ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Η χώρα της Ανατολικής Ευρώπης κατέγραψε το υψηλότερο «ΑΕΠ ανά ώρα» από κάθε άλλη χώρα του ΟΟΣΑ το 2017, στα 142,1 δολάρια (με μετατροπή σε δολάρια ΗΠΑ με βάση το PPP 2010), ακολουθούμενη από την Ιρλανδία, με την Τουρκία στην τρίτη θέση. Στο άλλο άκρο της κλίμακας, το ποσοστό παραγωγικότητας για την Ελλάδα ήταν μόλις 92,8, λόγω εν μέρει παραγόντων όπως η φθίνουσα οικονομική ανταγωνιστικότητα και τα χαμηλά ποσοστά συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό.
Τι σημαίνει όμως όλο αυτό; Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) ανά ώρα καταγράφει την αποτελεσματικότητα της εργασίας και πόσο καλά συνδυάζεται με άλλους παράγοντες που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία παραγωγής. Αν και αυτό ακούγεται σαν ένα μέτρο της σωματικής προσπάθειας που αφιερώνει ένα άτομο για να κάνει μια δουλειά, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική.
Τα επίπεδα παραγωγής εξαρτώνται από ένα συνδυασμό παραγόντων, όπως είναι οι κεφαλαιουχικές δαπάνες, η τεχνολογική πολυπλοκότητα και οι οικονομίες κλίμακας μιας επιχείρησης.
Ενώ η αυξημένη παραγωγικότητα συμβαδίζει με μια υγιέστερη οικονομία και βελτιωμένο βιοτικό επίπεδο, υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ της πιο παραγωγικής χρήσης των πόρων και της ανάπτυξης με κάθε κόστος.
Ποια είναι η τάση;
Με λίγες εξαιρέσεις, η παραγωγικότητα των περισσοτέρων χωρών του ΟΟΣΑ παρουσίασε ανοδική πορεία τα τελευταία χρόνια. Οι αναδυόμενες οικονομίες, ιδιαίτερα τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, όπως η Ρουμανία, η Πολωνία, η Λετονία και η Βουλγαρία, παρουσίασαν απότομη άνοδο της τάσης της παραγωγικότητας με την πάροδο του χρόνου.
Στην περίπτωση της Ρουμανίας, η αύξηση της παραγωγικότητας οφειλόταν εν μέρει στην έλλειψη εργατικού δυναμικού που δημιουργούσαν εκατομμύρια εργαζόμενοι που εγκατέλειψαν τη χώρα αναζητώντας υψηλότερες αμοιβές. Η έλλειψη νέων εργαζομένων άσκησε πίεση στις εταιρείες για να αυξήσουν την παραγωγικότητα της υπάρχουσας εργασίας.
Οι ανεπτυγμένες οικονομίες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Σουηδία και οι ΗΠΑ δείχνουν μια σταδιακή αύξηση των επιπέδων παραγωγικότητας, σε μεγαλύτερη προσέγγιση με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ.
Μια ματιά το μέλλον
Οι εργαζόμενοι, οι επιχειρήσεις και οι εθνικές οικονομίες ξοδεύουν ένα μεγάλο μέρος του χρόνου τους προσπαθώντας να λύσουν το αίνιγμα της παραγωγικότητας: πώς να πετύχουμε περισσότερα πράγματα σε λιγότερο χρόνο.Αλλά είναι υψηλότερη παραγωγή πάντα καλή;
Σε ορισμένες ραγδαία εκβιομηχανιζόμενες οικονομίες, η ανάπτυξη αναζητείται με ελάχιστη μέριμνα για το περιβαλλοντικό κόστος. Η κλιματική αλλαγή, η ρύπανση και η απώλεια της βιοποικιλότητας είναι πολύ υψηλό τίμημα για μια βραχυπρόθεσμη ώθηση στην παραγωγή, η οποία θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη μελλοντική ανάπτυξη και τελικά να θέσει σε κίνδυνο την ανθρωπότητα.
Σύμφωνα με το Global Footprint Network, η ανθρωπότητα από τη δεκαετία του 1970 χρησιμοποιεί περισσότερους πόρους κάθε χρόνο από όσους ο πλανήτης μπορεί να αναδημιουργήσει, μια κατάσταση που χαρακτηρίζει ως «οικολογική υπέρβαση». Το δίκτυο εκτιμά ότι οι άνθρωποι χρησιμοποιούν το ισοδύναμο με τους πόρους 1,7 Γης για να καλύψουν τις ανάγκες μας και να απορροφήσουν τα απόβλητά μας.
Ενώ η διεθνής κοινότητα προωθεί την αλλαγή, η διαδικασία εξελίσσεται πολύ αργά για να επιτευχθεί ο στόχος περιορισμού της υπερθέρμανσης του πλανήτη σε 2 βαθμούς Κελσίου έως το 2100.
Η αύξηση της παραγωγικότητας συνδέεται στενά με την οικονομική ανάπτυξη και οι εταιρείες και οι διαμορφωτές πολιτικής υιοθετούν πρακτικές στη δημιουργία βιώσιμης ανάπτυξης.
Η Έκθεση για την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ 2018 υπογραμμίζει τη σημασία πολιτικών που προωθούν την αποτελεσματική χρήση των πόρων του πλανήτη, τη μείωση των αποβλήτων και την ενθάρρυνση της καινοτομίας.
Οι Τεχνολογίες της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης προσφέρουν άνευ προηγουμένου περιθώρια για την ενίσχυση της παγκόσμιας παραγωγικότητας. Η καινοτομία ανοίγει ευκαιρίες για την προώθηση μιας βιώσιμης ανάπτυξης που σέβεται το περιβάλλον.