Drew McElroy, ιδρυτής και CEO της Transfix
Μια γεύση από Ελλάδα φαίνεται ότι υπάρχει πίσω από τη δημιουργία μίας από τις πιο επιτυχημένες νεοφυείς επιχειρήσεις των ΗΠΑ. Ο λόγος για την Transfix με έδρα την Νέα Υόρκη, που μόλις πρόσφατα συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο του Forbes με την «επόμενη startup του ενός δις δολαρίου».
Η Transfix δραστηριοποιείται στην αγορά που σχετίζεται με τις μεταφορές φορτίων μέσω φορτηγών, μια αγορά που στην Αμερική εκτιμάται ότι έχει τεράστιες δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης. Συγκεκριμένα, υπολογίζεται σε περισσότερα από 800 δις δολάρια ετησίως.
Στη συγκεκριμένη αγορά, υπολογίζεται ότι οι επιχειρήσεις φορτηγών εμπορευμάτων καταγράφουν περισσότερα από 54 δις μίλια διαδρομών χωρίς φορτίο, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για την οικονομική τους βιωσιμότητα.
Στο ζήτημα αυτό έρχεται να δώσει λύση η Transfix, που ουσιαστικά αποτελεί την πρόταση uber στον τομέα των εμπορευματικών μεταφορών με φορτηγά για μετακίνηση προϊόντων.
Η Transfix ξεκίνησε ως μια μικρή, οικογενειακή επιχείρηση στο Milltown του New Jersey, που έφερνε σε επικοινωνία ιδιοκτήτες φορτηγών με εταιρίες που ήθελαν να πραγματοποιήσουν μεταφορές. Όπως αναφέρει σε πρόσφατο εκτενές δημοσίευμα του το Forbes, o Drew McElroy, σε ηλικία 12 ετών, βοηθούσε τους γονείς του, κρατώντας το τηλεφωνικό κέντρο της εταιρίας.
Το 2013, την οικογενειακή επιχείρηση διαδέχεται η Τransfix με τον Drew ως συνιδρυτή και CEO. Έχοντας απορροφήσει συνολική επένδυση 78 εκατομμυρίων δολαρίων μέσω venture capital, σήμερα η εταιρία σήμερα αποτιμάται στα 800 εκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με τα στοιχεία του Forbes.
Που βρίσκεται όμως το ελληνικό στοιχείο;
Πρώτος συνδετικός κρίκος με την Ελλάδα είναι ότι το fund «Charge Ventures», που ανακάλυψε την Transfix, έχει μαζί με τους Chris Habachy και Brett Martin, ως συνέταιρο τον Έλληνα Θάνο Παπαδημητρίου. Ως σταρτάπερ και ο ίδιος στο ξεκίνημα της καριέρας του, έζησε και δημιούργησε για περισσότερα από 10 χρόνια στο παγκόσμιο κέντρο της δημιουργίας νέων επιχειρήσεων, στη Silicon Valley της Καλιφόρνια και είναι ένας από τους λίγους Έλληνες που γύρισε στη χώρα μας το 2012, στην καρδιά της κρίσης, πιστεύοντας στις προοπτικές της χώρας. Δραστηριοποιείται σήμερα σε έναν ευρύ κύκλο του επιχειρείν, παράλληλα με την ακαδημαϊκή του καριέρα.
To δεύτερο ελληνικό στοιχείο είναι ότι, η Charge Ventures αποτελεί fund που συγκεντρώνει κυρίως κεφάλαια -μεταξύ άλλων- και Ελλήνων επενδυτών, για επενδύσεις σε εταιρείες νέας τεχνολογίας. Το fund έχει επενδύσει ήδη σε περίπου 30 εταιρείες όπως οι Transfix[TP1] , Electric AI, Simple Contacts, Cargo, και Common Networks.
Η διαδικασία επιλογής τεχνολογικών επενδύσεων απαιτεί αέναη εξεύρεση και αξιολόγηση νέων ιδεών και είναι εκεί που το μέγεθος και το βάθος το αμερικανικού οικοσυστήματος βοηθά, αρκεί να έχει κανείς όρεξη, οργάνωση και καθαρό μάτι.
Στην περσινή χρονιά η Charge Ventures αξιολόγησε περί τις 1.000 εταιρείες για να επενδύσει, εντέλει, σε 5 από αυτές, ενώ τα πρώτα δείγματα για το 2019 δείχνουν ότι η Charge θα καταφέρει να αξιολογήσει 1.500 υποψήφιες εταιρείες.
Μια πρώτη επένδυση σε μια εταιρία, ωστόσο, όπως αναφέρουν στελέχη του fund, δεν είναι η ολοκλήρωση, αλλά η αρχή της σχέσης που έχει ένα fund με την εταιρία.
Σε επόμενο στάδιο, αυτό που προσδοκά από αυτή την σχέση το fund είναι η εταιρία να πετύχει τους στόχους της και να είναι σε θέση να προσελκύσει εκ νέου κεφάλαια (επανεπενδύσεις ή follow-on investments) για την περαιτέρω ανάπτυξή της μέσω δημιουργίας νέων προϊόντων ή εισόδου σε νέες αγορές.
Είναι γενικώς αποδεκτό ότι τα follow-ons αποτελούν επιβράβευση από την αγορά και η Charge τα τελευταία 3 χρόνια έχει πετύχει επανεπενδύσεις σε πάνω από το 70% των εταιριών στο χαρτοφυλάκιο της. Αυτή η επίδοση είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή και τοποθετεί το fund ήδη σε περίοπτη θέση σε σχέση με άλλα αντίστοιχα στη Νέα Υόρκη.
Η Νέα Υόρκη, σύμφωνα με στοιχεία που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, εξελίσσεται ταχύτατα σε ανταγωνιστή του Silicon Valley στην Καλιφόρνια και ειδικά σε τομείς όπως είναι η τεχνολογία διαφήμισης (adtech), η χρηματοοικονομική τεχνολογία (fintech) και άλλες.
Σε απόλυτα νούμερα, η Νέα Υόρκη έχει ήδη ξεπεράσει τη Βοστώνη και άλλα μεγάλα τεχνολογικά κέντρα στον κόσμο και έχει αναδειχτεί στο νούμερο 2 παίκτη στον χώρο των start-ups και του venture capital.