Πίσω απ’ το μοιραίο, στέκεται πάντα πιο βαρύ το ανείπωτο, γράφει ο έξοχος Τάσος Λειβαδίτης, στο κύκνειο ποιητικό του άσμα «Βιολέτες για μια εποχή». Κάτι που φαίνεται να ταιριάζει «γάντι» στο συγκλονιστικό μυστικό του Περικλή Παναγόπουλου, το οποίο και τον συντρόφευε απ’ τα μικράτα του. Ελάχιστοι το γνώριζαν. Μετρημένοι πιθανότατα στα δάκτυλα του ενός χεριού και μόνον.

Ο οξυδερκής επιχειρηματίας και θεμελιωτής της σύγχρονης ελληνικής ακτοπλοΐας, που έφυγε χθες από τη ζωή, χρειάστηκε να παλέψει πολύ για να τα καταφέρει να γίνει μεγάλος και τρανός.

Το ξεκίνημά του δεν ήταν εύκολο. Καθόλου εύκολο. Και πώς θα μπορούσε να είναι, όταν σε ηλικία 7 ετών έχασε τον πατέρα του. Μέσα στη φρίκη της γερμανικής Κατοχής. Τότε δηλαδή που «περνούσαν χρόνοι πολλοί μέσα σε μια μέρα». Τότε που η ζωή και ο θάνατος πήγαιναν αντάμα, πάνω στο τεντωμένο σκοινί της μοίρας.

Με καταγωγή από την Καλαμάτα, ο πατέρας του, Σταύρος Παναγόπουλος, ξενιτεύτηκε αρχικά στην Αμερική σε ηλικία 17 ετών.

Αφού ορθοπόδησε οικονομικά, ξαναγύρισε στη Ελλάδα, επιλέγοντας να εγκατασταθεί αυτήν τη φορά στην Αθήνα. Όπου και ξεκίνησε να έχει επιχειρηματική δράση.

Όμως, το 1930, στα σαράντα του χρόνια, βρέθηκε και πάλι αντιμέτωπος με «του κύκλου τα γυρίσματα που αναπαμό δεν έχουν». Έχασε τη γυναίκα του, με την οποία είχε αποκτήσει δυο γιους. Αργότερα γνώρισε και νυμφεύτηκε, στις αρχές του 1935, τη δεύτερη σύζυγό του. Την Ειρήνη. Καταγόμενη από μεγάλη οικογένεια της Κωνσταντινούπολης. Καρπός του γάμου τους ήταν ο Περικλής Παναγόπουλος, που αντίκρισε το φως του κόσμου στις 29 Δεκεμβρίου του 1935. Σε μια μαιευτική κλινική στην Πλατεία Κολιάτσου. Τα γιορτινά στολισμένα καραβάκια της εποχής φαίνεται να ήταν ένα είδος σηματωρού για τη μελλοντική, λαμπρή επιχειρηματική του πορεία στις θάλασσες.

Το ακραίο συναίσθημα για ένα παιδί

Πριν όμως να συμβεί αυτό, ο μικρός Περικλής Παναγόπουλος βίωσε το ακραίο συναίσθημα πόνου και θλίψης για ένα παιδί. Το καλοκαίρι του 1942 ο πατέρας χτυπήθηκε βάναυσα από γκεσταπίτες μέσα στο ξενοδοχείο του με το όνομα «Βέτο» και λίγο αργότερα πέθανε… Ένα ξενοδοχείο, το οποίο είχαν επιτάξει οι Γερμανοί, αμέσως μετά από την είσοδό τους στην Αθήνα.

Τα αίτια και οι συνθήκες θανάτου του πατέρα του συνιστούν ακόμη έναν γρίφο. Ο ίδιος ο Περικλής Παναγόπουλος, στις κατά καιρούς συνεντεύξεις του, αλλά και στο αυτοβιογραφικό του «Βίος και Ναυτιλία» έχει χρησιμοποιήσει την… ελλειπτική αφήγηση για τις συνθήκες θανάτου του πατέρα του.

Οι πιο χαρακτηριστικές αναφορές του ήταν δύο. Η πρώτη: «Έντονα έχει χαραχτεί στο μυαλό μου και η μέρα που κηρύχτηκε ο πόλεμος του 1940. Το τέλος του πατέρα μου ήταν βίαιο. Ξυλοκοπήθηκε από τους Γερμανούς μέσα στο ξενοδοχείο που είχε φτιάξει. Οι λόγοι συγκεχυμένοι. Πόλεμος ήταν και ο πατέρας μου ζωηρός. Λάτρευε την ελευθερία του ατόμου και της πατρίδα».

Και η δεύτερη: «Ανήσυχος, αλλά ψυχωμένος πατριώτης ο πατέρας μου Σταύρος υπήρξε ορμητικός και μάλλον ευενθουσίαστος χαρακτήρας. Είχε την άποψη πως έπρεπε να φύγουν στα βουνά, για να πολεμήσουν τον κατακτητή. Τα καλά θαμμένα στον κήπο του σπιτιού όπλα και πυρομαχικά είχαν αυτόν τον σκοπό. Σκόπευαν να τα ξεθάψουν και να φύγουν για τα βουνά».

Όμως η πραγματική αλήθεια για το θάνατο του πατέρα του ήταν ένα συγκλονιστικό μυστικό, που ο Περικλής Παναγόπουλος, το μοιράστηκε με ελάχιστους: Οι άνδρες της Γκεστάπο δεν πήγαν τυχαία στον πατέρα του, αλλά κατόπιν υποδείξεως… Και μάλιστα όχι από κάποιον «ουδέτερο», αλλά από πρόσωπο του οικογενειακού του περιβάλλοντος… Με τον οποίον είχαν υπάρξει προστριβές οικονομικού χαρακτήρα, που είχαν τροφοδοτήσει την εκτός ελέγχου αντιπαλότητα.

Ακραίες καταστάσεις, σε ακραίες συνθήκες. Είναι απίστευτοι οι αμοραλιστικοί ακροβατισμοί που μπορεί να κάνει το ανθρώπινο μυαλό. Άλλωστε, όπως πολλές φορές έχει σκληρά διδάξει η ίδια η ζωή, «ουδείς ασφαλέστερος εχθρός του ευεργετηθέντος».

Τούτο το «βαρύ κι ανείπωτο» ο Περικλής Παναγόπουλος απέφυγε μέχρι τέλους να το κοινοποιήσει ευρύτερα.

Στην πορεία των χρόνων και παρά του γεγονός ότι του ζητήθηκε, δεν θέλησε να έχει την παραμικρή επαφή, με κανέναν από τη δεύτερη γενιά του υπαιτίου για τον χαμό του πατέρα του…

Όπως έχει γράψει κι ο Τάσος Λειβαδίτης, «ας πάμε τώρα να εξαγνιστούμε μες στη λησμονιά».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: Περικλής Παναγόπουλος: Η ανατρεπτική ζωή του θεμελιωτή της σύγχρονης ελληνικής ακτοπλοΐας