Αίτηση προστασίας από τους πιστωτές του κατέθεσε ο όμιλος Luxury Dining Group, στον οποίο ανήκει η αλυσίδα ακριβών εστιατορίων Fig & Olive η οποία έχει παρουσία σε Νέα Υόρκη, Ουάσιγκτον και Λος Άντζελες.
Ο όμιλος απέδωσε την απόφασή του στις μηνύσεις που έχει δεχθεί από εργαζομένους και στην πανδημία.
Τώρα, σύμφωνα με τα δικαστικά έγγραφα που κατέθεσε ο όμιλος, ο βασικός μέτοχος, Guillaume Fonkenell, σε συνεργασία με το μάνατζμεντ, θα εξετάσει ποια από τα εννέα εστιατόρια της αλυσίδας παραμένουν βιώσιμα και μπορούν να επιστρέψουν κάποια στιγμή στην κερδοφορία.
Η εταιρεία είχε δεχθεί μηνύσεις λόγω των κρουσμάτων σαλμονέλας που παρουσιάστηκαν στα καταστήματά της στην Ουάσιγκτον και στο Μέλροουζ Πλέις, όμως η κατάσταση, όπως υποστηρίζει, επιδεινώθηκε από την πανδημία που την ανάγκασε να κλείσει προσωρινά τα εστιατόριά της.
Η περίπτωση των Fig & Olive είναι ενδεικτική των προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο κλάδος της εστίασης σε όλο τον κόσμο, με τις πωλήσεις να έχουν κάνει βουτιά, αλλά το κόστος των ενοικίων να εξαντλεί τις επιχειρήσεις. Σύμφωνα με την εταιρεία συμβούλων Aaron Allen & Associates, το 10% των εστιατορίων θα εξαφανιστούν και τουλάχιστον ένα 20% θα μπει σε διαδικασία αναδιάρθρωσης.
Η Luxury Dining Group έχει ήδη απολύσει πάνω από 700 εργαζομένους και απασχολεί πλέον μόνο 34.
Υπενθυμίζεται ότι την εβδομάδα που πέρασε έγινε γνωστό ότι και η ιδιοκτήτρια εταιρεία των αλυσίδων εστίασης Bella Italia, Cafe Rouge και Las Iguanas έκλεισε 91 καταστήματα της, με αποτέλεσμα να χαθούν 1.900 θέσεις εργασίας, μετά το lockdown που προκάλεσε κρίση και στις επιχειρήσεις εστιατορίων του Ηνωμένου Βασιλείου.
Η Casual Dining Group δήλωσε ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το να μπει σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης, μία μορφή χρεοκοπίας που ισχύει στη Βρετανία, και να κλείσει περισσότερα από το 1/3 των 250 καταστημάτων της άμεσα, προκειμένου να μπορέσει να ολοκληρώσει τις διαπραγματεύσεις για τα ενοίκια με τους ιδιοκτήτες των ακινήτων, ενώ παράλληλα προσπαθεί να πουλήσει την υπόλοιπη επιχείρηση.
Η εταιρεία, η οποία απασχολεί συνολικά 6.000 άτομα, προχώρησε στην πρόσληψη διαχειριστών τον Μάιο, διασφαλίζοντας κάποια προστασία από τους πιστωτές, καθώς επιχειρούσε να βρει αγοραστές. Σημειώνεται ότι η εταιρεία private equity KKR & Co. αγόρασε την Casual Dining Group το 2018.
Ο τομέας των εστιατορίων της Βρετανίας έχει πληγεί σοβαρά από το lockdown καθώς οι πωλήσεις σημείωσαν πτώση ενώ τα κόστη, όπως τα ενοίκια και οι φόροι, συνέχισαν να αυξάνονται. Τα εστιατόρια μπορούν να ανοίξουν ξανά από το Σάββατο, αλλά οι δουλειές αναμένεται να παραμείνουν υποτονικές για κάποιο διάστημα. Άλλες αλυσίδες, όπως η ιταλική Carluccio και η αλυσίδα burger Byron, προσπαθούν να βρουν αγοραστές.
«Έπρεπε να προχωρήσουμε σε αυτές τις ενέργειες προκειμένου να προστατέψουμε την επιχείρηση και να διασφαλίσουμε το καλύτερο δυνατό μέλλον για την Casual Dining Group, καθώς προσπαθούμε να πετύχουμε μια πιθανή πώληση», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος James Spragg.
Pizza Hut – Wendy’s: Η πικρή γεύση του lockdown…
Το lockdown που επιβλήθηκε κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος της πανδημίας έφερε ανατροπές και στον κλάδο της εστίασης, αλλάζοντας τα δεδομένα που ίσχυαν μέχρι πρότινος. Αφενός ο κόσμος σταμάτησε είτε αναγκαστικά είτε λόγω φόβου να πηγαίνει ο ίδιος σε καφέ, εστιατόρια και μπαρ, αφετέρου αυξήθηκε ο ανταγωνισμός στο delivery, με τη ζήτηση να σημειώνει κάθετη αύξηση στις περιοχές όπου επιβλήθηκε υποχρεωτικός περιορισμός στο σπίτι. Και ενώ η μεγάλη πλειονότητα των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν ήδη ή θα αντιμετωπίσουν μέσα στο αμέσως επόμενο διάστημα πρόβλημα επιβίωσης θα παραμείνουν άγνωστα στο ευρύ κοινό, η είδηση της πτώχευσης της NPC International, του μεγαλύτερου franchisee των εστιατορίων Pizza Hut στις ΗΠΑ, προκάλεσε αίσθηση, υπογραμμίζοντας με τον πιο σαφή τρόπο τα πρωτόγνωρα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει ο κλάδος.
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα της, η NPC άνοιξε το πρώτο κατάστημα της Pizza Hut το 1962 και λειτουργεί περισσότερα από 1.225 καταστήματα Pizza Hut και πάνω από 385 καταστήματα fast food Wendy’s στις ΗΠΑ.
NPC και Pizza Hut αντιμετώπισαν δυσκολίες με την αύξηση του κόστους εργασίας και του φαγητού, στην προσπάθειά τους να διευρύνουν την υπηρεσία delivery και να απομακρυνθούν από το παραδοσιακό μοντέλο των εστιατορίων. H Overland Park, εταιρεία με έδρα το Κάνσας, αντιμετωπίζει επίσης μεγάλο ανταγωνισμό από ομοειδείς επιχειρήσεις, όπως η Domino’s Pizza και η Papa John’s International.
Η εταιρεία έχει χρέη 903 εκατομμυρίων δολαρίων και έχει ήδη διαπραγματευτεί, σε προκαταρκτικό στάδιο, την αναδιάρθρωση του χρέους της με το 90% περίπου των κύριων πιστωτών της και το 17% των δευτερευόντων. Το σχέδιο στοχεύει στη μείωση του χρέους της εταιρείας, με τους κύριους πιστωτές της εταιρείας να λαμβάνουν μετοχές και ενδεχομένως να συμμετέχουν σε μια νέα ανακεφαλαιοποίηση. Περιλαμβάνει επίσης την πώληση ενός μέρους –τουλάχιστον- των εστιατορίων της εταιρείας.
Η αίτηση υπαγωγής στο Chapter 11 του αμερικανικού Πτωχευτικού Κώδικα δεν σημαίνει ότι Pizza Hut και Wendy’s δεν θα λειτουργούν. Η NPC μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί, ενώ επεξεργάζεται ένα σχέδιο για την πληρωμή των λογαριασμών της και την αναδιάρθρωση της επιχείρησης και η πτώχευση δεν επηρεάζει τα χιλιάδες άλλα καταστήματα της Pizza Hut και της Wendy που ανήκουν σε άλλους δικαιοδόχους.
Στο πλαίσιο της συμφωνίας με τους πιστωτές της, η NPC θα αρχίσει να βάζει πωλητήρια στα Wendy’s της μέσα στις ερχόμενες μέρες. Στο μεταξύ, η εταιρεία έχει περιθώριο μέχρι 24 Ιουλίου για να καταλήξει σε συμφωνία με συγκεκριμένους πιστωτές και την ίδια την Pizza Hut για την αναδιάρθρωση του τομέα της πίτσας. Αν δεν υπάρξει συμφωνία, η NPC θα προσπαθήσει να πουλήσει και καταστήματα της Pizza Hut.
Πριν από την πανδημία, η NPC, με την υποστήριξη της ιδιωτικής εταιρείας επενδύσεων Eldridge Industries, ζήτησε τη βοήθεια συμβούλων αναδιάρθρωσης απευθυνόμενη στη δικηγορική εταιρεία Weil Gotshal & Manges, καθώς και στην επενδυτική τράπεζα Greenhill & Co. και την εταιρεία συμβούλων AlixPartners.
Τα εστιατόρια αντιμετωπίζουν νέες πιέσεις με τα προσωρινά λουκέτα που μπαίνουν ανά περιοχές για τον περιορισμό της διασποράς του κορονοϊού. Η συρρίκνωση των εσόδων ήταν όμως δραματική για κάποια, οδηγώντας τα αναγκαστικά στην υποβολή αιτήματος προστασίας από τους πιστωτές. Μεταξύ αυτών ήταν και επιχειρήσεις όπως η CEC Entertainment, μητρική των Chuck E. Cheese και Peter Piper Pizza, και ο αμερικανικός βραχίονας της πολυεθνικής αλυσίδας φούρνων-εστιατορίων Le Pain Quotidien.