ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Σε ένα κλίμα αβεβαιότητας ζουν τις τελευταίες εβδομάδες συνταξιούχοι και μισθωτοί με τους πρώτους να μην γνωρίζουν τι θα συμβεί με τις μειώσεις στις συντάξεις από 1/1/19 και τους δεύτερους να αγωνιούν για το αν θα εφαρμοστούν τελικά ή όχι τα αντίμετρα. Η κυβέρνηση στην πρώτη επαφή χθες με τους επικεφαλής των κλιμακίων των θεσμών έθεσε το θέμα της μη εφαρμογής από την 1η Ιανουαρίου του νομοθετημένου μέτρου για τη περικοπή των συντάξεων με τον υπουργό Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτο, να ξεκαθαρίζει στους δανειστές πως η κυβέρνηση θέλει να ακυρώσει πλήρως την συμφωνία αυτή.
Ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο αναπληρωτής υπουργός Γιώργος Χουλιαράκης ανέφεραν πως ο δημοσιονομικός χώρος για το 2019 θα είναι μεγαλύτερος από τα 700 εκατ. ευρώ που προβλέπει το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα και αυτό μπορεί αφενός να ακυρώσει το μέτρο για τις συντάξεις και αφετέρου να επιτρέψει την υλοποίηση κάποιων από τα αντίμετρα. Το γεγονός αυτό μετέφερε κυβερνητικός αξιωματούχος, προσθέτοντας ότι η κυβέρνηση μπορεί παράλληλα να υλοποιήσει το μέρος των αντίμετρων σε βάθος τετραετίας, κάτι που θα φέρει πρόσθετες δημοσιονομικές «ανάσες».
Ο συγκεκριμένος κυβερνητικός παράγοντας επεσήμανε δε, πως αποτέλεσε «ευχάριστη έκπληξη» το γεγονός ότι σήμερα κανένας από την πλευρά των θεσμών και κυρίως το ΔΝΤ (όπως παλαιότερα) δεν επέμεινε ότι το μέτρο της μείωσης των συντάξεων είναι διαρθρωτικό. Συζητήθηκε αποκλειστικά από τη δημοσιονομική σκοπιά, με την κυβέρνηση να εκτιμά ότι η μη εφαρμογή του μέτρου δεν θα επιφέρει απώλεια του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2019.
Λίγες ώρες όμως πριν τεθεί από τον κ. Τσακαλώτο το θέμα της μη μείωσης των συντάξεων στους θεσμούς, το «μπλόκο» ήρθε από την Κομισιόν με τον Ζαν Κλοντ Γιούνκερ δηλωμένο φίλο διαχρονικά της Ελλάδος να επισημαίνει ότι τόνισε ότι «τα μέτρα που συμφωνήθηκαν πρέπει να εφαρμοστούν».
Οι αποφάσεις, πάντως, δεν πρόκειται να ληφθούν τώρα, αλλά στη συνεδρίαση του Eurogroup τον Νοέμβριο. Για το ενδεχόμενο μη έγκρισης του ελληνικού αιτήματος, ο κυβερνητικός παράγοντας δήλωσε ότι εφόσον υπάρξει συμφωνία τόσο για τον δημοσιονομικό χώρο, όσο και για τη μη διαρθρωτική φύση του μέτρου («παρουσιάσαμε πίνακες, ανέφερε, με τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού χωρίς τη μείωση των συντάξεων») δεν θα υπάρξει πρόβλημα. «Δεν πιστεύω πως υπάρχει κάποιος υπουργός , ιδίως σοσιαλδημοκράτης, ο οποίος θα θέλει ντε και καλά να κοπούν οι συντάξεις…», είπε εμφατικά.
Για τους επόμενους μήνες πάντως το θέμα το συντάξεων φαίνεται ότι θα επικρατήσεις στην πολιτική ατζέντα και θα απασχολήσει αρκετά τις συζητήσεις μεταξύ κυβέρνησης και δανειστών με τις πληροφορίες να δίνουν και να παίρνουν για το τι τελικά θα συμβεί. Τα σενάρια που έχουν δει μέχρι στιγμής το φως της δημοσιότητας είναι τα εξής: Πρώτον η πλήρης αναστολή του μέτρου, με επιχείρημα ότι οι μειώσεις είναι δημοσιονομικού χαρακτήρα και οι δεσμεύσεις της κυβέρνησης αφορούν μόνον στον στόχο (πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%). Δεύτερο η σταδιακή μείωση των συντάξεων σε τέσσερα χρόνια και αυξήσεις στα Κοινωνικά Επιδόματα ως το 2022 αντί το 2020. Τρίτον να μπει κόφτης, δηλαδή να μην μειωθούν συντάξεις κάτω από ένα όριο και τέλος η πλήρης εφαρμογή των συμφωνηθέντων μειώσεων από 1.1.2019 κατ’απαίτηση του Eurogroup. Να σημειωθεί ότι η πρόβλεψη που υπάρχει στο Νόμο, είναι να μειωθούν οι συντάξεις έως και 18%, με βάση τον επανυπολογισμό και χωρίς όριο.
Με βάση τον προγραμματισμό, οι επαφές θα συνεχιστούν σήμερα (κυρίως σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων, αλλά και με πιθανή την «επίσκεψη» του κ. Τσακαλώτου) με αντικείμενο τα εργασιακά (κατώτατος μισθός, αδήλωτη εργασία), τα χρηματοοικονομικά («κόκκινα» δάνεια, εξωδικαστικός συμβιβασμός) και τις μεταρρυθμίσεις (αποκρατικοποιήσεις, ενέργεια). Την Παρασκευή οι συζητήσεις θα αφορούν στα δημοσιονομικά και στη συνέχεια τα κλιμάκια θα αναχωρήσουν από την Αθήνα εκδίδοντας μια πρώτη ανακοίνωση. Τον Νοέμβριο θα υπάρξει και η πρώτη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας, ενώ θα ακολουθήσουν άλλες τρεις, στα τέλη Φεβρουαρίου, στα τέλη Μαΐου και τον Νοέμβριο 2019. Από την πλευρά του ΔΝΤ θα εκδοθούν δύο εκθέσεις, καθώς το Ταμείο μετέχει περισσότερο ως παρατηρητής.