ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Οι καθαρές πωλήσεις ανήλθαν σε 12,1 τόνους χρυσού το τρίτο τρίμηνο, σε σύγκριση με αγορές 141,9 τόνων το προηγούμενο έτος, σύμφωνα με έκθεση του World Gold Council. Οι πωλήσεις πραγματοποιήθηκαν κυρίως από το Ουζμπεκιστάν και την Τουρκία, ενώ η κεντρική τράπεζα της Ρωσίας εμφάνισε επίσης στο τρίμηνο την πρώτη πώληση εδώ και 13 χρόνια.
Ενώ οι εισροές σε ETFs αποτέλεσαν οδηγό για την άνοδο του χρυσού το 2020, οι αγορές από τις κεντρικές τράπεζες ήταν αυτές που βοήθησαν σημαντικά στην ενίσχυση της τιμής του τα τελευταία χρόνια. Η Citigroup Inc. τον περασμένο μήνα προέβλεψε ότι η ζήτηση από τις κεντρικές τράπεζες θα ανακάμψει το 2021, αφού επιβραδύνθηκε φέτος μετά από το παρολίγον ρεκόρ αγορών που σημείωσε τόσο το 2018 όσο και το 2019.
«Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι λόγω των συνθηκών οι τράπεζες μπορεί να κοιτάξουν τα αποθέματα χρυσού τους», δήλωσε η Louise Street, επικεφαλής ανάλυσης στο WGC. “Σχεδόν όλες οι πωλήσεις προέρχονται από τράπεζες που αγοράζουν από εγχώριες πηγές, εκμεταλλευόμενες την υψηλή τιμή του χρυσού σε μια εποχή που βρίσκονται σε τεντωμένο σκοινί δημοσιονομικά”.
Οι κεντρικές τράπεζες της Τουρκίας και του Ουζμπεκιστάν πούλησαν 22,3 τόνους και 34,9 τόνους χρυσού, αντίστοιχα, το τρίτο τρίμηνο, ανέφερε το WGC.
Ο χρυσός σημείωσε άνοδο ρεκόρ κατά τη διάρκεια του τριμήνου, ακόμη και την ώρα που η συνολική ζήτηση για ράβδους μειώθηκε κατά 19% σε ετήσια βάση, στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2009, ανέφερε το WGC. Αυτή η πτώση σημειώθηκε την ώρα που η ζήτηση κοσμημάτων στην Ινδία μειώθηκε κατά το ήμισυ, ενώ η κινεζική κατανάλωση κοσμημάτων ήταν επίσης ασθενέστερη.
Η πτώση της ζήτησης κοσμημάτων αντισταθμίστηκε εν μέρει από την αύξηση της ζήτησης από επενδυτές κατά 21%, σύμφωνα με το WGC, που αντλεί δεδομένα τόσο από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο όσο και από την Metals Focus. Το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης προήλθε από τη ζήτηση για ράβδους χρυσού και νομίσματα, καθώς οι ροές σε ETFs επιβραδύνθηκαν σε σχέση με τα προηγούμενα τρίμηνα.
Η συνολική προσφορά χρυσού μειώθηκε κατά 3% σε ετήσια βάση, καθώς η παραγωγή των ορυχείων παρέμεινε πιεσμένη, ακόμη και μετά την άρση των περιορισμών της πανδημίας για παραγωγούς όπως η Νότια Αφρική. Η τριμηνιαία αύξηση της ανακύκλωσης περιόρισε τη μείωση, με τους καταναλωτές να εξαργυρώνουν τις υψηλές τιμές.