Τροχοπέδη για τις επενδύσεις και την ανάπτυξη αποτελεί η υψηλή φορολογία των επιχειρήσεων, που απορροφά το 60% της συνολικής κερδοφορίας. Αυτό προκύπτει από την ανάλυση των αποτελεσμάτων που πραγματοποίησε η Grant Thornton σε δείγμα 8.000 επιχειρήσεων από 92 κλάδους της οικονομίας.

Η έρευνα παρουσιάστηκε χθες στο πλαίσιο της τελετής βράβευσης των Growth Awards στο Μέγαρο Μουσικής, που διοργάνωσαν η Eurobank και η Grant Thornton και από τα ευρήματά της προκύπτει ότι 8 στους 10 Έλληνες επιχειρηματίες δεν προτίθενται να προχωρήσουν σε σημαντικές επενδύσεις τους επόμενους 12 μήνες.

Πού οφείλεται όμως αυτή η επιφυλακτικότητα για επενδύσεις;

Καταρχήν στο ότι 7 στους 10 Έλληνες επιχειρηματίες απαντούν ότι βασικό εμπόδιο ανάπτυξης αποτελεί η φορολογία. Αυτό γιατί όχι μόνο το 60% των συνολικών αποτελεσμάτων κατευθύνεται σε φόρους, αλλά και στο γεγονός ότι, η φορολογική επιβάρυνση είναι ιδιαίτερα δυσανάλογη, καθώς μόλις το 10% των επιχειρήσεων επιβαρύνεται με το 88% της χρήσης του 2017.

Από την έρευνα της Grant Thornton προκύπτει ότι μόνο ένα 4% των πωλήσεων επανεπενδύεται, το οποίο κατά βάση φαίνεται να αφορά στη συντήρηση του υφιστάμενου παραγωγικού εξοπλισμού.

Η ίδια τάση φαίνεται να κυριαρχεί και για τους επόμενους 12 μήνες, καθώς 8 στους 10 Έλληνες επιχειρηματίες απάντησαν ότι δεν προτίθενται να προχωρήσουν σε σημαντικές επενδύσεις.

Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι μόνο 5 στους 10 θεωρούν ανασταλτικό παράγοντα ανάπτυξης τη δυσκολία στην εύρεση χρηματοδότησης. Η εύρεση χρηματοδότησης δηλαδή φαίνεται να απασχολεί στρατηγικά είτε τους λίγους που σχεδιάζουν επενδύσεις είτε όσους έχουν πρόβλημα επιβίωσης.

Παρά το γεγονός ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν φαίνεται να σχεδιάζουν σημαντικές επενδύσεις, υπάρχουν επενδυτικές ευκαιρίες.

Η έρευνα εντόπισε επιχειρήσεις με δυνατότητες ανάπτυξης, που μπορούν να αποτελέσουν πόλο έλξης σημαντικών κεφαλαίων.

Αξιολογώντας τα αποτελέσματα συμπεραίνετε ότι 6 στις 10 επιχειρήσεις μπορούν να αντλήσουν κεφάλαια έως 48 δισ. ευρώ, ποσό που υπό συνθήκες, υπερκαλύπτει τη χρηματοδοτική ανάγκη που ανέρχεται σε 26 δισ. ευρώ. Αυτή η χρηματοδοτική ανάγκη αφορά 1 στις 4 επιχειρήσεις.

Από τα κύρια ευρήματα της έρευνας προκύπτει επίσης ότι:

Αρκετές επιχειρήσεις κατάφεραν να αλλάξουν το επιχειρηματικό τους μοντέλο και επικεντρώθηκαν σε νέες δραστηριότητες. Σε κάθε περίπτωση πάντως, βασική στρατηγική επιβίωσης των ελληνικών επιχειρήσεων στα χρόνια της κρίσης αποτέλεσε η μείωση του κόστους.

Όλες αυτές οι ζυμώσεις είχαν ως συνέπεια την αύξηση των πωλήσεων για τις εταιρείες του δείγματος κατά 4% το τελευταίο έτος.

Ταυτόχρονα, σημειώθηκε σημαντική αύξηση στην κερδοφορία σε ποσοστό 16%.

Αύξηση πωλήσεων πέτυχαν 6 στις 10 επιχειρήσεις. Από τις 6 αυτές επιχειρήσεις, οι 4 κατάφεραν να μετατρέψουν την αύξηση των πωλήσεων και σε βελτίωση της λειτουργικής κερδοφορίας.

Πάνω από τους μισούς (6 στους 10) πιστεύουν ότι τους επόμενους 12 μήνες θα καταφέρουν να αυξήσουν τόσο τα έσοδα όσο και την κερδοφορία τους.

Παρά το γεγονός ότι οι 7 στις 10 επιχειρήσεις ήταν κερδοφόρες και υπάρχει προσδοκία για περαιτέρω ανάπτυξη, η πλειοψηφία των Ελλήνων επιχειρηματιών δηλώνει επιφυλακτική να επενδύσει στο ανθρώπινο κεφάλαιο.

Η επιφυλακτικότητα αυτή, αφορά τόσο στην αύξηση των θέσεων εργασίας όσο και στην αύξηση των μισθών (6 στους 10 δεν αναμένουν να αυξήσουν απασχόληση και μισθούς στους επόμενους 12 μήνες).

Κατά συνέπεια η συνολική αύξηση των εργασιών και της κερδοφορίας που πέτυχαν οι επιχειρήσεις, δεν είναι ακόμα επαρκής ώστε να έχει σημαντική θετική επίδραση στην απασχόληση ή τους μισθούς.

Οι ελληνικές επιχειρήσεις συνεχίζουν να εστιάζουν στον περιορισμό του κόστους και είναι επιφυλακτικές στο να χρησιμοποιήσουν κεφάλαια για λειτουργικούς ή επενδυτικούς σκοπούς.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: Παναγιώτης Πετράκης: Αναδιανομή του πλούτου δεν νοείται εάν πρώτα δεν αυξηθεί η πίτα που παράγεται

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: ΔΕΗ (λιγνιτικά): Στοίχημα οι νέες παρουσίες – Τι ζητούν οι ενδιαφερόμενοι

ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ: Folli Follie: «Αντίστροφη μέτρηση» για το πόρισμα της PwC