Ανάπτυξη 10% το ερχόμενο έτος, υψηλότερη από τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, αλλά και της Κομισιόν που κάνουν λόγο για αναπτυξιακό άλμα 7,9% το 2021, προβλέπει το βασικό σενάριο της Capital Economics για την Ελλάδα που στο τελευταίο ενημερωτικό σημείωμά της σκιαγραφούσε ζοφερή εικόνα για τη χώρα.

Σε δηλώσεις της στο mononews.gr, η Melanie Debono, συντάκτρια της έκθεσης της Capital Economics, διευκρινίζει ότι δεδομένης της τρέχουσας κατάστασης, δεν μπορεί κανείς να προβλέψει με ακρίβεια, παρά μόνο να υποθέσει, πόσο βαθιά θα είναι η ύφεση της οικονομίας, αλλά και ποια θα είναι η κλίμακα οποιασδήποτε ανάκαμψης. Ωστόσο, το βασικό σενάριο της Capital Economics για την ελληνική οικονομία προβλέπει συρρίκνωση 15% το 2020, για να ακολουθήσει στη συνέχεια ανάπτυξη 10% το 2021 και 3% το 2022.

Σε ό,τι αφορά την ύφεση του 15%, η οποία, ως ποσοστό, υπερβαίνει τόσο τις εκτιμήσεις της Κομισιόν για τη χώρα όσο και τις προβλέψεις της ίδιας της κυβέρνησης, η Capital Economics στηρίζει την εκτίμησή της στα εξής σημεία:

1) Στο γεγονός ότι η Ελλάδα είχε μόλις αρχίσει να βλέπει φως στην άκρη του τούνελ μετά την κρίση στην Ευρωζώνη, όταν χτύπησε η πανδημία και τα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης που έχει λάβει η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη θα αμβλύνουν μεν το πλήγμα βραχυπρόθεσμα, αλλά εγείρουν ξανά ερωτηματικά σε ό,τι αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους μετά το πέρας της πανδημίας.

2) Στη διαπίστωση ότι πολλοί Έλληνες εξαγωγείς αντιμετωπίζουν ήδη σοβαρές δυσκολίες και ο τουριστικός τομέας, ο οποίος αντιστοιχεί στο 20% του ελληνικού ΑΕΠ, έχει σταματήσει να λειτουργεί. Επιπλέον, η διάρθρωση της οικονομίας καθιστά την κατανάλωση των νοικοκυριών πιο ευάλωτη απ’ ό,τι σε άλλες χώρες (βλ. Γράφημα 55).

3) Στο γεγονός ότι, παρά το πρόγραμμα της αποζημίωσης ειδικού σκοπού, χάνονται θέσεις εργασίας. Μάλιστα, η Capital Economics προβλέπει κορύφωση της ανεργίας γύρω στο 25%.

4) Στο ότι οι εγγυήσεις δανείων θα βοηθήσουν τις τράπεζες να αντιμετωπίσουν το θέμα των χρεοκοπιών βραχυπρόθεσμα. Το γεγονός, όμως, ότι κλείνουν επιχειρήσεις θα οδηγήσει σε αύξηση των «κόκκινων» δανείων, τα οποία εκτιμάται ότι θα αυξηθούν κοντά στο 50% του συνόλου των δανείων.

5) Αν και τα δημοσιονομικά μέτρα (αξίας 7,5% του ΑΕΠ) θα αμβλύνουν το πλήγμα για την οικονομία, θα οδηγήσουν παράλληλα σε διόγκωση του χρέους πάνω από το 200% το 2020. Το θετικό είναι ότι η ένταξη της Ελλάδας στο QE της ΕΚΤ θα περιορίσει λογικά την αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους.

Με βάση όλα αυτά, η ελληνική οικονομία υπολογίζεται ότι θα συρρικνωθεί περίπου στο 40% του μεγέθους που είχε το 2007, δηλαδή πριν ξεσπάσει η κρίση χρέους. Και είναι πιθανό, σύμφωνα με τους οικονομολόγους της Capital Economics, παρά τη μεγάλη ανάκαμψη του 2021, να χρειαστεί πάνω από μία δεκαετία για να επιστρέψει η Ελλάδα στο μέγεθος που είχε η ελληνική οικονομία προ κρίσης.

Ωστόσο, όπως επισημαίνει στο mononews.gr η κ. Debono, η Ελλάδα θα μπορούσε να επιταχύνει τη διαδικασία ανάκαμψής της τόσο σε επίπεδο επιχειρηματικής δραστηριότητας όσο και σε επίπεδο ΑΕΠ. Το «κλειδί» είναι, όπως λέει, οι επενδύσεις.

«Δεδομένου ότι οι επενδύσεις ήταν 60% κάτω από το επίπεδο στο οποίο βρίσκονταν το 2007 ακόμη και πριν ξεσπάσει η πανδημία, το focus πρέπει να παραμείνει στην τόνωση των επενδύσεων, δημόσιων και ιδιωτικών», τονίζει.

Υπάρχουν διαρθρωτικές αλλαγές που θα μπορούσαν να γίνουν για να βελτιωθούν οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και να επιστρέψει, ει δυνατόν, ταχύτερα στα προ κρίσης επίπεδα;

Σε αυτό το σημείο, η οικονομολόγος της Capital Economics σημειώνει ότι δεδομένης της κατάστασης που επικρατεί σήμερα θα είναι δύσκολο για όλες τις χώρες της Ευρωζώνης, όχι μόνο για την Ελλάδα, να επιστρέψουν στα προ κρίσης χρέους επίπεδα.

«Η αλήθεια είναι ότι υποψιαζόμαστε πως όλες οι οικονομίες της Ευρωζώνης θα παραμείνουν κάτω από τα επίπεδα στα οποία θα μπορούσαν να βρίσκονται σήμερα εάν η τάση στους ρυθμούς ανάπτυξης που καταγραφόταν προ κρίσης συνεχιζόταν κανονικά μέχρι το 2022», σημειώνει.

Σε ό,τι αφορά τώρα συγκεκριμένα την Ελλάδα, όπως έχει ήδη επισημάνει η Capital Economics, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει σημειώσει πρόοδο με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις (π.χ. βελτίωση φοροεισπράξεων/μεταρρύθμιση δικαστικού/τραπεζική μεταρρύθμιση κλπ.). «Η προσπάθεια να επανέλθουν οι μεταρρυθμίσεις αυτές την κορυφή της ατζέντας εξακολουθεί να είναι ζωτικής σημασίας για να μπορέσει να ορθοποδήσει για τα καλά η ελληνική οικονομία», σημειώνει η οικονομολόγος της Capital Economics.

Ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόσκομμα που πρέπει να ξεπεράσουμε, ως χώρα, μέσα στους επόμενους μήνες ή τα επόμενα χρόνια για να πούμε ότι η Ελλάδα κατάφερε να σημειώσει αξιόπιστη ανάκαμψη;

Το μεγαλύτερο εμπόδιο που αντιμετωπίζουν όλες οι χώρες της Ευρωζώνης, λέει η κ. Debono, είναι να διασφαλίσουν ότι ο κόσμος που χάνει τη δουλειά του καταφέρνει να ενταχθεί και πάλι στο εργατικό δυναμικό μόλις περάσουν όλα αυτά και ότι η παραγωγικότητα θα επιστρέψει εκεί που βρισκόταν πριν ξεσπάσει η πανδημία της Covid-19. Χωρίς αυτό, η ανάπτυξη θα παραμείνει υποτονική, τονίζει.

Δύσκολα τα πράγματα για τον ελληνικό τουρισμό

Το γεγονός ότι η Ελλάδα φαίνεται ότι κατάφερε να περιορίσει με επιτυχία την πρώτη φάση της πανδημίας δεν θα λειτουργήσει θετικά για τον τουρισμό και τις ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα;

«Όχι», απαντά κατηγορηματικά η κ. Debono. Η προφανής επιτυχία της Ελλάδας στον περιορισμό του ιού δεν θα αποτρέψει το μεγάλο πλήγμα στον τουριστικό τομέα, λέει. Τονίζει δε ότι αυτό ισχύει ακόμη και αν ο τουριστικός τομέας ανοίξει νωρίτερα από το αναμενόμενο.

Αυτό συμβαίνει, εξηγεί, επειδή ακόμη κι αν η Ελλάδα άρει την απαγόρευση πτήσεων, άλλες χώρες μπορεί να μην τον κάνουν. Και, επιπλέον, κάποιες αεροπορικές εταιρείες μπορεί κάλλιστα να αποφασίσουν να μην πετάξουν.

Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μια κατάσταση όπου ο κόσμος είναι επιφυλακτικός μπροστά στην προοπτική ενός αεροπορικού ταξιδιού για κάποιο διάστημα (φοβούμενος μην κολλήσει τον ιό), λέει. Αυτό, όμως, θα κάνει μη βιώσιμο το κόστος των πτήσεων, προσθέτει.

Σημειώνει ακόμη ότι λόγω της κρίσης της πανδημίας είναι πιθανό να κλείσουν πολλές επιχειρήσεις εκτός Ελλάδας. Επίσης, και αφού περάσει η κρίση, πολλές ξένες εταιρείες θα είναι πολύ πιο επιφυλακτικές ως προς το πού επενδύουν, πού βάζουν τα χρήματά τους. Επομένως, «το γεγονός ότι η Ελλάδα κατάφερε να περιορίσει τη διασπορά του ιού δεν θα λειτουργήσει ως καταλύτης για την εισροή ξένων επενδύσεων» στη χώρα, καταλήγει η κ. Debono.