ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Κάποιες από τις πλουσιότερες οικογένειες της Γερμανίας έχουν στιγματιστεί για τα καλά από τους ναζιστικούς δεσμούς τους: Η οικογένεια Quandt (BMW), η οικογένεια Krupps (χάλυβας) και η οικογένεια Flick (εξορύξεις και μηχανήματα) έχουν δώσει μάχη για να αποτινάξουν από πάνω τους την αρνητική κληρονομιά της συνεργασίας με την οικονομική μηχανή του Τρίτου Ράιχ. Τώρα, παρόμοια κατάσταση αντιμετωπίζει και η δυναστεία πίσω από το Panera Bread και τα Krispy Kreme Doughnuts.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ γερμανικής εφημερίδας, η οικογένεια Reimann – της οποίας η JAB Holding Co. είναι ιδιοκτήτρια των παραπάνω αλυσίδων, καθώς και πλήθους άλλων εμπορικών σημάτων – εξανάγκασε, κατά τη ναζιστική περίοδο, Ρώσους πολίτες και Γάλλους αιχμαλώτους πολέμου να εργαστούν για τις επιχειρήσεις της.
Έκαναν δωρεές σε ναζιστικές οργανώσεις ήδη από το 1931 και ο Albert Reimann ο νεώτερος, η κύρια πηγή της ύψους πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων περιουσίας των απογόνων του, κάποτε διαμαρτυρήθηκε για την απόδοση των Γάλλων αιχμαλώτων εργατών, ανέφερε η Bild am Sonntag την Κυριακή.
Η οικογένεια ανέθεσε σε έναν ιστορικό στις αρχές του αιώνα να ερευνήσει την καταγωγή τους, μετά από ένα άρθρο του 1978 που έκανε αναφορά στους δεσμούς του με τους ναζί, σύμφωνα με εκπρόσωπο της οικογένειας. Η έκθεση αυτή θα ολοκληρωθεί και θα είναι διαθέσιμη το 2020. Μετά την αποκάλυψη της έκτασης των σχέσεων των προγόνων τους με τους Ναζί, οι Reimann δεσμεύθηκαν να δωρίσουν σε φιλανθρωπικό οργανισμό 10 εκατομμύρια ευρώ, αν και δεν δήλωσαν ποιοι θα λάβουν τα χρήματα.
Η απόφαση ήταν «αυθόρμητη, επειδή η οικογένεια ήταν απολύτως ντροπιασμένη», δήλωσε η εκπρόσωπος.
Οι μεγαλύτερες περιουσίες
Κάποιες από τις μεγαλύτερες περιουσίες της Γερμανίας έχουν τις ρίζες τους στην εποχή των Ναζί. Η περιουσία των 36 δισεκατομμυρίων δολαρίων της Susanne Klatten και του Stefan Quandt, κύριων μετόχων της Bayerische Motoren Werke AG (BMW), συνδέεται με μια βιομηχανική αυτοκρατορία που κατασκεύαζε πυροβόλα όπλα και αντιαεροπορικά βλήματα για την πολεμική μηχανή του Τρίτου Ράιχ. Ομοίως, η Viktoria-Katharina Flick και ο δίδυμος αδελφός της, Karl-Friedrich Flick, είναι από τους νεότερους δισεκατομμυριούχους του κόσμου, μέσω μιας περιουσίας που προέρχεται από έναν άλλον κατασκευαστή όπλων των Ναζί.
Χρειάστηκαν δεκαετίες για να παραδεχθούν δημοσίως οι περισσότερες γερμανικές εταιρείες τον ρόλο τους στη ναζιστική Γερμανία και στο Ολοκαύτωμα. Ωστόσο, το 2000, 6.500 γερμανικές εταιρείες δημιούργησαν ένα ίδρυμα το οποίο, μαζί με το γερμανικό κράτος, αντλησε πάνω από 5 δισεκατομμύρια ευρώ για επιζώντες ναζιστικών θηριωδιών και καταναγκαστικής εργασίας.
Η φιλανθρωπική δωρεά της οικογένειας Reimann αντιπροσωπεύει ένα κλάσμα της περιουσίας της JAB. Πέντε μέλη της οικογένειας, οι Wolfgang Reimann, Renate Reimann-Haas, Stefan Reimann-Andersen, Matthias Reimann-Andersen και Andrea Reimann-Ciardelli, έχουν περιουσία τουλάχιστον 10 δισεκατομμύρια δολάρια αθροιστικά, σύμφωνα με τον δείκτη Bloomberg Billionaires.
Η περιουσία των Reimann έχει τις απαρχές της στο 1828, όταν ο χημικός στο επάγγελμα Ludwig Reimann προσχώρησε στην εταιρεία χημικών που είχε ιδρύσει πέντε χρόνια νωρίτερα στο Pforzheim της Γερμανίας ο Johann Adam Benckiser. Το 1858, ο Reimann μετέφερε την επιχείρηση στο Ludwigshafen της Γερμανίας. Ο Reimann ο νεώτερος μπήκε στην επιχείρηση το 1923, σε ηλικία 25 ετών, βοηθώντας στη διαχείριση της εταιρείας παράλληλα με τον πατέρα και τους θείους του.
Κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, ο Reimann ο νεώτερος μεταμόρφωσε την επιχείρηση, εισάγοντας προϊόντα όπως η κρέμα συγκόλλησης οδοντοστοιχιών Kukident το 1962 και το απορρυπαντικό πιάτων Calgonit το 1964. Το 1981 προσέλαβε τον Peter Harf, πρώην σύμβουλο διαχείρισης με διδακτορικό στα οικονομικά από το Πανεπιστήμιο της Κολωνίας και ένα MBA από το Harvard Business School.
Το 1997, η JAB πούλησε μετοχές της Benckiser NV, κατασκευάστριας των προϊόντων οικιακού καθαρισμού Vanish και Cillit Bang, στο χρηματιστήριο του Άμστερνταμ. Δύο χρόνια αργότερα, η εταιρεία συγχωνεύθηκε με τη βρετανική Reckitt & Colman Ltd. για τη δημιουργία της Reckitt Benckiser.
Από τότε, η JAB διαφοροποιήθηκε και δαπάνησε περίπου 60 δισεκατομμύρια δολάρια κατά την τελευταία δεκαετία, δημιουργώντας μια αυτοκρατορία καφέ και αναψυκτικών.