομική δραστηριότητα που παράγει πλούτο και θέσεις εργασίας.
Απαραίτητη προϋπόθεση σε κάθε περίπτωση είναι, η συνέχιση της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής καθώς και η επιμονή στην εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες είναι σε θέση να αντισταθμίσουν ένα μέρος από την αναπτυξιακή δυναμική που μας στερούν τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα», καταλήγει στο άρθρο του ο πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.