Την περαιτέρω ανάπτυξή της στην Ελλάδα σχεδιάζει η αμερικάνικη εταιρεία τεχνολογίας, εισηγμένη στο NASDAQ, Ansys, η οποία δραστηριοποιείται στην Ελλάδα από τις αρχές του 2019, με κέντρο Έρευνας και Ανάπτυξης (Ε&Α) έπειτα από την εξαγορά της ελληνικής εταιρείας Helic.

Σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή της Ansys Hellas, Μπάμπη Μπακολιά, η εταιρεία  παγκόσμιος ηγέτης στην μηχανική προσομοίωση, «επιθυμεί να μεγαλώσει το υφιστάμενο κέντρο Ε&Α των 50 (από 36 το 2019) εργαζομένων στην Ελλάδα στους 200 την επόμενη τριετία, προσλαμβάνοντας υψηλής εξειδίκευσης προσωπικό, το οποίο θα εξυπηρετήσει και άλλα Business Units πέρα από αυτό στο οποίο έχει ενσωματωθεί η Helic. Αυτό θα σημαίνει νέες θέσεις εργασίας όχι μόνο για Ηλεκτρολόγους Μηχανικούς, Φυσικούς και Μαθηματικούς, αλλά και για Μηχανολόγους, Χημικούς και Πολιτικούς Μηχανικούς».

Όπως είναι γνωστό η Ε&Α λειτουργεί ως καταλύτης για τη δημιουργία θέσεων εργασίας υψηλής αξίας και παράλληλα τροφοδοτεί την επιχειρηματικότητα με υψηλής ανταγωνιστικότητας, καινοτομία η οποία δύσκολα αντιγράφεται.

Οι εταιρείες λογισμικού και ιδιαίτερα Ε&Α, τείνουν να είναι υψηλής έντασης γνώσης με τη μισθοδοσία να αποτελεί περίπου το 70% – 80% του λειτουργικού κόστους τους. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν παγκοσμίως οι εταιρείες αυτές προκειμένου να αναπτυχθούν είναι η ανεύρεση υψηλής ποιότητας ταλέντου (Talent War). Το έλλειμα ταλέντου έχει εκτοξεύσει τις μισθοδοσίες σε κορεσμένες περιοχές όπως στο Silicon Valley και λιγότερο στην Κεντρική Ευρώπη, οδηγώντας σε μετακινήσεις μεγάλων επιχειρήσεων.

Σύμφωνα με τον κ. Μπακολιά «η Ελλάδα, με το θεωρητικά υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, τις σχετικά χαμηλές (προς το παρόν) μισθοδοσίες και τον μεγάλο κατ’ αναλογία πληθυσμού αριθμό αποφοίτων θετικών επιστημών, μπορεί να θεωρηθεί ως πρακτικά παρθένο έδαφος για τις πολυεθνικές», ωστόσο, όπως επισημαίνει:

«Η χώρα δεν παρέχει ουσιαστικά οικονομικά κίνητρα μείωσης του κόστους μισθοδοσίας Ε&Α, σε αντίθεση με την πλειονότητα άλλων χωρών του ΟΑΣΑ που ανταγωνίζονται έντονα για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και καταλήγουν να έχουν συγκρίσιμο κόστος μισθοδοσίας με τη χώρα μας. Ο απόλυτος αριθμός των αποφοίτων είναι μικρός συγκριτικά με άλλες μεγαλύτερες χώρες (π.χ. Γερμανία, Ινδία, Καναδάς κ.α.). Δεν υπάρχει ώριμο εγχώριο οικοσύστημα Ε&Α για την προσέλκυση έμπειρων στελεχών ώστε να επιταχυνθεί η στελέχωση νέων επενδύσεων.

Το εκπαιδευτικό μας σύστημα παράγει αποφοίτους των οποίων οι ψηφιακές ικανότητες δεν είναι «βιομηχανικού επιπέδου», αυξάνοντας έτσι για τις επιχειρήσεις το εσωτερικό κόστος εκπαίδευσης των νέων αποφοίτων έως ότου γίνουν παραγωγικοί.»

Όπως επισημαίνει στο mononews κ. Μπακολιάς «για να βοηθήσει η Πολιτεία τις εταιρείες τεχνολογίας να δημιουργήσουν νέα ή να ενδυναμώσουν τα υφιστάμενα κέντρα Ε&Α και ταυτόχρονα να ενισχύσει το ατροφικό (προς το παρόν) εγχώριο οικοσύστημα Ε&Α, πρέπει να δώσει μεσοπρόθεσμα μία δυτικότερη και σταθερότερη χροιά στην οικονομία της και ειδικότερα:

Α) Να θεσπίσει μόνιμα κίνητρα μείωσης εργοδοτικού κόστους για δραστηριότητες Ε&Α. Τα ήδη θεσπισμένα, αμιγώς φορολογικά κίνητρα είναι ακατάλληλα για  startup ή για τη δημιουργία κέντρων Ε&Α. Αυτό διότι ούτε τα startup, αλλά ούτε και τα κέντρα Ε&Α εμφανίζουν σημαντική κερδοφορία. Έχουν προταθεί συγκεκριμένα μέτρα μέσω της Έκθεσης Πισσαρίδη (σελ. 167-168 Πρόταση Γ.4.1: Συμψηφισμός δαπανών Έρευνας και Ανάπτυξης με εργοδοτικές εισφορές), τα οποία όμως δεν έχουν ακόμη υιοθετηθεί. Τα όποια κίνητρα θα πρέπει να είναι μόνιμα και όχι προσωρινά ώστε οι ξένοι επενδυτές να νιώσουν στην Ελλάδα την ίδια ασφάλεια που παρέχουν και οι υπόλοιπες χώρες.

Να σημειωθεί ότι τα κέντρα Ε&Α αποτελούν κέντρα κόστους και στην πλειονότητά τους δεν τιμολογούν προϊόντα, ιδιαίτερα όταν δεν υπάρχει πελατειακή βάση στη χώρα λειτουργίας τους. Η Ansys για παράδειγμα έχει προς το παρόν πολύ μικρή πελατειακή βάση στην Ελλάδα και πουλά τα προϊόντα της μέσω διανομέα (channel partner). Συνεπώς δεν τίθεται ζήτημα τοπικής κερδοφορίας μέσω πώλησης τελικού προϊόντος. Η κερδοφορία των κέντρων Ε&Α καθορίζεται μέσω συμφωνιών Transfer Pricing, είναι νομίμως και απαραιτήτως χαμηλή και συνεπώς ανεπαρκής για την εκμετάλλευση φορολογικών κινήτρων.

Η Πολιτεία εφαρμόζοντας αμιγώς φορολογικά κίνητρα για δαπάνες Ε&Α, ενδεχομένως ελπίζει ότι θα μπορούσε να προσελκύσει την κερδοφορία κάποιων πολυεθνικών στη χώρα – δηλαδή να τιμολογούν από την Ελλάδα, κάτι το οποίο έχει καταφέρει σε κάποιο βαθμό η Ιρλανδία. Η μεταφορά όμως της φορολογικής έδρας μίας πολυεθνικής στην Ελλάδα, τεχνικά θα απαιτούσε ισχυρότερα και πληρέστερα φορολογικά κίνητρα από τα υφιστάμενα, καθώς και ένα σημαντικά ωριμότερο και σταθερότερο οικονομικό – φορολογικό περιβάλλον.

Β) Να εκσυγχρονίσει και να βελτιώσει το εκπαιδευτικό μας σύστημα ώστε οι χιλιάδες των αποφοίτων που διαθέτει η χώρα να είναι έτοιμοι για απασχόληση υψηλών προδιαγραφών. Απαιτείται λοιπόν η εισαγωγή στα Πανεπιστήμια υποχρεωτικών μαθημάτων και πρακτικών εργασιών που σχετίζονται με τις ανάγκες των επενδύσεων που επιθυμεί να προσελκύσει η χώρα.

Επιπλέον, σκεπτόμενοι μακροπρόθεσμα, απαιτείται ο συνολικός εκσυγχρονισμός του εκπαιδευτικού συστήματος ξεκινώντας από την Πρωτοβάθμια εκπαίδευση.

Η Πολιτεία θα πρέπει να κινηθεί ενημερωμένα, γρήγορα και αποφασιστικά προς την κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού του εκπαιδευτικού συστήματος, ειδάλλως οι όποιες επενδύσεις έρθουν πρώτες στην Ελλάδα – που αφορούν προσλήψεις επιστημονικού προσωπικού – θα αργήσουν να υλοποιηθούν και ενδέχεται ακόμη και να εκτραπούν προς άλλες χώρες.»

Ο κ. Μπακολιάς εμπιστεύεται την προσωπική του εμπειρία από συνεντεύξεις με νέους επιστήμονες: «Η συνηθέστερη απάντηση απόφοιτων υποψηφίων στην ερώτηση γιατί επέλεξαν την εξειδίκευσή τους είναι ότι υπήρχε κάποιος καθηγητής που τους «άρεσε». Η εκπαίδευση, η αξιολόγηση και η κινητοποίηση των εκπαιδευτικών ίσως αποτελεί το πρώτο σημαντικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση».

Αναφορικά με την εξαγορά της Helic από την Ansys η αμερικάνικη εταιρεία γνώριζε την ελληνική αρκετά χρόνια νωρίτερα, μέσα από το οικοσύστημα του Silicon Valley και τα κλαδικά συνέδρια. Με την έλευση των τεχνολογιών υψηλής ανάπτυξης 5G, αυτόνομων οχημάτων κ.α. εντάθηκε στην αγορά η ανάγκη για τη σχεδίαση υψίσυχνων και υψηλών ταχυτήτων μικροτσίπ, αναδύοντας το πρόβλημα που επίλυε με τα προϊόντα της η Helic ως πολύ σημαντικό για τη βιομηχανία. Έτσι η εταιρεία βρέθηκε σε σημείο αναπτυξιακής καμπής (inflection point) και εμφανίστηκε έντονα στο «ραντάρ» της Ansys.

Η στρατηγική εξαγορών της Ansys έχει δύο βασικούς πυλώνες: Όμορες τεχνολογίες (adjacent technologies) και αναδυόμενες λύσεις υψηλής ανάπτυξης (emerging high growth solutions) με ταυτόχρονη ενδυνάμωση του πυρήνα της Ansys.

Η Ansys έλαβε υπόψη πολλούς παράγοντες, όπως την ελκυστικότητα και τον κορεσμό της αγοράς και του ανταγωνιστικού τοπίου, τις συνέργειες των προϊόντων της με τα προϊόντα της Helic και τις κοινές αγορές. Μελέτησε την εμπιστοσύνη που έδειχναν οι κοινοί πελάτες στην Helic και στα προϊόντα της, το πορτφόλιο των πατεντών της, τις δυνατότητες απορρόφησης των πελατών της Helic στα κανάλια πωλήσεων της Ansys κ.α. και υπήρξε ενδελεχές τεχνικό, οικονομικό και νομικό due diligence. Όπως προσθέτει ο κ. Μπακολιάς «πολύ θετικά επηρέασε την απόφαση της Ansys το πνεύμα συνεργασίας, το δέσιμο, η κουλτούρα και το υψηλό επίπεδο της ομάδας στην Ελλάδα».

Το ποσό της εξαγοράς δεν έχει ανακοινωθεί επίσημα από καμία από τις δύο πλευρές, ωστόσο, εκτιμήσεις το ανεβάζουν στα 60 εκατ. ευρώ. Πρόκειται πιθανότατα για τη δεύτερη μεγαλύτερη σε αξία εξαγορά ελληνικής εταιρείας τεχνολογίας, με πρώτη αυτή της εξαγοράς της Softomotive από την Microsoft πέρσι την Άνοιξη.

Η Ansys είναι ο παγκόσμιος ηγέτης στην μηχανική προσομοίωση. Μέσω της στρατηγικής της για την Περιστατική Μηχανική Προσομοίωση, βοηθά τις πιο καινοτόμες εταιρείες στον κόσμο να προσφέρουν ριζικά καλύτερα προϊόντα στους πελάτες τους. Ιδρύθηκε το 1970 και έχει την έδρα της νότια του Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνιας στις ΗΠΑ.

Το Fortune συμπεριέλαβε την Ansys στην ετήσια λίστα του Future 50 των εταιρειών με το ισχυρότερο δυναμικό μακροπρόθεσμης ανάπτυξης, με βάση μεθοδολογία που ανέπτυξε από κοινού με την Boston Consulting Group (BCG).

Για να επιλέξουν τις εταιρείες 2020 Future 50, το Fortune και η BCG αξιολόγησαν περισσότερες από 1.000 εισηγμένες στο χρηματιστήριο, σε σχέση με το δυναμικό ανάπτυξής τους και την ικανότητα τους να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις της αγοράς. Η σαφής στρατηγική της Ansys, η δέσμευση της για αειφορία, οι επενδύσεις στην έρευνα και ανάπτυξη, η ισχυρή ηγεσία και η εταιρική δομή έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην επιλογή της.

Όπως αναφέρεται στο άρθρο του Fortune: «Όταν οι μηχανικοί, οι σχεδιαστές και οι ερευνητές κορυφαίων βιομηχανικών εταιρειών επιδιώκουν να καινοτομήσουν, στρέφονται στην Ansys. Η εταιρεία λογισμικού, με πρόσφατη αγοραία αξία 27 δισεκατομμυρίων δολαρίων, βοηθά τους χρήστες να δημιουργήσουν ψηφιακές προσομοιώσεις των μελλοντικών προϊόντων τους. Η Ansys είναι ένας κυρίαρχος παίκτης στο χώρο, κατέχοντας το 40% του μεριδίου αγοράς, με έσοδα 1,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2019. Η αξία της μετοχής της έχει διπλασιαστεί τα τελευταία τρία χρόνια».