Ο κυβερνητικός συνασπισμός στην Ιταλία δεν συμβιβάζεται πλέον με τις πολιτικές επιλογές του Μάριο Ντράγκι, όπως έκανε μέχρι τώρα.

Ανώτατα κομματικά στελέχη με γνώση της κατάστασης λένε ότι αφού οδήγησε τη χώρα στα χειρότερα της πανδημίας και έθεσε τα θεμέλια για την οικονομική της ανάκαμψη, ο πρωθυπουργός μοιάζει να έχει φτάσει όσο πιο μακριά μπορούσε.

Καθώς η Ιταλία πάλευε να ανοικοδομηθεί από το τραύμα του πρώτου κύματος της πανδημίας, ο Ντράγκι συγκράτησε τους κυβερνητικούς εταίρους του λόγω της πορείας του και της προσωπικότητάς, κάνοντας παράλληλα επίκληση στο εθνικό συμφέρον. Τώρα οι αντίπαλες ομάδες στην κυβέρνησή του αρχίζουν να προσβλέπουν σε γενικές εκλογές, οι οποίες θα διεξαχθούν το αργότερο το 2023, και στον αγώνα για να διαδεχθούν τον Ντράγκι.

Και αυτό κάνει πιο δύσκολο το να παραμείνουν πειθαρχημένοι.

Ως αποτέλεσμα, ο Ντράγκι δίνει το σήμα ότι θα προτιμούσε να περάσει στην προεδρία της Ιταλίας, όταν λήξει η επταετής θητεία του Σέρτζιο Ματαρέλα στις αρχές Φεβρουαρίου, δήλωσαν οι αξιωματούχοι.

Πάντως, σε συνέντευξη Τύπου το βράδυ της Δευτέρας, ο Ντράγκι είπε ότι δεν συζητά την μετακόμιση στο Κυρηνάλιο, το πολυτελές παλάτι όπου διαμένουν οι Ιταλοί πρόεδροι. Επέμεινε ότι η κυβέρνηση είναι πρόθυμη να συνεργαστεί παρά τις διαφορετικές απόψεις.

Οι ίδιοι αξιωματούχοι σημείωσαν ότι αντί να ακούει τις απόψεις των άλλων πλευρών και στη συνέχεια να παίρνει αντιδημοφιλείς αποφάσεις μόνος του, όπως έκανε συχνά ο Ντράγκι κατά τους 11 μήνες που είναι πρωθυπουργός, τώρα είναι πιο πρόθυμος να συμβιβαστεί.

Ο Ντράγκι είναι ακόμη σε θέση να προωθεί την πολιτική του, όχι όμως τόσο δυναμικά όσο συνήθιζε.

Για παράδειγμα σε μια «θερμή» συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου την περασμένη εβδομάδα, το κόμμα του Ντράγκι υποστήριζε τον υποχρεωτικό εμβολιασμό όλων των πολιτών. Το κόμμα του Σαλβίνι υποστήριζε την υποχρεωτικότητα για τους άνω των 60.

Τελικά αποφασίστηκε ο υποχρεωτικός εμβολιασμός όλων των πολιτών άνω των 50 ετών.

Αν και οι σκληρότερες πολιτικές συνθήκες πιθανότατα διαμορφώνουν τα μελλοντικά του σχέδια, οι προφανείς φιλοδοξίες του για την προεδρία μπορεί επίσης να τον κάνουν πιο απρόθυμο να αποξενώσει πιθανούς συμμάχους, ανέφεραν οι ίδιοι αξιωματούχοι.

Από τον διορισμό του στην πρωθυπουργία τον περασμένο Φεβρουάριο, ο Ντράγκι κατάφερε να «συγκρατήσει» τα ιταλικά κόμματα, ήταν από τους βασικούς εμπνευστές του Ταμείου Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ηγήθηκε μιας επιθετικής πολιτικής υπέρ του εμβολιασμού.

Ως πρόεδρος, θα μπορούσε να παίξει μακροπρόθεσμο ρόλο για τη σταθερότητα της χώρας, κάτι που θα ήταν ένα καλό νέο για τους επενδυτές. Θα μπορούσε να ασκήσει βέτο για υπουργούς και να διορίσει τον διάδοχό του, διασφαλίζοντας ότι το μεγάλο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που απαιτείται για τη διατήρηση των ταμειακών ροών του Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ παραμένει σε καλό δρόμο και ότι ο αγώνας κατά της πανδημίας -η οποία σύμφωνα με τους τελευταίους αριθμούς απέχει πολύ από το να έχει τελειώσει- συνεχίζεται.

Εδώ και καιρό ο Ντράγκι παρουσιάζεται ως το φαβορί για την θέση του προέδρου, αλλά δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα την πάρει. Η ψηφοφορία είναι πολύ περίπλοκη, θυμίζει τις μυστικές ψηφοφορίες που λαμβάνουν χώρα στο παπικό κονκλάβιο. Αυτό, σε συνδυασμό με τους ελιγμούς διαφορετικές ομάδες, συχνά οδηγεί σε απρόοπτα αποτελέσματα.

Εάν τελικά εκλεγεί πρόεδρος, ο Ντράγκι θα έγραφε ιστορία: κανείς ποτέ δεν πήγε απευθείας από το γραφείο του πρωθυπουργού στο Κυρηνάλιο.

Πιθανοί υποψήφιοι για την θέση είναι η υπουργός Δικαιοσύνης Μάρτα Καρτάμπια, ο πρώην επικεφαλής της Κάτω Βουλής, Πιερ Φερντινάντο Κασίσι και ο πρώην πρωθυπουργός Ρομάνο Πρόντι.

Ενδιαφέρον έχει εκδηλώσει επίσης ο 85χρονος πλέον Σίλβιο Μπερλουσκόνι.

Όποιος και να επιλεγεί, βραχυπρόθεσμα η Ιταλία αντιμετωπίζει μια περίοδο μεγαλύτερης πολιτικής αστάθειας.

Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι κανένα πολιτικό κόμμα δεν θα έχει την πλειοψηφία σε περίπτωση πρόωρων εκλογών, αν και κάποιοι, συμπεριλαμβανομένου του Σαλβίνι, ανυπομονούν ελπίζοντας να κερδίσουν την εξουσία.

Διαβάστε ακόμη:

Ντράγκι: Τα νοσοκομεία είναι και πάλι υπό πίεση εξαιτίας των ανεμβολίαστων – Η συνεχής τηλεκπαίδευση δημιουργεί ανισότητες