Λόγο για τέσσερις έως πέντε συναλλαγές που προγραμματίζει φέτος η CVC έκανε ο Άλεξ Φωτακίδης, μιλώντας για το επενδυτικό κλίμα που έχει πλέον διαμορφωθεί στη χώρα.

«Δεν είμαστε οι μόνοι που επενδύουμε στην Ελλάδα. Πέρσι είδαμε 5 συναλλαγές σχεδόν μισού δισεκατομμυρίου, όπως η εξαγορά της Chipita από τη Mondelez, φέτος έχουμε το deal της JP Morgan με τη Viva Wallet και την εξαγορά των ΑΠΕ του Ελλάκτωρα, ενώ αναμένουμε περίπου πέντε ακόμη συναλλαγές. Εμείς έχουμε προγραμματίσει τέσσερις έως πέντε νέες συναλλαγές αυτού του μεγέθους», υπογράμμισε ο κ. Φωτακίδης, ενώ τόνισε ότι παρουσιάζονται ακόμα περισσότερες ευκαιρίες σε τομείς όπου το fund έχει ήδη παρουσία, στην ασφάλιση, την ενέργεια, τα τρόφιμα και το ηλεκτρονικό εμπόριο, επομένως είναι δυνατόν να αξιοποιηθούν κεφάλαια εκατοντάδων εκατομμυρίων.

Ο ίδιος μίλησε επίσης για κλάδους στους οποίους η CVC δεν έχει δώσει μεν το παρών αλλά διαβλέπει προοπτικές. «Πιστεύω στις δυνατότητες της ναυτιλίας στην Ελλάδα, τα νούμερα – το 33% του παγκόσμιου στόλου δεξαμενόπλοιων – είναι τεράστια για το μέγεθος της χώρας. Η ναυτιλία, ιδίως όταν μιλάμε για γεωπολιτικούς κινδύνους, μπορεί να κατακτήσει μια μοναδική θέση, και κατ’ επέκταση και η χώρα. Ούτε στη φιλοξενία έχουμε επενδύσει, αλλά όταν βλέπουμε τα νούμερα καταλαβαίνουμε ότι ο κλάδος θα προσελκύσει κι άλλες άμεσες ξένες επενδύσεις και θα προσφέρει ελκυστικές αποδόσεις, όταν σε άλλες χώρες υπάρχει ήδη κορεσμός».

Η CVC έχει επενδύσει 300 εκατ. ευρώ στην ελληνική αγορά από το 2016 – όταν μπήκε στον κλάδο της υγείας με την εξαγορά του ομίλου Υγεία – έως το 2019 και από το 2019 έως σήμερα έχει δαπανήσει κεφάλαια 1,2 δισ. ευρώ.

Σχεδόν έξι χρόνια χρόνια μετά την είσοδο της στην Ελλάδα, η CVC έχει επενδύσει σε assets όπως η Vivartia (Μπάρμπα Στάθης, ΔΕΛΤΑ, Goodys, Everest), η Skroutz, η Εθνική Ασφαλιστική και η ΔΕΗ.

O κ. Φωτακίδης αναμένει ότι η μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη θα ξεπεράσει το 4%. «Το 2023 θα είναι μια χρονιά πρόκλησης προκειμένου να σταθεροποιηθεί η οικονομία και να προσαρμοστεί στις κρίσεις. Υπήρχε δυσκολία στις αρχές του έτους, αλλά αυτό έχει αλλάξει από τον Μάιο και την έναρξη της τουριστικής σεζόν. Αναμέναμε υψηλή μονοψήφια ανάπτυξη το 2022, που δε θα συμβεί, ωστόσο εμείς είμαστε μακροπρόθεσμος επενδυτής και προσαρμοζόμαστε στις αναταραχές».

Ερωτώμενος για την ενδεχόμενη αλλαγή του πολιτικού σκηνικού, σημείωσε πως «η ύπαρξη πολιτικής σταθερότητας είναι σημαντικός παράγοντας. Όταν επενδύσαμε το 2016 στην Ελλάδα είχαμε το λεγόμενο risk premium (σ.σ. την ελάχιστη χρηματική αμοιβή η οποία αναμένεται ότι θα αποδοθεί από μια επένδυση με ρίσκο). Τώρα πλέον δεν υπάρχει risk premium για την Ελλάδα κι αυτό είναι μεγάλο επίτευγμα. Θα ήθελα αυτό να παραμείνει, διότι έτσι θα είμαστε πιο ανταγωνιστικοί».

Ο ίδιος μίλησε για το εργατικό δυναμικό που προσελκύει στην Ελλάδα η εισροή ξένων κεφαλαίων. «Οι 3 στους 4 επαγγελματίες στα γραφεία της CVC προέρχονται από το εξωτερικό. Επιτυχημένοι Έλληνες αλλά και ξένοι θέλουν να εργαστούν στην Ελλάδα, στον τομέα των τροφίμων, του ecommerce και της υγείας».

Διαβάστε επίσης:

Ν. Σταθόπουλος (BC Partners): Ποιους τομείς κοιτά και ποιους «αποφεύγει» το fund των 40 δισ. ευρώ