• Bons Vivants

    Θεόδωρος Γρηγοριάδης: Γκέι μυθιστόρημα, μετανάστευση, κρίση

    Θεόδωρος Γρηγοριάδης: Ομοερωτισμός, μετανάστευση, κρίση

    Θεόδωρος Γρηγοριάδης


    Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης γράφει ένα μυθιστόρημα (Ελσίνκι, εκδ. Πατάκη 2024) για τον έρωτα του Αντώνη και του Αβίρ. Στην πραγματικότητα όμως αισθάνεται κανείς πόσο βαθειά αληθινά βιώματα περιγράφει, πολύ δικά του, ο βραβευμένος συγγραφέας.

    Ο Αντώνης, Αθηναίος συγγραφέας, ο Αβίρ πρόσφυγας από το Κουρδιστάν. Πρόκειται για το γνώριμο μοτίβο στο χώρο της μετανάστευσης. Ο μορφωμένος ομοφυλόφιλος (και εν προκειμένω ηλικιακά αρκετά μεγαλύτερος) παίρνει υπό την προστασία του έναν καραβοτσακισμένο μετανάστη (συνήθως μουσουλμάνο) μόνο και μόνο για να τον χάσει όταν έρθει η στιγμή του προξενιού, που επιβάλλεται από την οικογένεια στην πατρίδα του.

    Το ίδιο συμβαίνει στον Αβίρ και στον Αντώνη. Ο Αβίρ πηγαίνει από το Ιράκ στην Αθήνα από την Αθήνα στο Ελσίνσκι από το Ελσίνκι στο Ιράκ και από το Ιράκ με τη νέα του οικογένεια πίσω στο Ελσίνκι με έναν σταθμό στην Αθήνα για να ξαναδει τον Αντώνη.

    Όμως πλέον η σχέση τους έχει αλλάξει, ίσως καi τα συναισθήματα του Αβίρ, που αφοσιώνεται στην οικογένειά του. «Δεν ήταν πια ο Αβίρ που ήξερα, εκείνος, ο κατάδικός μου». Όχι όμως και του Αντώνη, που διατηρεί τις αναμνήσεις και τη σχέση του με τον Αβίρ με ευλάβεια εντυπωσιακή.

    Στο χώρο και στο χρόνο

    Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης παρακολουθεί τους δύο ήρωες από δύο οπτικές γωνίες. Άλλοτε με τη φωνή του αντικειμενικού αφηγητή και άλλοτε με εκείνη του Αντώνη. Στην εναλλαγή των αφηγητών προστίθεται και η εναλλαγή του δραματουργικού χρόνου: Η αφήγηση δεν εξελίσσεται με γραμματικότητα.

    Τουναντίον, παλινδρομεί χρονολογικά με άτακτο τρόπο ανάλογα με τις διάφορες γεωγραφικές μετακινήσεις του Αβίρ, που επηρεάζουν και τη σχέση με τον Αντώνη: Ελσίνκι 2014 και 2018, Τούρκου (Φινλανδία) 2009, Βάασα (Φινλανδία) 2011, Καλάρ Κουρδιστάν (Ιράκ) 2011, 2012, 2015.. Ενώ η Αθήνα λίγο πριν την κρίση, αποτελεί το φόντο του παρελθόντος τους, εκεί γνωρίστηκαν, εκεί συγκατοίκησαν, στο διαμέρισμα του Αντώνη και αυτή η εποχή μνημονεύεται σαν μόνιμος ρυθμός στη φούγκα. Παράλληλα, στο φόντο, ξεπροβάλλει διαρκώς η Ελλάδα της κρίσης, η αποψίλωση της ζωής, μια χώρα ερείπιο.

    Το γράφει και ο ίδιος ο Θοδωρής Γρηγοριάδης, ως Αντώνης, μιλώντας για τον Αβίρ:

    «Για εκείνον, πάντως, ήταν κυριολεκτικά μονόδρομος η ζωή του. Όπως ήταν μονόδρομος και το στενό που κατέβαινε εκείνο το βράδυ, από το παλιόσπιτο όπου έμενε, στον Άγιο Δημήτριο, πηγαίνοντας στο ίντερνετ καφέ στην Ομόνοια. Τότε που ξεκίνησαν όλα. Λογικά, έτσι θα έπρεπε να είχε αρχίσει η εξιστόρηση της σχέσης μας. Ωστόσο, δεν ήταν ποτέ γραμμική, ούτε λογική, γι αυτό κι εγώ την άφησα να εξελιχθεί μέσα από διαφορετικές ματικές και σκόρπιες εικόνες».

    Παθιασμένα βιώματα

    Για τον αναγνώστη αυτή η ασυνέχεια αποτελεί μία κάποια σύγχυση. Ξεπερνιέται βαθμιαία καθώς οι σταθμοί σε κάθε τόπο και χρόνο επαναλαμβάνονται και οι αρμοί του τρένου δένονται μεταξύ τους… Επιπλέον, η ενότητα ύφους ενώνει και συμπυκνώνει το έργο του:

    Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης πυρώνει την πρόζα του με παθιασμένα βιώματα, όμως ο λόγος του παραμένει δωρικός, ακριβής και προφορικός, χωρίς γλωσσικές γιρλάντες. Παρομοίως, τα κεφάλαια (ένα για κάθε τόπο και χρόνο) παραμένουν ευσύνοπτα, τριών σελίδων κατά μέσο όρο. Πίσω από την ψυχραιμία της γραφής του, το αράδιασμα των πραγματολογικών στοιχείων, αισθάνεται κανείς το λανθάνων συναίσθημα, το κυματιστό. Μία δύναμη εσωτερική πνευματώνει τον πεζό του λόγο.

    «Κοιτάζει τον άντρα της με πόνο και καχυποψία, και πιάνει ένα στιγμιαίο βλέμμα του, λες κι εκείνος για λίγα μοιραία δευτερόλεπτα διαβάζει τη σκέψη της. Έτσι ξεκινά η αμφιβολία, σε ένα χιλιομυριοστό του δευτερολέπτου».

    Έδειχνε πανέτοιμος

    Όταν ο Αντώνης χάνει εντελώς τα ίχνη του Αβίρ, πηγαίνει στη Σουηδία και γράφει την ιστορία τους, -Μάρτιο του 2023. Τη διαβάζει στην ομήγυρη από συναδέλφους συγγραφείς. Αναφέρεται στον Άγιο Δημήτριο, περίπου δώδεκα χρόνια πίσω. Στο τέλος λοιπόν της σχέσης τους επανέρχεται στην αρχή,  και έτσι οι απεγνωσμένοι ελιγμοί μέσα στο γεωγραφικό χώρο και το χρόνο, ολοκληρώνονται μέσα σε ένα σχήμα κυκλικό.

    Γράφει ο Αντώνης:

    «Με χαλάρωνε αυτή η βόλτα στο νεκροταφείο: μέσα στο χώμα όσοι έφυγαν, πάνω στη γη οι πρόσκαιροι. Μια αδιόρατη επιθυμία ξεπρόβαλλε για κάθε σκοτεινή φιγούρα που περπατούσε ή στεκόταν στο αλσύλλιο και στον προαύλιο χώρο, στο ενδιάμεσο ζωής και θανάτου {…}

    Από εκεί κατέβαινε ο Αβίρ. Στον φωτισμένο δρόμο διέκρινα μια ψιλόλιγνη φιγούρα, ένα περπάτημα προδοτικό, που μ’ έκανε να σταματήσω και να ρωτήσω πού πήγαινε. Μιλούσε καλά ελληνικά. Πήγαινε σε ένα ίντερνετ καφέ στο κέντρο. Στα σκοτεινά, μου φάνηκε ήρεμος, τα μάτια γυάλιζαν υγρά. Τον ζύγισα με το ένστικτο. Να τον έβαζα μέσα στο αυτοκίνητο; Τελικά πρότεινα να τον κατεβάσω εγώ στην Ομόνοια. Μπήκε πρόθυμα, σπρώχνοντας πίσω το κάθισμα του συνοδηγού για να χωρέσει. Έβαλα χαμηλή μουσική. Μιλούσαμε γενικά και αόριστα, “μη σε ξέρω από κάπου;”. Τον χάιδεψα απλά και ενέδωσε, τραβώντας το σώμα του παραπίσω. Έδειχνε πανέτοιμος».

    Δυνατότητες που δεν πραγματοποιήθηκαν

    Ανάμεσα σε κάθε κεφάλαιο αποτυπώνονται τα διαδικτυακά τσατ του Αντώνη και του Αμίρ, που γράφει σε γκρικλις.

    Το Ελσίνκι θυμίζει αυτό που σημείωσε ο Μαγιακόφσκι για την ποίηση, πως έπρεπε να έχει χαρτί και μολύβι και να σημειώνει ό,τι παρατηρεί. Ύστερα να αφήνει το ποίημα να αναδυθεί. Ο Αβίρ το δήλωσε στη σύζυγό του: «Ό,τι του λέμε κάθεται και το γράφει βιβλίο, έτσι έκανε μια ζωή». Εύκολα το φαντάζεται κανείς για όλα τα μυθιστορήματα και διηγήματα του συγγραφέα.

    Στο Ελσίνσκι ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης αποκαλύπτεται περισσότερο από τον μυθοπλαστικό Αντώνη. Η επινόηση της περσόνας εξασθενεί άραγε την τολμηρότητα του έργου του; Αλλά δεν έχει σημασία τελικά το που αρχίζει το βιβλίο και που τελειώνει η πραγματικότητα.

    Διότι ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης επιβεβαιώνει τελικά την ομολογία του Κούντερα: «τα πρόσωπα που μυθιστορήματός μου είναι οι ίδιες μου οι δυνατότητες που δεν πραγματοποιήθηκαν… έχουν διαβεί ένα όριο που εγώ δεν έκανα παρά να περιτριγυρίζω».



    ΣΧΟΛΙΑ