Ο Bernard Arnault, ο επικεφαλής του παγκόσμιου κολοσσού ειδών πολυτελείας LVMH, δέχεται έντονη κριτική από γαλλικούς ομίλους μέσων ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων που ελέγχει ο ίδιος, σχετικά με ένα σημείωμα που έστειλε σε κορυφαία στελέχη της επιχείρησης του, απαγορεύοντας τους τις επαφές με συγκεκριμένα ειδησεογραφικά πρακτορεία.

Σύμφωνα με την The Telegraph, με υπόμνημα προς τους ανώτερους υπαλλήλους, ο δισεκατομμυριούχος έβαλε τέλος στην ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών με τον Τύπο και κατονόμασε επτά media που υπόκεινται σε «απόλυτη απαγόρευση».

Στο ηλεκτρονικό μήνυμα που παραθέτει αυτολεξεί η La Lettre, ο Arnault αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «τα ειδησεογραφικά πρακτορεία αναζητούν “εμπιστευτικές” πληροφορίες από εσωτερικές πηγές εκτός των διαύλων επικοινωνίας που έχουμε δημιουργήσει, ενώ οι λεγόμενες ερευνητικές ιστοσελίδες επιδιώκουν να δημοσιεύσουν, κυρίως με αρνητική προκατάληψη, δήθεν εμπιστευτικές επιστολές, εκμεταλλευόμενες το ενδιαφέρον του κοινού για τη βιομηχανία της πολυτέλειας, για να προσελκύσουν νέους αναγνώστες με εντυπωσιακούς τίτλους».

Επισήμανε ακόμη ότι: «καταδικάζει επισήμως κάθε συμπεριφορά που συνίσταται στη διατήρηση σχέσεων με αδίστακτους δημοσιογράφους, τροφοδοτώντας τους με πληροφορίες και σχόλια σχετικά με τις δραστηριότητες του ομίλου».

Επίσης, «[υπενθύμισε] σε όλους την επίσημη απαγόρευση της διάδοσης πληροφοριών και σχολίων σχετικά με την οικογένεια» και προειδοποίησε: «θα είμαι αμείλικτος απέναντι σε οποιαδήποτε παραβίαση αυτών των κανόνων, η οποία θα σήμαινε για μένα απαράδεκτη έλλειψη αφοσίωσης».

«Οποιαδήποτε παραβίαση (και αυτό θα γίνει αναπόφευκτα γνωστό) θα θεωρηθεί ως σοβαρό παράπτωμα και θα έχει τις ανάλογες συνέπειες».

Στη μαύρη λίστα του Arnault – η περιουσία του οποίου ανέρχεται στα 174 δισ. δολ. σύμφωνα με το Forbes – βρίσκονται οι εφημερίδες La Lettre, Glitz Paris, Miss Tweed, L’Informé, Puck, Mediapart και Le Canard.

Οι αντιδράσεις

Η επιστολή προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση των Γάλλων δημοσιογράφων, οι οποίοι κατηγόρησαν τον πλουσιότερο άνθρωπο της Ευρώπης ότι προσπαθεί να στερήσει από το προσωπικό του την ελευθερία του λόγου.

Σε μια ανοιχτή επιστολή που δημοσιεύθηκε στη Le Monde, έγραψαν: «Τόσο εντός όσο και εκτός των επιχειρήσεων, οι εργαζόμενοι απολαμβάνουν την ελευθερία της έκφρασης. Η αφοσίωση τους δεν πρέπει να επιτρέπει στους εργοδότες τους να τους στερούν τα θεμελιώδη δικαιώματά τους, απαγορεύοντας κάθε επαφή με άτομα της επιλογής τους».

«Μια τέτοια καθολική απαγόρευση είναι επίσης παράνομη, καθώς επιχειρεί να ακυρώσει τους κανονισμούς που προστατεύουν τους πληροφοριοδότες».

Η επιστολή υπογράφηκε από συνδικάτα που εκπροσωπούν δημοσιογράφους σε πλήθος γαλλικών εκδόσεων, συμπεριλαμβανομένων των Les Echos και Le Parisien, οι οποίες ανήκουν αμφότερες στον Bernard Arnault.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο δισεκατομμυριούχος, στην αυτοκρατορία του οποίου ανήκουν μάρκες πολυτελείας όπως η Louis Vuitton, η Dior, η Tiffany και η Moët Hennessy, συγκρούεται με τους δημοσιογράφους.

Το προσωπικό της οικονομικής εφημερίδας Les Echos πραγματοποίησε την πρώτη του απεργία μετά από 16 χρόνια το περασμένο καλοκαίρι, εν μέσω διαμάχης για την ανεξαρτησία των συντακτών.

Οι δημοσιογράφοι διαμαρτυρήθηκαν για την απομάκρυνση του εκδότη Nicolas Barré, η οποία, όπως είπαν, ήταν η απάντηση στην εφημερίδα που δημοσίευσε μη κολακευτικές ιστορίες για τον κύριο Arnault και την LVMH.

Ο αυξανόμενος έλεγχος του Arnault στα γαλλικά μέσα ενημέρωσης έχει πυροδοτήσει ισχυρισμούς ότι προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τα media του για να αποκτήσει πολιτική επιρροή και να καταπνίξει την κριτική στα επιχειρηματικά του συμφέροντα.

Εκτός από τους δύο τίτλους εφημερίδων, ο δισεκατομμυριούχος κατέχει επίσης τη Radio Classique και μια σειρά από επιχειρηματικά έντυπα, ενώ βρίσκεται κοντά στην εξαγορά του κουτσομπολίστικου περιοδικού Paris Match.

Διαβάστε επίσης:

LVMH (Louis Vuitton): Γιατί κινδυνεύει να γίνει ο μεγάλος χαμένος της εμπορικής διαμάχης Κίνας-ΕΕ

H LVMH στην Formula 1: Συζητήσεις για να γίνει μεγάλος χορηγός της κορυφαίας διοργάνωσης

LVMH-Kering: Γιατί οι μετοχές των οίκων πολυτελείας μπήκαν στο στόχαστρο της BofA