Σε ένα εργοστάσιο λίγο έξω από τη Σεούλ, γυναίκες στη σειρά με πλαστικά γάντια και μάσκες τοποθετούν σκιές ματιών σε κασετίνες, ακριβώς δίπλα σε ένα μηχάνημα που κατασκευάζει μέικ-απ προσώπου.

Η διαφορά μεταξύ των δύο προϊόντων: Το πρώτο προορίζεται για ένα από τα πιο γνωστά brand καλλυντικών της Γαλλίας, ενώ το δεύτερο για μια νοτιοκορεατική εταιρία.

Το εργοστάσιο ανήκει στην Cosmecca Korea, την τρίτη μεγαλύτερη εταιρία παραγωγής καλλυντικών της χώρας, η οποία παράγει μια γκάμα προϊόντων για πάνω από 300 πελάτες, από διακεκριμένα brands όπως η Estée Lauder μέχρι μικρές εγχώριες φίρμες, όπως οι Clio και Dr.Jart.

Εργοστάσια σαν αυτό έχουν κάνει τη Νότια Κορέα το επίκεντρο της βιομηχανίας της ομορφιάς, ενός κόσμου όπου ο χρόνος που χρειάζεται για να μετατραπεί μια ιδέα σε προϊόν στο ράφι έχει μειωθεί δραματικά. Αυτό είναι ζωτικής σημασίας σε μια εποχή που οι καταναλωτές μπορούν εύκολα να μετατρέψουν την επιτυχία ενός προϊόντος σε «φιάσκο» μέσα σε μια χρονιά.

Οι εταιρίες παραγωγής καλλυντικών έχουν γίνει τόσο σημαντικές για τη βιομηχανία της ομορφιάς όσο είναι και η Foxconn για τη βιομηχανία της τεχνολογίας.

Κάποιες από τις μεγαλύτερες αυτές εταιρίες παραγωγής καλλυντικών έχουν αποκτηθεί από παγκόσμιες εταιρίες καλλυντικών, όπως η L’ Oréal και η Unilever. Οι τρεις μεγαλύτερες εταιρίες παραγωγής καλλυντικών της Ν. Κορέας – οι Cosmax, Korea Kolmar και Cosmecca – έχουν προσελκύσει τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον ξένων επενδυτών οι οποίοι ήθελαν να αποκτήσουν μερίδιο σε αυτές, αναφέρει το Reuters.

Επένδυση στη Ν. Κορέα, σε μια «σκληρή αγορά»

Όταν ο γαλλικός κολοσσός LVMH διερευνούσε την Clio πριν επενδύσει σε αυτή το 2016, ανάμεσα στις βασικές ερωτήσεις του ήταν «πώς επινοείτε καινούρια προϊόντα τόσο γρήγορα;», λέει στο Reuters η Lim Mira, μέλος της ομάδας σχεδίασης στρατηγικής της Clio.

Οι εταιρίες παραγωγής καλλυντικών της Ν. Κορέας, όπως η Cosmax, ανταποκρίνονται στις παραγγελίες πολύ πιο γρήγορα, σχεδόν μέσα σε τρεις μήνες, απ’ ό,τι εταιρίες άλλων χωρών, σχολιάζει η Lim.

«Πολλοί παγκόσμιοι παίκτες δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα, καθώς ο κύκλος ζωής κάθε επιτυχημένου προϊόντος έχει μικρύνει, με αποτέλεσμα να πρέπει να σκέφτονται τις καινοτομίες που θα ακολουθήσουν σε πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς», λέει η Laura Chu, οικονομική διευθύντρια στην κινέζικη εταιρία ερευνών Kantar International.

Σε μια προσπάθεια να αλλάξουν τα δεδομένα, τόσο η Unilever και η L’Oréal όσο και άλλοι ευρωπαϊκοί και αμερικανικοί κολοσσοί, έχουν πληρώσει τεράστια ποσά τα τελευταία δύο χρόνια για να αποκτήσουν νοτιοκορεατικά brands καλλυντικών.

Η Unilever ανακοίνωσε μια συμφωνία €2,27 δισ. για την Carver Korea τον Σεπτέμβριο. «Γεωγραφικά, θα μας επιτρέψει να ενισχύσουμε την παρουσία μας σε δύο από τις πέντε μεγαλύτερες αγορές καλλυντικών για την περιποίηση του δέρματος, την Κίνα και την Κορέα», ανέφερε στο Reuters στέλεχος της Unilever.

Η νοτιοκορεατική Nanda αγοράστηκε επίσης από τη L’Oréal έναντι αγνώστου ποσού τον Μάιο.