Όταν πέθανε ο πατέρας της, το 1980, η Κορίν Μεντζελοπούλου κληρονόμησε μια επιχειρηματική αυτοκρατορία που περιλάμβανε 1.600 παντοπωλεία, 80 κτήρια στο κέντρο του Παρισιού, ένα ξενοδοχείο το οποίο ήταν κάποτε η κατοικία του Λουδοβίκου ΙΔ΄ και έναν ρημαγμένο αμπελώνα που είχε αγοράσει η οικογένεια, σχεδόν από παρόρμηση της στιγμής, τρία χρόνια νωρίτερα. Σήμερα, ο αμπελώνας την έχει κάνει δισεκατομμυριούχο. Πρόκειται για τον αμπελώνα Chateau Margaux, έναν από τους ελάχιστους που μπορούν να υπερηφανεύονται ότι φέρουν τον χαρακτηρισμό «Premier Cru», έναν χαρακτηρισμό που απένειμε ο Ναπολέων Γ΄ στα καλύτερα terroir του Bordeaux.

«Το Margaux δεν είναι απλά μια εταιρεία, είναι κάτι τόσο ξεχωριστό», λέει η Κορίν: «Το φως είναι πάντα διαφορετικό. Είναι εξαιρετικό το φθινόπωρο. Συγκινούμαι όταν μιλάω γι’ αυτό».

Το 1977, όταν αγόρασε τον αμπελώνα, ο πατέρας της πλήρωσε γι’ αυτόν το σχετικά χαμηλό ποσό των 72 εκατ. φράγκων. Όμως, η εκρηκτική αύξηση της ζήτησης για καλό κρασί τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες και η αύξηση του αριθμού των δισεκατομμυριούχων που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν κάτι περισσότερο για ένα σπάνιο απόκτημα, σημαίνουν ότι ένα κτήμα όπως το Margaux θα μπορούσε εύκολα να πουληθεί προς 1 δισ. δολάρια – αν και η κ. Μεντζελοπούλου λέει ότι ιδανικός αγοραστής για την ίδια δεν υπάρχει.

Παρ’ όλο που η ίδια δεν έχει κανένα σκοπό να πουλήσει τον αμπελώνα, η τιμή που θα μπορούσε να πιάσει κάνει την ίδια μία από τις πλουσιότερες γυναίκες στη Γαλλία και την επιχείρησή της, η οποία απασχολεί μόλις 81 υπαλλήλους, μία από τις μικρότερες επιχειρήσεις αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων στον κόσμο. Τα 262 εκτάρια πολύτιμης γης του αμπελώνα παράγουν γύρω στις 280.000 φιάλες κρασί ετησίως, η τιμή των οποίων μπορεί να υπερβαίνει τα 1.000 δολάρια η μία για οίνους πρόσφατης παλαίωσης.

Καθώς οι τάξεις των υπερβολικά πλούσιων έχουν διογκωθεί, το καλό κρασί δεν αποτελεί πλέον τόσο εσωτεριστικό χόμπι όσο επένδυση – ένα είδος επένδυσης με το οποίο ασχολούνται ως συλλέκτες το 25% των πλουσίων αυτού του κόσμου, σύμφωνα με την Barclays. Με τους εύπορους Κινέζους οινόφιλους να οδηγούν τη ζήτηση, το κρασί έχει γίνει το είδος πολυτελείας με τη δεύτερη καλύτερη απόδοση, μετά τα κλασικά αυτοκίνητα, υποστηρίζει η εταιρεία συμβούλων ακίνητης περιουσίας Knight Frank.

Η Κορίν Μεντζελοπούλου αρνείται να αποκαλύψει οικονομικά στοιχεία για την επιχείρησή της, αλλά οι αναλυτές εκτιμούν ότι τα ετήσια έσοδα του chateau είναι περίπου 100 εκατ. δολάρια. Με τα περιθώρια κέρδους για τους αμπελώνες Premier Cru να είναι από 70% έως 99%, αυτό σημαίνει ότι τα λειτουργικά κέρδη υπερβαίνουν τα 70 εκατ. δολάρια. Το ακόμη καλύτερο είναι ότι το Margaux πληρώνεται προκαταβολικά από τους εμπόρους, ενώ ορισμένα κρασιά πωλούνται «en primeur», δηλαδή με ένα σύστημα προθεσμιακών συμβολαίων όπου ένας οίνος παλαίωσης αγοράζεται -και πληρώνεται- ενώ είναι ακόμη στο βαρέλι, έναν ολόκληρο χρόνο πριν παραδοθεί.

Όμως, οι οικονομικές αυτές λεπτομέρειες δεν έχουν τόση σημασία για τον ενδιαφερόμενο αγοραστή. Ούτε το νεοκλασικό αρχοντικό, το οποίο είναι γνωστό ως «Βερσαλίες του Medoc», ούτε τα γεμάτα κελάρια, ούτε το σχεδιασμένο από τον Norman Foster οινοποιείο. Αν η Κορίν Μεντζελοπούλου επρόκειτο να πουλήσει, η τιμή θα εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από ένα και μόνο πράγμα: από την επιθυμία του αγοραστή να αποκτήσει κάτι μοναδικό στον κόσμο.

«Το όνομα Margaux είναι τόσο εμβληματικό», λέει ο Michael Baynes, συνιδρυτής της εταιρείας συμβούλων επενδύσεων Vineyards-Bordeaux, η οποία συνεργάζεται με την Christie’s International Real Estate. «Δεν θα υπάρξει ποτέ άλλη κατάταξη του 1855», λέει. «Ως πωλητής, είσαι σε πάρα πολύ ισχυρή θέση», εξηγεί.

Όταν αγόρασε τον αμπελώνα, η οικογένεια αποφάσισε να επενδύσει σε αυτόν μακροπρόθεσμα. Ξερίζωσαν τα παλιά κλήματα, φύτεψαν νέα, αγόρασαν καινούργιες κάδες και προσέλαβαν εξειδικευμένο σύμβουλο – ανήκουστο την εποχή εκείνη – ο οποίος τους βοήθησε να επιλέξουν καινούργια δρύινα βαρέλια, τους εξήγησε πότε ακριβώς έπρεπε να γίνεται η συγκομιδή και επέβλεπε την επανεισαγωγή ενός δεύτερου κρασιού, ενός λιγότερο ακριβού Pavillon Rouge.

Γιος ενός αγράμματου ξενοδόχου, ο Ανδρέας Μεντζελόπουλος έκανε μια ολόκληρη περιουσία πουλώντας σιτηρά στην Ινδία και το Πακιστάν. Μετά τη γνωριμία του με τη Γαλλίδα που θα γινόταν αργότερα η σύζυγός του, ενώ ήταν για σκι στις Άλπεις, μετακόμισε στο Παρίσι και αγόρασε τη Felix Potin, μια αλυσίδα παντοπωλείων που βρίσκονταν σε κάθε γωνία στη Γαλλία. Ωστόσο, όταν ο ανταγωνισμός από τα μεγαλύτερα σουπερμάρκετ άρχισε να αυξάνεται, η Κορίν αποφάσισε να πουλήσει την επιχείρηση.

Η Κορίν Μεντζελοπούλου προετοιμάζει για διάδοχό της το δεύτερο από τα τρία παιδιά της: την 32 ετών Αλεξάνδρα. Παρ’ όλο που η Αλεξάνδρα ζει στο Λονδίνο, όπου έχει ένα wine bar και εστιατόριο, ταξιδεύει στο Bordeaux κάθε φορά που χρειάζεται, όπως την εποχή της συγκομιδής.

Η Κορίν και η Αλεξάνδρα Μεντζελοπούλου

«Επειδή είναι μια οικογενειακή επιχείρηση, θέλω να μάθω τα πάντα», λέει η Αλεξάνδρα. «Ύστερα από 500 χρόνια, δεν μπορείς να υπερεκτιμάς τις δυνατότητές σου και να πιστεύεις πως μπορείς να αλλάξεις τα πάντα», συμπληρώνει.

Και αν η οικογένεια αποφασίσει ποτέ να πουλήσει τον αμπελώνα, σήμερα οι υποψήφιοι αγοραστές είναι περισσότεροι από ποτέ: Μόνο στην Κίνα υπάρχουν εκατοντάδες δισεκατομμυριούχοι και πολλοί πλούσιοι αγοράζουν κτήματα στο Bordeaux.

Όμως, αν η αξία του Margaux περιορίζεται μόνο από το ποσό που είναι διατεθειμένος να πληρώσει ο δισεκατομμυριούχος που θα το ερωτευτεί, οι προοπτικές ανάπτυξής του ως επιχείρηση είναι πολύ πιο περιορισμένες.

«Δεν μπορείς να αυξήσεις ποτέ τον όγκο», λέει η κ. Μεντζελοπούλου. «Ο κόσμος μού λέει: Α, είστε σαν την Hermes. Όχι. Η Hermes μπορεί να ανοίξει άλλα 100 καταστήματα αν θέλει. Εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό».