ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Ο νεαρός επιχειρηματίας, ο πατέρας του και ακόμα δύο συγκατηγορούμενοι τους είχαν ομόφωνα αθωωθεί τον περασμένο Νοέμβριο από την κατηγορία της κακουργηματικής υπεξαίρεσης σε βάρος των δύο εταιρειών. Τότε, ο Άρης Φλώρος πίστεψε ότι έκλεισε οριστικά το κεφάλαιο της υπόθεσης που τον έστειλε στη φυλακή για 3 χρόνια και 11 μήνες.
Όμως τώρα, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά την «εξαφάνιση» της αθωωτικής απόφασης, με ένα σκεπτικό καταπέλτη. Κατά την κρίση του «το δικαστήριο δεν αιτιολογεί επαρκώς στην απόφαση του γιατί δεν πείσθηκε για την ενοχή των κατηγορουμένων και δεν αξιολόγησε ή εκτίμησε εσφαλμένα το αποδεικτικό υλικό και τις μαρτυρικές καταθέσεις».
Ο αντεισαγγελέας Βασίλειος Χαλντούπης άσκησε προχθές Δευτέρα την αναίρεση του, την οποία αποκαλύπτει σήμερα το mononews, κάνοντας δεκτό το αίτημα της ΛΑΓΗΕ.
Το αν τελικώς αναιρεθεί ή όχι η αθωωτική απόφαση θα κριθεί από το Ποινικό Τμήμα του Ανωτάτου Ποινικού Δικαστηρίου. Αν το εισαγγελικό αίτημα γίνει δεκτό, τότε ο Άρης Φλώρος, ο πατέρας του Αχιλλέας και δύο πρώην στελέχη των εταιρειών παροχής ηλεκτρικής ενέργειας θα παραπεμφθούν σε νέα δίκη και θα δικαστούν ξανά από το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, μόνο για το κακούργημα της υπεξαίρεσης σε βάρος των ΔΕΣΜΗΕ-ΛΑΓΗΕ.
Η απόφαση
Στις 28 Νοεμβρίου του 2019 το Α’ Πενταμελές Εφετείο Αθηνών ανακοίνωσε την ετυμηγορία του στους 11 κατηγορουμένους για την υπεξαίρεση 72 εκατομμυρίων ευρώ από Δήμους και Δημόσιο.
Ο επικεφαλής της Energa Άρης Φλώρος αθωώθηκε για την υπεξαίρεση από ΔΕΣΜΗΕ- ΛΑΓΗΕ, ωστόσο καταδικάστηκε, μαζί με 5 συγκατηγορουμένους του, για τις υπόλοιπες πράξεις. Τους επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης από 1 έως 5 έτη, καθώς τους αναγνωρίστηκαν ελαφρυντικά και οι ευνοϊκές διατάξεις του νόμου για όσους επιστρέφουν τα «κλεμμένα».
Κατά το δικαστήριο, τα 72 εκατομμύρια ευρώ που υπεξαίρεσαν οι εταιρείες παροχής ηλεκτρικής ενέργειες Energa-Hellas Power έχουν επιστραφεί σε Δήμους και Δημόσιο, εδώ και χρόνια.
Ο Άρης Φλώρος έχει καταδικαστεί για την υπεξαίρεση 72 εκατομμυρίων ευρώ από Δήμους και Δημόσιο, για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και για λαθρεμπορία. Του αναγνωρίστηκαν τρία ελαφρυντικά: του προτέρου εντίμου βίου, της ειλικρινούς μεταμέλειας και της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς. Καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 5 ετών.
Αντίθετα, ο επικεφαλής της Hellas Power Βασίλης Μηλιώνης, ο πατέρας Φλώρος και ακόμα 3 συγκατηγορούμενοι τους αθωώθηκαν από όλες τις κατηγορίες.
Το σκεπτικό της αθώωσης
Πρόσφατα, ολοκληρώθηκε η καθαρογραφή της απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Όπως αναφέρεται σε αυτήν, για να καταλήξει στην αθωωτική του κρίση για την κατηγορία της υπεξαίρεσης από ΔΕΣΜΗΕ-ΛΑΓΗΕ, το δικαστήριο δέχθηκε ότι αποδείχτηκαν τα ακόλουθα περιστατικά:
«Ο κατηγορούμενος Αριστείδης Φλώρος, με την ιδιότητά του ως πραγματικός δικαιούχος και νόμιμος εκπρόσωπος των εταιρειών ENERGA POWER TRADING Α.Ε και HELLAS POWER Α.Ε:
Α) Εισέπραξε κατά το χρονικό διάστημα από 30-11-2011 μέχρι 28-2-2012 και όφειλε να αποδώσει στην εδρεύουσα στον Πειραιά ανώνυμη εταιρεία ΔΕΣΜΗΕ Α.Ε, μετέπειτα ΛΑΓΗΕ Α.Ε και ήδη ΔΑΔΕΕΠ Α.Ε ως μόνης διαχειρίστριας της ελληνικής χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, το ποσό των 60.1799.148,83 ευρώ αναφορικά με την πρώτη εταιρεία και το ποσό των 56.225.506, 06 ευρώ αναφορικά με τη δεύτερη εταιρεία ως τίμημα για ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας που οι παραπάνω εταιρείες αγόρασαν με βάση τη μεταξύ αυτών και της ΔΕΣΜΗΕ Α.Ε σύμβαση συναλλαγών ηλεκτρικής ενέργειας από τη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας με την ιδιότητά τους ως εναλλακτικοί πάροχοι-προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας και στη συνέχεια διέθεσαν ( μεταπώλησαν) σε πελάτες-καταναλωτές τους και το τίμημα ήταν καταβλητέο εντός των συμβατικά καθορισμένων προθεσμιών,
Β) Εισέπραξε και όφειλε να αποδώσει κατά το χρονικό διάστημα από 31-12-2011 μέχρι 31-3-2012 στην εδρεύουσα στην Αθήνα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ΑΔΜΗΕ Α.Ε ως καθολική διάδοχο της ΔΕΣΜΗΕ Α.Ε και διαχειρίστρια του ελληνικού συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, το ποσό των 26.680.078,52 ευρώ αναφορικά με την πρώτη εταιρεία και το ποσό των 8.153.520,16 ευρώ αναφορικά με τη δεύτερη εταιρεία για τέλη χρήσης συστήματος ΥΚΩ, ΕΤΜΕΑΡ και εκκαθαρίσεις αποκλίσεων παραγωγής ζήτησης και επικουρικών υπηρεσιών, που αναλογούσαν σε ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας που αγόρασαν οι παραπάνω εταιρείες από την ελληνική χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και διέθεσαν σε πελάτες τους με βάση τη μεταξύ αυτών και της διαχειρίστριας της ελληνικής χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας ΔΕΣΜΗΕ Α.Ε σύμβαση συναλλαγών ηλεκτρικής ενέργειας.
Ωστόσο, τα ποσά αυτά δεν αποτελούν ξένα κινητά πράγματα που περιήλθαν στην κατοχή αυτών ως εντολοδόχων ή ως αντιπροσώπων στα πλαίσια σχετικών συμβάσεων, αλλά περιήλθαν σε αυτές κατά κυριότητα ως τίμημα από την προς τους πελάτες- καταναλωτές τους μεταπώληση ηλεκτρικής ενέργειας, την οποία αυτές, ως κατά νόμο εναλλακτικοί πάροχοι-προμηθευτές είχαν αγοράσει από την ελληνική χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, μόνη διαχειρίστρια της οποίας ήταν η ΔΕΣΜΗΕ Α.Ε και στη συνέχεια η ΛΑΓΗΕ Α.Ε.
Όφειλαν δε να καταβάλουν τα ποσά αυτά στη ΔΕΣΜΗΕ Α.Ε και στη συνέχεια, κατά τις ως άνω διακρίσεις, στη ΛΑΓΗΕ Α.Ε και στην ΑΔΜΗΕ Α.Ε όχι ως εντολοδόχοι ή αντιπρόσωποι αυτών, αλλά ως τίμημα για την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας που αγόρασαν από τη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας με βάση την καταρτισθείσα μεταξύ καθεμιάς από τις εταιρείες αυτές και την ΔΕΣΜΗΕ Α.Ε Σύμβαση Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας, η οποία έχει το χαρακτήρα πώλησης και διέπεται κατά τα ουσιώδη στοιχεία της από τις διατάξεις των άρθρων 513 επόμ. του Α.Κ.
Έτσι, η παρακράτηση και μη απόδοση των ποσών αυτών συνδέεται με συμβατική υπερημερία των εταιρειών αυτών και δεν δύναται να συγκροτήσει την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης. Το ίδιο συμβαίνει και με τα οφειλόμενα στην ΑΔΜΗΕ Α.Ε μερικότερα ποσά για χρεώσεις μη συμμόρφωσης, χρεώσεις για εκκαθαρίσεις αποκλίσεων παραγωγής-ζήτησης, επικουρικών υπηρεσιών και ΕΤΜΕΑΡ, αφού το τελευταίο, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, συνιστά μέρος του τιμήματος αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
Αναφορικά δε με τα ποσά για χρεώσεις ΥΚΩ, δεν δύναται επίσης να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της υπεξαίρεσης, αφού, κατά τα προαναφερόμενα, στο κρίσιμο χρονικό διάστημα η σχετική υποχρέωση είχε επιβληθεί σε βάρος των προμηθευτών και όχι των καταναλωτών.
Συνακόλουθα, πρέπει να κηρυχθούν αθώοι τόσο ο κατηγορούμενος Αριστείδης Φλώρος, όσο και οι κατηγορούμενοι Αχιλλέας Φλώρος, Στέφανος Σιαφάκας και Νικόλας Δεκόλης για τις μερικότερες αυτές πράξεις του κατ’ εξακολούθηση και κατά συναυτουργία αποδιδόμενου σε αυτούς εγκλήματος της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος με την ιδιότητά τους ως πραγματικών και ουσιαστικών δικαιούχων και εκπροσώπων των ως άνω εταιρειών.»
Το σκεπτικό της εισαγγελικής αναίρεσης
Ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Χαλντούπης αφού μελέτησε το σκεπτικό της απόφασης και τα αποδεικτικά στοιχεία, περιγράφει στο αίτημα αναίρεσης του, που αποκαλύπτει το mononews, τους λόγους που κατά την κρίση του η αθωωτική απόφαση είναι λανθασμένη.
Όπως αναφέρει:
«Η απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών δεν διέλαβε την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού:
α) δεν αιτιολογείται επαρκώς στην απόφαση γιατί το δικαστήριο δεν πείσθηκε για την ενοχή των κατηγορουμένων για την εν λόγω αξιόποινη πράξη από τα αναφερόμενα στην απόφαση και στα πρακτικά αποδεικτικά μέσα, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 και 178 ΚΠΔ και όχι μόνον από μερικά από αυτά κατ’ επιλογή και
β) από το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει, κατά τρόπο αναμφίβολο, ότι το δικαστήριο εκτίμησε και αξιολόγησε τα παρακάτω αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία καταφάσκεται η στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της υπεξαίρεσης, για το οποίο κηρύχθηκαν αθώοι οι κατηγορούμενοι».
Ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου επικαλείται μεταξύ άλλων αποδεικτικών στοιχείων, το πρακτικό της Ολομέλειας της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ), το οποίο είχε προσκομιστεί από τους συνηγόρους πολιτικής αγωγής κατά την ακροαματική διαδικασία και είχε αντικρουστεί από την υπεράσπιση ως ένα ανυπόγραφο και ανίσχυρο κείμενο.
Όπως αναφέρει στην αναίρεση του ο κ. Χαλντούπης:
«Από το με αρ.27/5-8-2019 πρακτικό της Ολομέλειας της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας(ΡΑΕ), το οποίο αποτελεί γνωμοδότηση επί του ζητήματος που άπτεται του καθεστώτος λειτουργίας της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, σαφώς προκύπτει, ότι η σχέση μεταξύ διαχειριστή και προμηθευτών προσιδιάζει στη σχέση εντολής και ότι τα χρηματικά ποσά που εισπράττει ο προμηθευτής προκειμένου να τα αποδώσει στο διαχειριστή δεν προορίζονται προς ενσωμάτωση στην περιουσία του προμηθευτή παρά μόνο διέρχονται επ’ αυτής με βάση το αυστηρά καθορισμένο πλαίσιο, χωρίς ο προμηθευτής να έχει εξουσία διάθεσης αυτών ως δήθεν κύριος. Πρόκειται για μια έννομη σχέση, το περιεχόμενο της οποίας είναι πλήρως ρυθμιζόμενο και διαμορφώνεται αποκλειστικά σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του ν. 4001/2001 και του ΚΔΣ και ΣΗΕ( ήδη ΚΣΗΕ και ΚΔΣ), ήτοι κανονιστικού περιεχομένου διατάξεων, οι οποίες και αποτελούν το νομικό πλαίσιο υπαγωγής της σχέσης αυτής. Η προσβαλλόμενη απόφαση, δεχθείσα τα προαναφερόμενα, ερμήνευσε την παραπάνω συμβατική σχέση μεταξύ των εταιρειών των κατηγορουμένων και της εγκαλούσας αντίθετα από το περιεχόμενο του Κώδικα Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας, ο οποίος εκδόθηκε από την ΡΑΕ και αποτελεί κανονιστική πράξη κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου
120 του νόμου 4001/2001, αφού το σκεπτικό αυτής, αναφορικά με την ως άνω συμβατική σχέση, είναι αντίθετο με όσα η εν λόγω Αρχή είχε διευκρινίσει με την εν λόγω γνωμοδότησή της, μη λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη της καν την ως άνω γνωμοδότηση.»
Ο ανώτατος εισαγγελέας επικαλείται και σειρά μαρτυρικών καταθέσεων που κατά την κρίση του δεν αξιολογήθηκαν επαρκώς:
«Από το περιεχόμενο των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας Κωνσταντίνας Σταυροπούλου, Γρηγορίου Αντωνοπούλου, Μιχαήλ Φιλίππου, Ελένης Μπαρμπαγιάννη, οικονομικής επιθεωρήτριας, Μιλτιάδη Ασλάνογλου, Γεωργίου Αντωνόπουλου και Δημητρίου Γεωργαντώνη προκύπτει, ότι η συμβατική σχέση που συνέδεε τις εταιρείες των κατηγορουμένων με αυτή της εγκαλούσας ήταν σχέση εντολής και ότι οι εταιρείες των πρώτων ήταν άμεσοι αντιπρόσωποι της δεύτερης κατά την είσπραξη των χρηματικών ποσών από τους καταναλωτές. Και βέβαια, η εν λόγω πλημμέλεια δεν μπορεί να θεωρηθεί, ότι συνιστά εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση μαρτυρικών καταθέσεων, η οποία και δεν αποτελεί παραδεκτό λόγο αναίρεσης, αφού από το περιεχόμενο του σκεπτικού δεν προκύπτει καν, ότι λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν οι ως άνω καταθέσεις. 3)Από τις παρακάτω αποφάσεις πολιτικών δικαστηρίων ( 1229/2017 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, 1562/2019 του ίδιου δικαστηρίου, 4218/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, 3411/2018, 3481/2018 και 11943/2018 του ίδιου δικαστηρίου), οι οποίες συγκαταλέγονται μεταξύ των αναγνωστέων εγγράφων της πληττόμενης απόφασης, σαφώς προκύπτει, ότι η συμβατική σχέση που συνέδεε τη ΛΑΓΗΕ Α.Ε με τις προμηθεύτριες εταιρείες ήταν αυτή της εντολής και αντιπροσώπευσης. Επισημαίνεται δε, ότι το Συμβούλιο του ΑΠ με το με αρ. 819/2018 βούλευμά του απέρριψε την με αρ. 12/2014 αίτηση αναίρεσης, η οποία είχε ασκηθεί από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, μετά από
αίτηση του κατηγορουμένου Αριστείδη φλώρου, κατά του με αρ. 365/2014 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, αναφορικά με την κρινόμενη υπόθεση, κρίνοντας, ότι οι προμηθεύτριες εταιρείες λειτούργησαν ως εντολοδόχοι, ως εκ τούτου δε, αρνούμενες να αποδώσουν στην εντολέα τους εταιρεία τα χρηματικά ποσά που είχαν εισπράξει, διέπραξαν το αδίκημα της υπεξαίρεσης.»
Όσον αφορά το δεύτερο απαλλακτικό σκέλος της απόφασης για το χρονικό διάστημα από 31-12-2011 μέχρι 31-3-2012, ο εισαγγελέας αναφέρει για την άσκηση της αναίρεσης του:
«Το ειδικό τέλος ΑΠΕ (και ήδη ΕΤΜΕΑΡ) συγκαταλέγεται στις χρεώσεις πελατών και αναγράφεται με διακριτό τρόπο στα τιμολόγια που εκδίδει ο κάθε προμηθευτής, όπως προκύπτει σχετικά από το άρθρο 72 του Κώδικα Συναλλαγών, επομένως αυτό αποτελεί έσοδο του ΛΑΓΗΕ που προέρχεται από τους καταναλωτές. Αναφορικά με τις ρυθμιζόμενες χρεώσεις ισχύουν τα ακόλουθα: Μεταξύ των υποχρεώσεων των προμηθευτών προς τους αρμόδιους διαχειριστές προβλέπεται υποχρέωση απόδοσης των ρυθμιζόμενων χρεώσεων. Ως ρυθμιζόμενες χρεώσεις ορίζονται κατά το άρθρο 2 του Κώδικα Προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας σε πελάτες( ΦΕΚ Β 832/9-4-2013), οι χρεώσεις για την παροχή Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας(ΥΚΩ), το ειδικό τέλος για τη μείωση των Αερίων Ρύπων( ΕΤΜΕΑΡ), οι χρεώσεις Χρήσης Συστήματος( ΧΧΣ) και οι χρεώσεις χρήσης δικτύου( ΧΧΔ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 72 παρ.2 του ΚΣΗΕ, στα έσοδα του λογαριασμού Λ-Γ περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα έσοδα του διαχειριστή του συστήματος, τα οποία προέρχονται από τη
χρέωση του ειδικού τέλους ΑΠΕ του ανωτέρω άρθρου 143 στους καταναλωτές και τους αυτοπαραγωγούς.
Εξάλλου και η ΡΑΕ στην ανωτέρω γνωμοδότησή της επισημαίνει, ότι το ΕΤΜΕΑΡ τελεί, σύμφωνα με τη νομολογία του ΣΤΕ, στη διάθεση και υπό τον έλεγχο του Δημοσίου, συνιστώντας δημόσιο έσοδο. Τέλος, στην από 28-9-2011 επιστολή των Βασιλείου Μηλιώνη και Αριστείδη Φλώρου στον Υπουργό Περιβάλλοντος και κατόπιν στην κοινή επιστολή προς την ΡΑΕ, η οποία συγκαταλέγεται μεταξύ των αναγνωστέων εγγράφων ( βλ. σελίδα 587), αναφέρονται, μεταξύ άλλων και τα εξής: « το πρόβλημα καθίσταται εντονότερο καθώς οι προμηθευτές δεν καταβάλουν μόνο οφειλές υπηρεσιών τους( π.χ. ενέργεια), αλλά και χρεώσεις που εισπράττονται υπέρ τρίτων( π.χ. ΥΚΩ, ΑΠΕ).
Με αυτά που δέχθηκε η πληττόμενη απόφαση, υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια της εκ πλαγίου παραβίασης ουσιαστικής ποινικής διάταξης και εν προκειμένω αυτής του άρθρου 375 παρ. 1,2 ΠΚ ( πέραν του ότι η με αρ. « Α αρ. 1 πλημμέλεια εντάσσεται και στον αναιρετικό λόγο της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας), με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ως άνω διάταξης, ιδίως ως προς την ιδιότητα των φερομένων ως υπεξαιρεθέντων κινητών πραγμάτων και εν προκειμένω των χρηματικών ποσών ως ξένων σε σχέση με την περιουσία των προμηθευτριών εταιρειών. Σημειώνεται δε, ότι αν και κατά τη νομολογία, η εκ πλαγίου παραβίαση ουσιαστικής ποινικής διάταξης και η συνακόλουθη αυτής έλλειψη νόμιμης βάσης εντάσσεται στον κατ’ άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε αναιρετικό λόγο, κατ’ ουσία συνιστά έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς η τελευταία αποτελεί λόγο αναίρεσης με ιδιαίτερα ευρύ φάσμα και δυνάμενη να καλύψει και την έλλειψη νόμιμης βάσης.»
Η συζήτηση της αναίρεσης αναμένεται να προσδιοριστεί στο αρμόδιο τμήμα του Αρείου Πάγου.