Τι και αν ο Πολωνός μεγιστάνας Marek Piechocki έχει «χτίσει» μια περιουσία άνω του 1 δισ. δολαρίων; Ο ίδιος δεν είναι διατεθειμένος σε καμία περίπτωση να αλλάξει τον τρόπο ζωής του.

Ο συνιδρυτής της μεγαλύτερης εταιρείας λιανικού εμπορίου ένδυσης στην Πολωνία, της LPP SA., αποφεύγει τα φώτα της δημοσιότητας και εξακολουθεί να πηγαίνει για δουλειά με ποδήλατο και όχι με κάποια λιμουζίνα, όπως θα περίμενε κανείς. Όλα αυτά τη στιγμή που, σύμφωνα με τον δείκτη Bloomberg Billionaires, το οικογενειακό ίδρυμα που έχει δημιουργήσει αγγίζει τα 1,1 δισ. δολάρια, ενώ η αξία της μετοχής της LPP έχει υπερδιπλαστιαστεί από τον Νοέμβριο, καθώς οι επενδυτές βλέπουν θετικά τις δυνατότητες της εταιρείας στο ηλεκτρονικό εμπόριο, παρά το πλήγμα που υπέστη στις πωλήσεις της ως απόρροια της πανδημίας.

Σύμφωνα με εκπρόσωπο της εταιρείας, ο 60χρονος μεγιστάνας επιμένει να μην θέλει να θεωρείται δισεκατομμυριούχος, καθώς υποστηρίζει ότι ο πλούτος δεν του ανήκει. Ενδεικτικό του τρόπου σκέψης του είναι ότι το 2018 μετέφερε τις μετοχές που του ανήκουν στο ίδρυμά του, το οποίο έχει ως συνδικαιούχους πολλά μέλη της οικογένειάς του, καθώς και άλλα άτομα.

Βάσει του ιδιοκτησιακού μοντέλου του ιδρύματος, στο οποίο αποκλείεται η πώληση μετοχών της LPP, εξασφαλίζεται ότι «η εταιρεία δεν θα πουληθεί σύντομα», όπως δήλωσε ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της LPP, Slawomir Loboda.

O Piechocki ίδρυσε την επιχείρηση με τον Jerzy Lubianiec το 1991, όταν ο Πολωνία έκανε τα βήματά της προς τις αγορές. Η επιχείρηση ξεκίνησε με την εισαγωγή πουλόβερ από την Τουρκία.

Σήμερα, η LPP διαθέτει πάνω από 1.800 καταστήματα σε 25 χώρες, σύμφωνα με την τελευταία ετήσια έκθεση που δημοσίευσε. Μάλιστα, στα brands της εταιρείας, όπως τα Reserved, Mohito και Cropp, συχνά συναντώνται χαμηλότερες τιμές σε σχέση με τα αντίστοιχα προϊόντα των ανταγωνιστών της Δύσης.

Οι υπαίθριες αγορές

Ο επιχειρηματίας, ο οποίος αρνήθηκε να δώσει συνέντευξη για το θέμα, δεν είναι ο τυπικός δισεκατομμυριούχος. Ενδεικτικά, αποφεύγει τα catwalks και τα events διασήμων. Στην έδρα της LPP στο Gdansk δεν διαθέτει ξεχωριστό γραφείο, επιλέγοντας να μοιράζεται τον χώρο του με τους σχεδιαστές.

Όταν το 2019 ρωτήθηκε γιατί επιλέγει να κρατά κρυφή την προσωπική ζωή του, απάντησε ότι δεν θα θα ήθελε κάποιος να εκμεταλλευτεί το γεγονός και να αυξήσει την τιμή δίσκων που αγοράζει στις υπαίθριες αγορές στο Gdansk.

Το ίδρυμα του μεγιστάνα τον Νοέμβριο αγόρασε μετοχές από το αντίστοιχο του Lubianiec, οπότε το ίδρυμα Semper Simul Foundation (που συνδέεται με τον Piechocki) κατέχει περίπου το 29% της εταιρείας και το 60% του δικαιώματος ψήφου. Το ίδρυμα μετρά 16 εγγεγραμμένα μέλη ως δικαιούχους, με ορισμένα εξ αυτών να μην προέρχονται από την οικογένειά του.

Πάντως, η LPP δεν είναι η μόνη πολωνική εταιρεία που είδε αύξηση των κερδών της στην πανδημία. Αντιστοίχως, Ο Tomasz Biernacki έγινε περισσότερο πλούσιος, καθώς αυξήθηκαν οι πωλήσεις της αλυσίδας σούπερ μάρκετ Dino Polska SA. Παρομοίως, ο Rafal Brzoska έγινε ο νεότερος δισεκατομμυριούχος της χώρας με τις ηλεκτρονικές πωλήσεις να εκτοξεύουν τα κέρδη του.

Η φωτιά στο Μπαγκλαντές

Δεν ήταν, όμως, όλα ρόδινα στην πορεία της LPP. Η εταιρεία αντιμετώπισε δυσκολίες κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2010, όταν μια πυρκαγιά έπληξε τον υπεργολάβο της στο Μπαγκλαντές και ορισμένες συλλογές δεν ήταν καλές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να χάσει πελάτες.

«Ασχολούμασταν με την επέκταση (σ.σ. της εταιρείας), και δεν μπορούσαμε να δούμε ότι η κολεξιόν που θέλαμε να πουλήσουμε ήταν απλώς απαίσια», ανέφερε το 2017 ο Piechocki.

Η απάντηση του επιχειρηματία στην κατάσταση που διαμορφώθηκε ήταν από τη μια το «ψαλίδι» στα μερίσματα και από την άλλη η αύξηση των μισθών των σχεδιαστών, ώστε να προσλάβει περισσότερους. Επένδυσε, επίσης, τα κέρδη του σε τομείς, όπως το ηλεκτρονικό εμπόριο, ενώ έδωσε στο προσωπικό του περισσότερη αυτονομία.

Αυτές οι κινήσεις αποδείχτηκαν σημαντικές κατά τη διάρκεια της πανδημίας, σύμφωνα με τον Loboda, ο οποίος επεσήμανε ότι με κλειστό το 90% των φυσικών καταστημάτων δόθηκε έμφαση στα logistics και το online εμπόριο. «Χωρίς το προηγούμενο στοίχημα που δώσαμε στην τεχνογνωσία των εργαζομένων και την ενδυνάμωσή τους, κάτι τέτοιο δεν θα ήταν δυνατό», εξηγεί.

Ως εκ τούτου, η LPP διπλασίασε τα έσοδά της από το ηλεκτρονικό εμπόριο στο έτος χρήσης που ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο. Ωστόσο, κατέγραψε καθαρές ζημιές ύψους 190 εκατ. ζλότι (50 εκατ. δολάρια) στο 12μηνο.

Ανάκαμψη κερδών

Τον Απρίλιο ο CFO της εταιρείας, Przemyslaw Lutkiewicz, δήλωσε ότι η LPP αναμένει ανάκαμψη στα κέρδη της, πραγματοποιώντας κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Σύμφωνα με την αναλύτρια του Bloomberg Intelligence, Tatiana Lisitsina, «η LPP έχει μια στοχευμένη omnichannel στρατηγική, η οποία ξεπερνά τις αντίστοιχες εταιρείες λιανικής πώλησης, που βασίζονται στα καταστήματα», ενώ υπογράμμισε τη σημασία της διαδικτυακής της ανάπτυξης που τροφοδοτείται από την ευελιξία στην αλυσίδα εφοδιασμού της.

Μια φιλοδοξία του μεγιστάνα παραμένει ανεκπλήρωτη, αυτή της επέκτασης της εταιρείας στις δυτικές χώρες. Αυτή τη στιγμή, η LPP διαθέτει 19 καταστήματα στη Γερμανία και ένα στο Λονδίνο, ωστόσο παραμένει προσανατολισμένη στην ανατολική Ευρώπη. Οι τρεις χώρες που παραμένουν οι κύριες πηγές εσόδων είναι η Πολωνία, η Ρωσία και η Ουκρανία.

Για τον αναλυτή της Erste Group Bank, Οnrad Grygo, «αυτές είναι κερδοφόρες αγορές», οπότε «δεν υπάρχει λόγος να εισέλθει κάποιος στη Δυτική Ευρώπη, απλά για να υπάρχει εκεί».

Διαβάστε ακόμα: