Αναστάτωση στους «σορτάκηδες» της αγοράς έχει προκαλέσει η δυνατή εκκίνηση του ελληνικού χρηματιστηρίου φέτος, η οποία είναι η ισχυρότερη που έχει καταγραφεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες (από το 1999).

Ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών έχει καταγράψει από τα τέλη Δεκεμβρίου κέρδη της τάξης του 14,85% (μέχρι και την Πέμπτη 7 Μαρτίου), τη μεγαλύτερη άνοδο που έχει σημειωθεί από το 1999. Η κίνηση αυτή βοήθησε να εκτονωθεί το βίαιο “ξεπούλημα” που είχε οδηγήσει την αγορά σε χαμηλά δύο ετών και να αυξηθούν οι κεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών, οι οποίες είχαν καταρρεύσει κοντά στο ήμισυ της λογιστικής τους αξίας τον Ιανουάριο.

Το ράλι αυτό ταιριάζει στο νέο οικονομικό πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί. Η Ελλάδα βρίσκεται σε καλό δρόμο για να πετύχει τον ταχύτερο ρυθμό ανάπτυξής της από το 2007, ενώ οι Αρχές προχωρούν με σχέδια για την εξάλειψη των επισφαλών δανείων που έχουν συσσωρευθεί στους ισολογισμούς των τραπεζών και τα οποία δεν αφήνουν, εδώ και χρόνια, τις τράπεζες και την οικονομία να ανακάμψουν. Επιπλέον, αυξάνεται η πεποίθηση ότι οι επικείμενες εκλογές μπορεί να φέρουν στην εξουσία το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τη Νέα Δημοκρατία, ενδεχομένως και τον Μάιο.

“Είμαστε θετικοί για την Ελλάδα εδώ και πολύ καιρό”, δηλώνει ο Fabio Balboni, οικονομολόγος της HSBC Securities Ltd. στο Λονδίνο, ο οποίος θεωρεί ότι υπάρχει μικρός κίνδυνος για τους κυβερνώντες να αποκλίνουν από το μεταρρυθμιστικό τους δρόμο, ενώ προσθέτει ότι το”μαξιλάρι” ρευστότητας που διαθέτει η χώρα μπορεί πραγματικά να καλύψει τις κεφαλαιακές ανάγκες μέχρι το 2022 ή ακόμα και το 2023. Μάλιστα, ο ίδιος εκτιμά ότι η θετική αυτή επίδοση μπορεί να συνεχιστεί.

Πολλοί επενδυτές αναμένουν πως η Νέα Δημοκρατία θα υιοθετήσει μια πιο φιλική προς την αγορά στάση, σε σχέση με τον Σύριζα, και έχει το προβάδισμα σε δημοσκοπήσεις με περιθώριο περίπου 10 ποσοστιαίων μονάδων. Ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, Κυριάκος Μητσοτάκης, θέλει να περιορίσει τον αναποτελεσματικό δημόσιο τομέα της Ελλάδας, να μειώσει τους εταιρικούς φόρους και να υιοθετήσει μεθόδους fast track για τα μεγάλα επενδυτικά έργα, τα οποία καθυστερούν εδώ και χρόνια.

Αυτή η στάση θα μπορούσε να βοηθήσει στην προσέλκυση επενδύσεων ύστερα από χρόνια λιτότητας που εκμηδένισαν την εγχώρια ζήτηση και περιόρισαν τις επιχειρηματικές δαπάνες. Την Τρίτη, η Ελλάδα προχώρησε στην έκδοση ομολόγου για δεύτερη φορά φέτος, εκμεταλλευόμενη το ευνοϊκό κλίμα στις διεθνείς αγορές και την αναβάθμιση από τον οίκο Moody’s Investors Service, ύστερα από την έξοδό της από το τρίτο και τελευταίο πρόγραμμα διάσωσης τον Αύγουστο.

Άλλοι, παρουσιάζονται λιγότερο αισιόδοξοι. Η Anastasia Levashova, διαχειρίστρια κεφαλαίων στη Blackfriars Asset Management στο Λονδίνο, λέει ότι οι ελληνικές τράπεζες  ενδεχομένως να χρειαστούν περισσότερα κεφάλαια και ότι θα δυσκολευτούν να ξαλαφρώσουν τους ισολογισμούς τους από τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, τα οποία εξακολουθούν να αποτελούν το 25%-58% του συνολικού χαρτοφυλακίου τους.

“Το ράλι είναι τεχνικό”, δηλώνει. “Είναι όμως βιώσιμο; Έχει ξεκαθαρίσει αρκετά η κατάσταση ώστε να μπορέσει να υπάρξει βιώσιμη ανάπτυξη άνω του 3%; Όχι.”, προσθέτει κατηγορηματικά,

Πράγματι, ενώ η οικονομία έχει ανακάμψει, οι προβλέψεις υποδεικνύουν ελαφρά επιβράδυνση από αυτό το σημείο. Για το 2018 θα υπάρξει ανάπτυξη 1,9%  και 1,8% το 2019, εφόσον αυξηθεί κατά 2% το 2018, σύμφωνα με τη διάμεση εκτίμηση των οικονομολόγων που συμμετείχαν σε έρευνα του Bloomberg.

Ωστόσο, ένα αμοιβαίο κεφάλαιο που διαπραγματεύεται στις Η.Π.Α. κατέγραψε καθαρές εισροές ύψους 10 εκατομμυρίων δολαρίων την περασμένη εβδομάδα, τις μεγαλύτερες από τον Μάιο του 2018.

“Ο Φεβρουάριος παρουσίασε πολύ μεγαλύτερη επενδυτική συμμετοχή, συμπεριλαμβανομένων των hedge funds και των θεσμικών επενδυτών”, δήλωσε ο Baldoni. “Αυτή η διεύρυνση της επενδυτικής βάσης οδηγεί σε έναν θετικό κύκλο, καθώς προκαλεί χαμηλότερη μεταβλητότητα, η οποία, με τη σειρά της, προσελκύει περισσότερους επενδυτές”, εξηγεί.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: Αποκαλυπτικό: Αυτοί είναι που πήραν το ελληνικό ομόλογο των 2,5 δισ. ευρώ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Άνοιγμα στα ξενοδοχεία κάνει η Airbnb

ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ: Γιατί τα κορυφαία στελέχη της Eurobank πάνε σε Λονδίνο και Νέα Υόρκη