Σε μία εποχή που το θέμα της ισότητας των φύλων συζητείται όλο και περισσότερο, οι κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο δεν φαίνεται να έχουν λάβει το μήνυμα. Είναι μάλιστα παράδοξο ότι ακόμα και πολιτικοί που τάσσονται σθεναρά κατά των διακρίσεων επιλέγουν άνδρες κεντρικούς τραπεζίτες. Είναι ενδεικτικό ότι το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αποτελείται από 13 άνδρες και καμία γυναίκα.

Αυτό σημαίνει ότι πιθανότατα ο διάδοχος του Μάριο Ντράγκι στην ηγεσία της ΕΚΤ θα είναι και πάλι γένους αρσενικού. Και μολονότι συχνά αναφέρεται ως δικαιολογία η έλλειψη γυναικών οικονομολόγων και τραπεζιτισσών, δε θέλει πολύ ψάξιμο για να βρει κανείς δέκα γυναίκες στην Ευρωζώνη που θα είχαν τα προσόντα για μία τέτοια δουλειά, σχολιάζει σε άρθρο του το πρακτορείο Bloomberg.

Μεταξύ των δέκα αυτών γυναικών, το Bloomberg τοποθετεί την υποδιοικήτρια της κεντρικής τράπεζας της Γαλλίας, Sylvie Goulard, την υποδιοικήτρια της Bundesbank, Claudia Buch, την αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, Emma Navarro, την υποδιοικήτρια της κεντρικής τράπεζας της Ισπανίας, Margarita Delgado, την υποδιοικήτρια της κεντρικής τράπεζας της Πορτογαλίας, Elisa Ferreira, την υποδιοικήτρια της κεντρικής τράπεζας της Ιρλανδίας, Sharon Donnery, την υποδιευθύντρια του τμήματος νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, Natacha Valla, την επικεφαλής οικονομολόγο του ΟΟΣΑ, Laurence Boone, και την πρώην διευθύντρια έρευνας της ΕΚΤ, Lucrezia Reichlin. Ξεχωρίζει όμως και μία Ελληνίδα: την Πηνελόπη Κουγιανού-Γκόλντμπεργκ.

Όπως αναφέρει το Bloomberg: «Με ελληνική και αμερικανική υπηκοότητα, η Γκόλντμπεργκ υπηρετεί ως επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας από πέρυσι. Προηγουμένως είχε θέσεις καθηγήτριας σε τρία πανεπιστήμια της Ivy League στις ΗΠΑ και το 2011 έγινε η πρώτη γυναίκα αρχισυντάκτρια του περιοδικού American Economic Review. Επαγγελματικά έχει επικεντρωθεί στο εμπόριο και την ανάπτυξη».

Επιπλέον, η Πηνελόπη Κουγιανού – Γκόλντμπεργκ είναι εταίρος της Οικονομετρικής Εταιρείας, ερευνητικός πανεπιστημιακός εταίρος του Εθνικού Γραφείου Οικονομικών Ερευνών, μέλος της διοικήσεως του Γραφείου Ερευνών και Οικονομικής Αναλύσεως της Ανάπτυξης (BREAD), αλλά και Research Affiliate του Κέντρου Διεθνούς Ανάπτυξης (IGC) του London School of Economics.

Μεταξύ άλλων διακρίσεων, έχει τιμηθεί το 2003 με το βραβείο του Ιδρύματος Μποδοσάκη για τις Κοινωνικές Επιστήμες, το οποίο απονέμεται σε ερευνητές ελληνικής ιθαγένειας κάτω των 45 ετών.

Γεννήθηκε στην Αθήνα και, μολονότι εισάχθηκε πρώτη στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, πραγματοποίησε τις σπουδές της στα Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ, στη Γερμανία. Στη συνέχεια εκπόνησε τη διδακτορική διατριβή της στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ με υποτροφία του Ιδρύματος Ωνάση, παίρνοντας το διδακτορικό της το 1992.

Οι δεκάδες δημοσιεύσεις της επικεντρώνονται σε θέματα εφαρμοσμένης μικροοικονομικής θεωρίας, διεθνούς εμπορίου και βιομηχανικής οργάνωσης. Πιο πρόσφατα έχει μελετήσει την επίδραση της φιλελευθεροποίησης του εμπορίου στην ανάπτυξη και την κατανομή εισοδήματος, καθώς και τα αποτελέσματα της επιβολής των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας σε αναπτυσσόμενες χώρες.