Tο μεγάλο ζήτημα του δημογραφικού αναδεικνύεται, στην ετήσια έκθεση «Η Φαρμακευτική Αγορά στην Ελλάδα: Γεγονότα και Στοιχεία 2018», καθώς διαχρονικά σημειώνεται μείωση των γεννήσεων (κατά 36 χιλ. άτομα το 2017) και αύξηση του γηραιότερου πληθυσμού (άνω των 65 ετών), από 21,9% του συνολικού πληθυσμού το 2017 στο 36,5% το 2050. Την ίδια ώρα, επισημαίνεται η αυξανόμενη ανάγκη για φαρμακευτική και υγειονομική περίθαλψη, κάτι που συνεπάγεται και αυξημένη ανάγκη για δημόσια χρηματοδότηση σε δαπάνες υγείας και φαρμακευτική κάλυψη.
Η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα έχει ενισχυθεί σημαντικά, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι αυτή μπορεί να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα, σε ένα περιβάλλον μακροχρόνιας ανεργίας και μείωσης του εισοδήματος των Ελλήνων.
Η έκδοση “Η φαρμακευτική αγορά στην Ελλάδα: Γεγονότα και Στοιχεία 2018” καθώς και τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης “Η συμβολή του κλάδου φαρμάκου στην ελληνική οικονομία” παρουσιάστηκε από το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), με τη συνεργασία του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ), σε ειδική συνέντευξη τύπου.
Στον τομέα των δαπανών για φαρμακευτική κάλυψη, που αποτελεί ωστόσο ένα μικρό μέρος της συνολικής δαπάνης για την υγεία (περί το 20%), στην Ελλάδα η συνολική εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη διαμορφώθηκε στα €3,6 δισεκ. το 2018 (εκ των οποίων μόλις το €1,945 εκατ. αποτελεί δημόσια χρηματοδότηση). Παράλληλα, το βάρος μετατοπίστηκε στους ασθενείς και στον ιδιωτικό τομέα με το μεγαλύτερο μέρος να το επωμίζεται ο φαρμακευτικός κλάδος, μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών και εκπτώσεων (clawback & rebates) που καταβάλει.
Παρά τη σημαντική επίπτωση από τη δημοσιονομική προσαρμογή στη δημόσια χρηματοδότηση, η φαρμακοβιομηχανία εξακολουθεί να δαπανά σημαντικά ποσά για Ε&Α, καθώς αντιπροσωπεύει το 8% της συνολικής ιδιωτικής δαπάνης για Ε&Α στην Ελλάδα (2015), ενώ μέχρι το 2018 διεξήχθησαν 2.506 κλινικές μελέτες ανεξαρτήτου τύπου και φάσης (1.434 ολοκληρωμένες). Η παραγωγή φαρμακευτικών προϊόντων σε αξία το 2017 ανήλθε στα €954 εκατ., ενώ η προστιθέμενη αξία στα €668 εκατ. (3,0% μερίδιο στον κλάδο της μεταποίησης). Οι απασχολούμενοι στην παραγωγή φαρμακευτικών προϊόντων άγγιξαν τα 14,4 χιλ. άτομα το 2017, με το 60,5% των απασχολούμενων να είναι πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Σημαντικός είναι και ο ρόλος του φαρμακευτικού κλάδου στο συνολικό εξωτερικό εμπόριο, καθώς οι εξαγωγές φαρμακευτικών προϊόντων ανήλθαν το 2018 σε €1,4 δισεκ. και αντιστοιχούν στο 4,3% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών όλων των αγαθών για το 2018.
Το ΙΟΒΕ προχώρησε επίσης σε εκτίμηση του οικονομικού αποτυπώματος του κλάδου του φαρμάκου στην ελληνική οικονομία. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του, η συνολική συνεισφορά του κλάδου του φαρμάκου σε όρους ΑΕΠ εκτιμάται σε €6,1 δισεκ. (3,4% του ΑΕΠ) το 2017. Έτσι, για κάθε €1 προστιθέμενης αξίας των εταιριών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο του φαρμάκου, δημιουργούνται άλλα €2,9 στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας. Σε όρους απασχόλησης, η συνολική συνεισφορά εκτιμάται σε 122 χιλ. θέσεις εργασίας (ή 3,0% της συνολικής απασχόλησης). Δηλαδή κάθε θέση εργασίας στον κλάδο του φαρμάκου υποστηρίζει άλλες 4,7 ισοδύναμες θέσεις πλήρους απασχόλησης συνολικά στην οικονομία. Τέλος, η επίδραση στα φορολογικά έσοδα από τη δραστηριότητα του κλάδου φαρμάκου εκτιμάται περίπου στα €1,7 δισεκ.
Στην ομιλία του ο Πρόεδρος του ΣΦΕΕ, κ. Ολύμπιος Παπαδημητρίου, σημείωσε ότι παρά την έξοδο από τα μνημόνια η λιτότητα στον χώρο της υγείας συνεχίζεται με τη λογική της κλειστής φαρμακευτικής δαπάνης να επεκτείνεται μέχρι το 2022 με νομοθετική ρύθμιση, γεγονός που επιδεινώνει ακόμη περισσότερο τις συνθήκες λειτουργίας και τις προοπτικές του κλάδου στη χώρα. Στη συνέχεια, εξέφρασε τον έντονο προβληματισμό των εταιριών του κλάδου για την χρονιά που διανύουμε: «Και ενώ μέχρι τώρα οι δυσβάστακτες υποχρεωτικές επιστροφές της φαρμακοβιομηχανίας προς το κράτος (για τα έτη 2012-2018 πληρώσαμε σε υποχρεωτικές επιστροφές κι εκπτώσεις € 5,3 δισεκ.!) δεν φαίνεται να επηρέασαν την πρόσβαση των ασθενών στις θεραπείες τους, κάτι τέτοιο φαίνεται δύσκολο να συνεχιστεί στο μέλλον, αφού οι προβλέψεις για τη φετινή χρονιά, αλλά και για τις επόμενες, φαντάζουν εξαιρετικά δυσοίωνες.
Ήδη για το πρώτο δίμηνο (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2019) το clawback του ΕΟΠΥΥ είναι αυξημένο κατά 16% συγκριτικά με το πρώτο δίμηνο του 2018! Η είσοδος νέων καινοτόμων θεραπειών στη χώρα καθίσταται προβληματική, ενώ δεν αποκλείεται να κινδυνεύσουν να λείψουν από την αγορά και καθιερωμένες θεραπείες που ήδη χρησιμοποιούνται από σημαντικό αριθμό ασθενών». Κλείνοντας ανέφερε: «Με την παρούσα κατάσταση καθίσταται ανύπαρκτη κάθε δυνατότητα μελλοντικού σχεδιασμού και απομακρύνεται το τρένο της ανάπτυξης. Βγήκαμε από τα μνημόνια, αλλά όχι από την κρίση».