Για παρέμβαση του υπουργείου Οικονομικών στις δικαστικές αποφάσεις κατηγορεί η ΕΝΥΠΕΚΚ την κυβέρνηση, αποκαλύπτοντας το έγγραφο που κατατέθηκε στο ΣτΕ προκειμένου να μην εκδοθούν αποφάσεις γιατί θα επέλθει δημοσιονομικός εκτροχιασμός της χώρας.
Η ΕΝΥΠΕΚΚ αναφέρει ότι την 1-2-2019 εκδικάστηκαν δέκα (10) αναιρέσεις του Δημοσίου κατά των υπ’αριθ. 2226-2235/2018 αντίστοιχα αποφάσεων του ΣΤ’ Τμήματος του ΣτΕ, οι οποίες είχαν δικαιώσει δημοσίους υπαλλήλους που διεκδικούσαν την αναδρομική και εφεξής καταβολή των παρακρατηθέντων Δώρων Πάσχα και Χριστουγέννων και του επιδόματος αδείας.
Στη ακροαματική διαδικασία της Ολομέλειας του ΣτΕ, η κυβέρνηση δια του υπουργείου Οικονομικών/ΓΛΚ προσκόμισε το υπ’αριθ.πρωτ. 2/1927/ΔΕΠ/25-1-2019 έγγραφο «απόψεων», με το οποίο επικαλέστηκε (προεχόντως) στοιχεία δημοσιονομικού χαρακτήρα, κατέθεσε πίνακες των προηγουμένων μνημονιακών κυβερνήσεων και τάχθηκε υπέρ των μνημονιακών περικοπών στους μισθούς και υπέρ της κατάργησης των Δώρων στους δημοσίους υπαλλήλους!
Σημειώνοντας ότι με τέτοιο περιεχόμενο, πρόκειται για ένα έγγραφο που ουσιαστικά επιχειρεί παρέμβαση στη Δικαιοσύνη και αποπειράται να επηρεάσει τους Δικαστές να μην εκδίδουν επικίνδυνες για τα δημοσιονομικά της χώρας αποφάσεις.
Στο έγγραφο αναφέρεται:
«Στο πλαίσιο της Ενισχυμένης Εποπτείας, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 472/2013, η Ελλάδα έχει αναλάβει τη δέσμευση επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος Γενικής Κυβέρνησης ύψους 3,5% ως ποσοστό του Α.Ε.Π. για τα έτη 2019-2022. Σύμφωνα δε με τα βασικά μεγέθη του Κρατικού Προϋπολογισμού για το έτος 2019, το πρωτογενές αποτέλεσμα Γενικής Κυβέρνησης σε όρους Ενισχυμένης Εποπτείας προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 3,60% ως ποσοστό του Α.Ε.Π., οριακά πάνω από το στόχο της Ενισχυμένης Εποπτείας.
Η δημοσιονομική επιβάρυνση από ενδεχόμενη επαναχορήγηση των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας θα οδηγήσει στην απώλεια Του δημοσιονομικού στόχου της χώρας με ιδιαίτερα αρνητικές — άμεσες και έμμεσες — συνέπειες στην αξιοπιστία των ελληνικών δημόσιων οικονομικών, τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους και τη μακροοικονομική ισορροπία της ελληνικής οικονομίας.
Επισημαίνεται ότι η επίτευξη του ως άνω δημοσιονομικού στόχου αποτελεί προυπόθεση για τη σταδιακή εφαρμογή μέρους των μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού δημόσιου χρέους ύψους 7,5 δις ευρώ, τα οποία συμφωνήθηκαν στο Eurogroup της 22 Ιουνίου 2018. Παράλληλα, σημειώνεται ότι τόσο η επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου όσο και η εφαρμογή των ως άνω μέτρων ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους αποτελούν κεντρικές προϋποθέσεις για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, καθώς και βασικές παραδοχές στις οποίες στηρίχθηκε η Ανάλυση Βιωσιμότητας Χρέους (DSA) που διενεργήθηκε από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), στο πλαίσιο του Eurogroup της 22 Ιουνίου 2018.
Συμπερασματικά, η απώλεια του δημοσιονομικού στόχου θα αποτελέσει αναμφίβολα μία ιδιαίτερα αρνητική εξέλιξη, η οποία θα εντείνει την αβεβαιότητα για τη δυνατότητα της χώρας να διατηρήσει υγιή δημόσια οικονομικά. Ταυτόχρονα, η μη επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου, συνοδευόμενη από τη μη εφαρμογή των ως άνω μέτρων ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους, θα καταστήσει το δημόσιο χρέος μη βιώσιμο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δυνατότητα πρόσβασης της χώρας στις διεθνείς αγορές».