Η Βραζιλία αναδύθηκε ως ισχυρή δύναμη της γεωργίας στις αρχές του 2000, μετά από την διάθεση γης για τη δημιουργία μαζικών, χαμηλού κόστους αγροκτημάτων. Τώρα, ένας πρώην οδηγός σε αγώνες ράλι, θέλει να μετατρέψει τις φάρμες σε βιολογικές.

Ο Pedro Paulo Diniz, ένας από τους κληρονόμους μίας περιουσίας ύψους 2,2 δισ. δολαρίων, επιχειρεί να πείσει τους αγρότες  να χρησιμοποιήσει μέρος από τη γη τους για να καλλιεργήσει σόγια και καλαμπόκι με βιολογικό τρόπο. Άρχισε να γνωρίζει την βιολογική γεωργία το 2006, έξι χρόνια αφού αποχώρησε από τους αγώνες της Φόρμουλα 1, επενδύοντας περίπου 7 εκατ. δολάρια από δικά του χρήματα, σε μία κοινοπραξία με την ονομασία Rizoma Agro.

Δεν είναι εύκολο να πεισθούν οι αγρότες, οι οποίοι έχουν στηρίξει τις επιχειρήσεις τους τόσα χρόνια σε άφθονο και χαμηλού κόστους λίπασμα, για τα οφέλη που έχει το ακριβό, φυσικό λίπασμα. Αλλά ο Diniz, προωθεί σοδειές παρόμοιες με τις συμβατικές καλλιέργειες, δίχως να έχουν περιβαλλοντικό αντίκτυπο, με ακριβότερες τιμές που απορροφούν το επιπλέον κόστος, δημιουργώντας μεγαλύτερα περιθώρια. Αναζητά να συγκεντρώσει 15 εκατομμύρια δολάρια για να επεκταθεί.

Οι τάσεις του καταναλωτή ευνοούν τον στόχο του. Η πανδημία ενισχύει την ζήτηση για βιολογικό κρέας και σνακ καθώς περισσότεροι καταναλωτές είναι πρόθυμοι να πληρώσουν για πιο ακριβά τρόφιμα που θα βελτιώσουν το πεπτικό τους σύστημα. Στις Η.Π.Α., οι πωλήσεις βιολογικών τροφίμων αυξάνονται με ταχύτερο ρυθμό από ότι οι πωλήσεις του λιανικού εμπορίου.

“Οι παγκοσμίως γνωστές εταιρίες που βρίσκονται σε συμφωνία με λιανικούς παρόχους αναζητούν βιολογικά σιτηρά και ελαιόσπορους” επισήμανε ο Diniz σε συνέντευξη. Η αρχική παραγωγή πουλήθηκε στο εξωτερικό στο Tyson Foods Inc. και τοπικά στην Nestle SA και τη Unilever NV. “Μας λένε ότι μπορούν να αγοράσουν ότι παράγουμε”.

Η Rizoma Agro δημιουργεί δίκτυα logistics για βιολογικούς ελαιόσπορους, παρακάμπτοντας  τους εμπορικούς οίκους και υπογράφοντας συμβόλαια πέντε ετών με παραγωγούς, κάνοντας απευθείας πωλήσεις. Ο στόχος είναι να φτάσουν τα 350,000 εκτάρια (865,000 στρέμματα) σε μια δεκαετία.

Για να το επιτύχει σε αυτό, η εταιρία προσπαθεί να χαμηλώσει το κόστος βιολογικών προϊόντων από 30% υψηλότερα από το κόστος της συμβατικής σοδειάς που είναι σήμερα, σε 18% εντός τριών χρόνων, είπε ο Fabio Sakamoto, συνιδρυτής και COO της εταιρείας.

Αλλά καθώς οι παγκόσμιοι παραγωγοί τροφίμων διαμορφώνουν τις σειρές βιολογικών προϊόντων τους ως μέρος της διαφοροποίησης των καταναλωτικών τάσεων, δέχονται παράλληλα αυξημένη πίεση από τους καταναλωτές για την συμμετοχή τους στην περιβαλλοντική κρίση της Βραζιλίας.

H κακή περιβαλλοντική φήμη της Βραζιλίας γίνεται εμπόδιο στην προσπάθεια της εταιρίας να προσεγγίσει επενδυτές. Η Rizoma προσπαθεί να συγκεντρώσει 5 εκατομμύρια δολάρια σε πράσινα ομόλογα και 10 εκατομμύρια σε μετοχικά κεφάλαια, είπε ο Diniz.

Το μόνο που μπορεί να κάνει η εταιρεία είναι να προωθήσει τα δικά της οικολογικά διαπιστευτήρια, που συμπεριλαμβάνουν σύνθετα λιπάσματα με βάση το άζωτο και χρησιμοποιούν επιπρόσθετα φυτά για να απορροφήσουν το άζωτο και το μονοξείδιο του άνθρακα από το χώμα, συμβάλλοντας στην αποβολή του μονοξειδίου του άνθρακα από την ατμόσφαιρα.

Ο Pedro Diniz, ένα από τα έξι παιδιά του μεγιστάνα του λιανικού εμπορίου Abilio Diniz, δημιούργησε επίσης την Fazenda da Toca, κορυφαίο παραγωγό αυγών της Βραζιλίας. Μετά την θητεία του στην επαγγελματική, αγωνιστική οδήγηση, αποφάσισε να ασχοληθεί με «πράσινες» εταιρίες το 2016, όταν γεννήθηκε το πρώτο του παιδί και ο Αλ Γκόρ δημοσίευσε το «Μία Άβολη Αλήθεια», είπε ο ίδιος.

“Δεν έχει να κάνει με το αν είναι ιδεαλιστής ή ονειροπόλος», εξήγησε ο Diniz. «Τα κλιματικά προβλήματα είναι εδώ και πρέπει να ασχοληθούμε με αυτά. Εφόσον μπορούμε να αποδείξουμε ότι είμαστε ικανοί να καλλιεργήσουμε βιολογικά τρόφιμα, υπό κλίμακα, με ίδιες τιμές με αυτές των συμβατικών, η αλλαγή θα έρθει γρήγορα”.

Επιμέλεια μετάφρασης: Αμαλία Βερούτη