ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Στη νέα “καυτή” βιομηχανία, πρωταγωνιστικό ρόλο το αποστακτήριο Distillery Buffalo Trace. H ιδιοκτήτρια εταιρία του, Sazerac Company Inc. αποφάσισε να επενδύσει σε μια μακροχρόνια συνεργασία με τη βρετανική Last Drop Distillers, με στόχο την επέκταση της διαδικασίας ωρίμανσης του bourbon.
Η Last Drop δεν έχει αποστάξει ποτέ το δικό της προϊόν. Πρόκειται για μία εταιρεία-μπουτίκ αποσταγμάτων με έδρα το Λονδίνο, η οποία αναζητά σπάνια βαρέλια, εξαιρετικά παλαιωμένων οινοπνευματωδών και τα πουλά με τη δική της ετικέτα. Αλλά τώρα, με τη βοήθεια του Buffalo Trace Master Distiller, η Sazerac θα τη βοηθήσει στη δημιουργία νέων bourbons και άλλων αμερικανικών ουίσκι που θα ωριμάσουν για πολλές δεκαετίες σε ένα ειδικά διαμορφωμένο χώρο του Buffalo Trace, με σωστό κλιματισμό.
Παραδοσιακά, το bourbon στο Buffalo Trace παλαιώνει σε μεγάλες αποθήκες, όπου οι ετήσιες θερμοκρασίες μπορούν να κυμανθούν κάτω από το μηδέν το χειμώνα μέχρι και πάνω από 100 ° F το καλοκαίρι. Αυτές οι υψηλές θερμοκρασίες βοηθούν την αυξημένη αλληλεπίδραση μεταξύ του υγρού στο εσωτερικό του βαρελιού και του ίδιου του ξύλου, καθώς οι πόροι ανοίγουν για να απορροφήσουν το υγρό. Ωστόσο, η υπερβολική αλληλεπίδραση για πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα μπορεί να δημιουργήσει μία δυσάρεστη, πολύ ξυλώδη γεύση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η γήρανση του bourbon κυμαίνεται κατά μέσο όρο περίπου στα τέσσερα χρόνια και δεν ξεπερνά τα 12 χρόνια.
Η Rebecca Jago, γενική διευθύντρια της Last Drop υποστηρίζει ότι η θερμοκρασία θα παραμένει σταθερή στους 45°F όλο το χρόνο, προκειμένου να περιοριστεί η αλληλεπίδραση ξύλου-υγρού. Αυτό σημαίνει ότι θα χρειαστεί μία πιο αργή, πιο ομαλή διαδικασία ωρίμανσης, όπως αυτή του σκωτσέζικου και του ιρλανδέζικου ουίσκι, η οποία συνήθως ξεπερνά τα 20 χρόνια.
Η ιδέα είναι να ωριμάσουν αυτά τα ουίσκι τουλάχιστον 20 χρόνια -μέχρι και 50 χρόνια – και να πουληθούν με την ετικέτα του Last Drop. “Δεν ξέρουμε τι θα συμβεί – και ειλικρινά, αυτό είναι ένα πείραμα”, λέει ο Mark Brown, πρόεδρος και CEO της Sazerac.
Γιατί ποιο λόγο όμως το bourbon πρέπει να είναι μακράς ωρίμανσης, όπως το σκωτσέζικο ή το ιρλανδικό ουίσκι;
Ο Brown δηλώνει ότι είναι εντελώς περιττό – τα αγαπημένα του bourbons ωριμάζουν σε 8 έως 10 χρόνια – αλλά εξηγεί ότι η Sazerac έχει δει την αυξημένη ζήτηση που υπάρχει για μεγαλύτερης ωρίμανσης bourbon και άλλα αμερικανικά ουίσκι. Έτσι, το πείραμα στη Warehouse P είναι απλώς μια προσπάθεια να ικανοποιηθεί μια ανάγκη της αγοράς.
Πράγματι, οι καταναλωτές αναζητούν τα σπανιότερα παλαιά σκωτσέζικα ουίσκι. Νωρίτερα αυτό το μήνα, ένα 60 ετών Macallan εμφιαλωμένο το 1926 πουλήθηκε για 1,1 εκατ. δολ. στο Bonhams στο Εδιμβούργο. Σχεδόν 24 ώρες αργότερα, ο οίκος Christie’s ανακοίνωσε ότι θα δημοπρατήσει το Νοέμβριο ένα single malt εξίσου παλιό, το οποίο αναμένεται να πουληθεί σε ακόμη υψηλότερη τιμή. Αντίστοιχα, ο οίκος Sotheby’s δημοπράτησε ένα παρόμοιο μπουκάλι στα μέσα Οκτωβρίου, που πουλήθηκε σχεδόν 850.000 δολάρια.
Αν και θα χρειαστούν πολλά χρόνια για να μάθουμε αν το συγκεκριμένο πείραμα θα πετύχει, μπορούμε να έχουμε ένα πρώτο δείγμα νωρίτερα. Το αποτέλεσμα της πρώτης συνεργασίας της εταιρείας με τη Buffalo Trace, θα έχει κόστος 3.999 δολάρια και πρόκειται να κυκλοφορήσει αργότερα φέτος. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά περιορισμένο bourbon απόσταξης 1982, με το όνομα George T. Stagg. Παρέμεινε για παλαίωση 20 χρόνια στο βαρέλι και στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε δεξαμενή από ανοξείδωτο χάλυβα, όπου παρέμεινε, ανέγγιχτο, μέχρι την πρόσφατη εμφιάλωσή του.
Η μικρή ποσότητα συνολικά 44 φιαλών των 750ml, αποτελεί μία από τις πιο περιορισμένες κυκλοφορίες της Last Drop μέχρι σήμερα. (Οι άλλες κυμαίνονταν από 32 έως 1.350 μπουκάλια.) Η Jago λέει ότι η τιμή των 4.000 δολαρίων αναμένεται να αυξηθεί στη δευτερογενή μαύρη αγορά του ουίσκι, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, όπου θα διατεθούν 25 φιάλες. Οι υπόλοιπες θα διανεμηθούν σε Ευρώπη και Ασία.