Όταν, το 1940, έφτανε στη Νέα Υόρκη ο Κασιώτης εφοπλιστής Μανώλης Κουλουκουντής, από τους «πατριάρχες» -αν όχι «Ο Πατριάρχης»- της ελληνικής Εμπορικής Ναυτιλίας, σίγουρα δεν μπορούσε να φανταστεί ότι 70 χρόνια αργότερα η οικογένεια που δημιούργησε με την -επίσης Κασιώτισσα- Καλλιόπη Χατζηλία θα σπαρασσόταν από έναν ιδιότυπο ενδοοικογενειακό εμφύλιο για την περιουσία που άφησε πίσω του. Κι όμως… Όπως συμβαίνει συχνά στις οικογένειες που καταφέρνουν να συγκεντρώσουν αμύθητα πλούτη, η οικογένεια του γιου του, του Μιχάλη Κουλουκουντή, βρίσκεται σήμερα στα δικαστήρια, σε μια δικαστική αντιπαράθεση που μαίνεται εδώ και χρόνια και θα έχει σίγουρα συνέχεια.

Το ιδιότυπο, όμως, στη συγκεκριμένη υπόθεση είναι ότι η δικαστική διαμάχη μαίνεται μεταξύ μητέρας και γιου. Και αφορά, πέρα από ακίνητα, μία συλλογή έργων Τέχνης ανεκτίμητης αξίας. Με την κυριολεκτική έννοια της λέξης, αφού η αξία τους δεν έχει εκτιμηθεί μέχρι σήμερα. Συλλογή η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, έργα ζωγράφων όπως ο Henri Matisse, ο Edgar Degas, ο Marc Chagall, ακόμη και του El Greco.

Την ίδια ώρα, η συγκεκριμένη υπόθεση απασχολεί τη δημοσιότητα και για έναν ακόμη λόγο: Λόγω της εκκεντρικής φυσιογνωμίας της χήρας του αείμνηστου εφοπλιστή, της 76χρονης σήμερα Τάρα Τάισον Κουλουκουντή, πρώην ηθοποιού του Broadway, αλλά και της επιτυχημένης τηλεοπτικής σειράς «Οι Άγγελοι του Τσάρλι» τη δεκαετία του 1970, αν και σε δεύτερους ρόλους. Μίας γυναίκας ιρλανδικής καταγωγής (το πατρικό της όνομα ήταν Shirley O’Sullivan) με έντονο σεξ απίλ και υπερδραστήρια κοσμική ζωή. Η Τάρα Κουλουκουντή είχε ποζάρει μάλιστα και στον φακό του «πατριάρχη» της νεοϋρκέζικης pop art, Andy Warhol, ενώ, σύμφωνα με τα απομνημονεύματα της Grace Jones, η οποία ήταν στενή της φίλη, υπήρξε αγαπημένη του σούπερ σταρ φωτογράφου Francesco Scavullo που ήταν υπεύθυνος για το κλασικό cover look του περιοδικού Cosmopolitan.

Η Τάρα Κουλουκουντή ποζάρει στον φακό του Άντι Γουόρχολ
Η Τάρα Κουλουκουντή ποζάρει στον φακό του Άντι Γουόρχολ

Απέναντί της στην αίθουσα του δικαστηρίου βρίσκεται ο γιος της, Μανώλης Κουλουκουντής, ο οποίος φέρει και το όνομα του αείμνηστου παππού του, γόνου μιας ελληνικής εφοπλιστικής οικογένειας με ιστορία 200-300 ετών.

Το «Μήλον της Έριδος»;

Σε αυτό το κεφάλαιο της ιστορίας, που δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, η συλλογή έργων Τέχνης που δημιούργησε, μεταξύ 1940 και 1950, ο πεθερός της πρώτης και παππούς του δεύτερου, Μανώλης Κουλουκουντής. Ο οποίος εκείνη την περίοδο ήταν ένας από τους πέντε ισχυρότερους παράγοντες της ελληνικής Ναυτιλίας, μαζί με τον Σταύρο Νιάρχο, την οικογένεια Γουλανδρή, τον Αριστοτέλη Ωνάση και τον Σταύρο Λιβανό.

Μια αμύθητη περιουσία και μια ανελέητη μάχη για την κληρονομιά

Ο Μιχάλης Κουλουκουντής, ο οποίος, σύμφωνα με τον εξάδελφό του, συγγραφέα Ηλία Κουλουκουντή, ήταν το πιο αγαπημένο σε όλους μέλος της οικογένειας Κουλουκουντή

Μπορεί μια κληρονομιά να χωρίσει μια μάνα από το παιδί της; Ναι, μπορεί, όπως αποδεικνύει η περίπτωση της οικογένειας Κουλουκουντή, η οποία δεν έχει σταματήσει να απασχολεί τα δικαστήρια και τη δημοσιότητα εννέα χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα της οικογενείας, το 2010, στα 76 του χρόνια. Και αυτό γιατί ο εφοπλιστής άφησε εκτελεστές της διαθήκης του τους Albert Sigal και Barbara De Mare και όλη του την περιουσία -σύμφωνα με τον γιο του τουλάχιστον- σε ένα οικογενειακό trust. Άφησε, όμως, μαζί και χρέη και ελάχιστη ρευστότητα.

Την ίδια στιγμή, στη διαθήκη του προέβλεπε μεν για την οικονομική συντήρηση της συζύγου του, χωρίς όμως να της αφήνει ρητά κάποιο περιουσιακό στοιχείο.

Την εποχή του θανάτου του, η συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας που άφησε πίσω του ο Έλληνας μεγιστάνας υπολογίζεται ότι ανερχόταν στα 70-81 εκατ. δολάρια και περιλάμβανε δύο κατοικίες στο Χάμπτονς, ένα ιδιόκτητο διαμέρισμα στο πολυτελές ξενοδοχείο Pierre Hotel στην Πέμπτη Λεωφόρο και ένα τετραώροφο ακίνητο στην East 67th Street.

Από την ώρα εκείνη και μετά ξεκινά ένας ανελέητος πόλεμος μεταξύ των διαχειριστών και των μελών της οικογενείας, με τη μητέρα να «κλειδώνεται» μέσα στην οικογενειακή έπαυλη στο Σαουθάμπτον για να μην την πουλήσουν, τον γιο να μηνύει τη μητέρα για να μην πουλήσει εκείνη με τη σειρά της τα έργα Τέχνης της οικογενειακής συλλογής και τη μία δικαστική αντιπαράθεση να ακολουθεί την άλλη.

Το τελευταίο, μάλιστα, επεισόδιο στην ενδοοικογενειακή αυτή μάχη γράφτηκε την περασμένη Πέμπτη, όταν αμερικανικό δικαστήριο αποφάνθηκε πως η Τάρα Κουλουκουντή δεν είναι υποχρεωμένη να παραδώσει την πολύτιμη συλλογή έργων Τέχνης της οικογενείας σε κάποιον οίκο για να τη φυλάει όσο συνεχίζεται η δικαστική διαμάχη με τον γιο της για την κυριότητα των έργων. Μια συλλογή που περιλαμβάνει έργα των Henri Matisse, Camille Pissarro, Marc Chagall, ένα σκίτσο του Edgar Degas, αλλά και ένα έργο του El Greco, του 1600, το οποίο απεικονίζει τον Χριστό να εκδιώκει τους εμπόρους από τον ναό. Περιλαμβάνει επίσης πολλά αγάλματα κινεζικής και ελληνικής τεχνοτροπίας.

Σύμφωνα με τη New York Post, η πλευρά του γιου υποστήριξε στο δικαστήριο ότι, όσο μάνα και γιος διεκδικούν νομικά την κυριότητα των έργων – τα οποία ο γιος επιμένει ότι ανήκουν στο οικογενειακό trust και η μητέρα ότι της τα χάρισε ο σύζυγός της – θα έπρεπε να δοθούν προς φύλαξη στον οίκο Sotheby’s ή σε κάποιον άλλο, παρόμοιο οίκο.

Μάλιστα, ο δικηγόρος ισχυρίστηκε ότι από τη στιγμή που της έκαναν έξωση, πέρυσι, από το διαμέρισμά της στο ξενοδοχείο Pierre Hotel, η χήρα του Μιχάλη Κουλουκουντή έχει «στοιβάξει» τη συλλογή, η οποία δεν είναι ασφαλισμένη, σε ένα μικρό διαμέρισμα (γύρω στα 90 τετραγωνικά), στο «The Sutton Place» και πως σχεδίαζε να τα πουλήσει σε έμπορο έργων Τέχνης στη Γαλλία.

Υποστήριξε επιπλέον ότι η ίδια είναι μανιώδης καπνίστρια, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στους πίνακες.

Η πλευρά της Τάρα Κουλουκουντή, πάλι, αντέτεινε ότι ο χώρος στον οποίο βρίσκεται η συλλογή δεν είναι κάποιου είδους τρώγλη, αλλά ένα διαμέρισμα στην περιοχή του Upper East Side της Νέας Υόρκης. Παρότι κάποια στιγμή τα προηγούμενα χρόνια, η ίδια είχε χαρακτηρίσει το συγκεκριμένο ακίνητο «ντουλάπα».

«Ο γιος μισεί τη μητέρα»

«Πρόκειται για μια διαμάχη μεταξύ μητέρας και γιου και ο γιος μισεί τη μητέρα», δήλωσε επί λέξει στο δικαστήριο ο δικηγόρος της μητέρας.

Υπό το φως όλων αυτών, ο δικαστής απεφάνθη ότι η Τάρα μπορεί να συνεχίσει να έχει στην κατοχή της τη συλλογή όσο βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη η υπόθεση, αλλά προειδοποίησε ότι εάν επιχειρήσει να πουλήσει κάποιο από τα έργα θα προφυλακιστεί.

Όταν η Τάρα Κουλουκουντή «κλειδαμπαρωνόταν» στα σπίτια της οικογενείας

Η οικογενειακή διαμάχη της οικογένειας Κουλουκουντή είχε γίνει πρωτοσέλιδο σε πολλά αγγλόφωνα media το 2013, όταν η Τάρα Κουλουκουντή «κλειδαμπαρώθηκε» στην εντυπωσιακή, παραθαλάσσια έπαυλη της οικογενείας στο Σαουθάμπτον της Νέας Υόρκης στην προσπάθεια να αποτρέψει την πώλησή της. Κάτι που, όμως, τελικά δεν κατάφερε να κάνει.

Η έπαυλη, αξίας την εποχή εκείνη 25 εκατ. δολαρίων, περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, μία πισίνα ολυμπιακών διαστάσεων, δύο spa με καταρράκτες νερού, πέντε υπνοδωμάτια και πέντε μπάνια, σε 17,5 στρέμματα γης και με πρόσοψη στον ωκεανό γύρω στα 90 μέτρα.

Η έπαυλη στα Χάμπτονς

Σύμφωνα με την αγωγή που κατέθεσαν εναντίον της Τάρα Κουλουκουντή οι εκτελεστές της διαθήκης, η έπαυλη έπρεπε να πωληθεί προκειμένου να εξυπηρετηθούν χρέη ύψους 30,5 εκατ. δολαρίων και να συνεχίσει να χρηματοδοτείται «ο σπάταλος τρόπος ζωής» της κ. Κουλουκουντή.

Η εντυπωσιακή έπαυλη της οικογενείας στο Σαουθάμπτον της Νέας Υόρκης περιλάμβανε μία πισίνα ολυμπιακών διαστάσεων και δύο spa με καταρράκτες

Σύμφωνα με την Daily Mail, στις 7 Μαρτίου του 2013, ο 44χρονος -τότε- μεγάλος γιος της οικογενείας, Έρικ Κουλουκουντής, πήρε τα πράγματά του από την έπαυλη και προσπάθησε να πείσει και τη μητέρα του να κάνει το ίδιο.

Όμως, όπως έγραψε στους εκτελεστές της διαθήκης ο δικηγόρος του, η κ. Κουλουκουντή «φαίνεται πολύ απρόθυμη να αφήσει την οικία και ο Έρικ δεν θέλει να κάνει πράγματα που την αναστατώνουν».

Η παραθαλάσσια έπαυλη της οικογένειας Κουλουκουντή

Οι εκτελεστές της διαθήκης του Μιχάλη Κουλουκουντή είχαν υποστηρίξει, επίσης, ότι το 2012, την ενημέρωσαν ότι έπρεπε να πουληθεί και η συλλογή έργων Τέχνης της οικογενείας για να μαζέψουν χρήματα. Κάτι που, όμως, δεν έγινε ποτέ.

Η θέα στον ωκεανό από την έπαυλη Κουλουκουντή στα Χάμπτονς

Κάτι αντίστοιχο συνέβη, όμως, και τρία χρόνια μετά, όταν η Τάρα Κουλουκουντή αρνήθηκε αυτήν τη φορά να παραδώσει το υπερπολυτελές διαμέρισμα της οικογενείας στο ξενοδοχείο Pierre Hotel της Πέμπτης Λεωφόρου, παρότι είχε ήδη πουληθεί, έναντι 9,8 εκατ. δολαρίων.

Στο συγκεκριμένο διαμέρισμα, των 400 περίπου τετραγωνικών, διέμεναν οι παππούδες της οικογενείας. Η Τάρα και ο Μιχάλης Κουλουκουντής μετακόμισαν εκεί το 2009, μετά και τον θάνατο της γιαγιάς Καλλιόπης.

Το ξενοδοχείο Pierre Hotel, στην Πέμπτη Λεωφόρο, όπου διέμενε ο παππούς Μανώλης Κουλουκουντής με τη σύζυγό του, Καλλιόπη

Οι εκτελεστές της διαθήκης του Κασιώτη εφοπλιστή ζήτησαν τότε από το δικαστήριο να της γίνει έξωση, για να μπορέσουν να εισπράξουν το τίμημα των 9,8 εκατ. δολαρίων πριν χάσουν τον αγοραστή. Όπερ και εγένετο.

Το ξενοδοχείο Pierre Hotel, στην Πέμπτη Λεωφόρο, όπου διέμενε ο παππούς Μανώλης Κουλουκουντής με τη σύζυγό του, Καλλιόπη

Η πλευρά της Τάρα Κουλουκουντή υποστήριξε τότε ότι με έξοδα 12.815 δολαρίων τον μήνα, το διαμέρισμα στο ξενοδοχείο Pierre Hotel δεν κόστιζε παρά ελάχιστα μπροστά στα συνολικά έξοδα για τη συντήρηση της κληρονομιάς που άφησε πίσω του ο εφοπλιστής και τα οποία ανέρχονταν στα 130.000 δολάρια/μήνα.

Ωστόσο, οι εκτελεστές της διαθήκης υποστήριξαν ότι η οικογένεια θα χρεοκοπούσε αν δεν πουλιόταν το ακίνητο και πως, ούτως ή άλλως, η Τάρα Κουλουκουντή δεν θα έμενε άστεγη. Υπήρχε και το διαμέρισμα στο Sutton House, στο οποίο μένει σήμερα, αλλά το οποίο η ίδια χαρακτήριζε «τεράστια ντουλάπα».

Το The Sutton House όπου διαμένει σήμερα η Τάρα Κουλουκουντή

Η κοσμική που άναβε… φωτιές

Κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, το όνομα της Τάρα Τάισον Κουλουκουντή φιγουράριζε σχεδόν σε μόνιμη βάση στις κουτσομπολίστικες στήλες που ασχολούντο με την κοσμική ζωή του Μανχάταν.

Τον Ιανουάριο του 1971, η εφημερίδα The New York Times έγραφε χαρακτηριστικά για την Τάρα Κουλουκουντή: «Στου Cartier (όπου πετάγεται πότε πότε για να πάρει «κάτι μικρό» για τον σύζυγό της, τον Μιχάλη), είναι η κ. Κουλουκουντή, αλλά στους συντελεστές της παραγωγής «Foreplay» είναι η Τάρα Τάισον. Όπως και αν λέγεται όμως, η πρώην Shirley O’Sullivan τα έχει λυμένα».

Άλλωστε και τον ίδιο τον σύζυγό της σε ένα πάρτι τον είχε γνωρίσει λίγα χρόνια πριν. Και τα πάρτι συνεχίστηκαν και μετά, αφού μετά τις παραστάσεις δεν ήταν λίγες οι φορές που μαζεύονταν όλοι στο σπίτι της οικογένειας Κουλουκουντή και κάθονταν μέχρι το πρωί. Έστω κι αν ο Μιχάλης Κουλουκουντής ήταν από τους ανθρώπους που έπρεπε πάση θυσία να είναι 9:30 το πρωί στη δουλειά τους.

Απόκομμα από το περιοδικό New York όπου αναφέρεται το επεισόδιο ανάμεσα στην Τάρα Κουλουκουντή και την ιδιοκτήτρια του Elaine’s

Σε ένα τεύχος, όμως, του περιοδικού New York το 1979 γινόταν εκτενής αναφορά σε ένα περίεργο συμβάν στο οποίο πρωταγωνιστούσαν η ίδια και η Elaine Kaufman, ιδιοκτήτρια του θρυλικού μπαρ-εστιατορίου-λέσχης Elaine’s του Upper East Side της Νέας Υόρκης.

Σύμφωνα με όσα είχαν γραφτεί, οι δύο γυναίκες μαλλιοτραβήχτηκαν… Σε σημείο που η Κουλουκουντή έλεγε ότι η Kaufman την γραντζούνισε στο πρόσωπο, ενώ η τελευταία ότι η ηθοποιός της έβαλε φωτιά στο φόρεμα με το τσιγάρο της!

«Νόμιζα ότι ήταν τραβεστί», ανέφερε στην απολογία της η Kaufman.

Η Τάρα Κουλουκουντή, το 2012, με την Γκρέις Τζόουνς

Όλα για την κληρονομιά ενός στοχαστικού και γοητευτικού ανθρώπου…

Ο Μανώλης Κουλουκουντής, ο άνθρωπος που δημιούργησε όλη αυτήν την περιουσία για την οποία σήμερα δίνεται μάχη, γεννήθηκε στο νησί της Κάσου τον Νοέμβριο του 1898.

Καπνιστής πίπας, στοχαστικός και επιτυχημένος ζωγράφος ακουαρέλας, ο Κουλουκουντής περιγράφεται ως άνθρωπος με εγκάρδια φυσιογνωμία και γοητευτικούς τρόπους.

Λέγεται ακόμη ότι μπορούσε επίσης να ψυχαγωγήσει παίζοντας με ικανότητα μαντολίνο.

Αυτό κατά κάποιον τρόπο έκανε δυσδιάκριτη μια ισχυρή επιχειρηματική προσωπικότητα που δεν δείλιαζε να αναλάβει, όμως, ηγετικό ρόλο. Και που τον έβαλε, τελικά, στο Πάνθεον της Ελληνικής Ναυτιλίας.

Ο εφοπλιστής Μανώλης Κουλουκουντής

Ως μαθητής δούλευε στα πλοία του πατέρα του στις διακοπές και παρακολουθούσε με φανατισμό τα πλοία. Δημιούργησε ένα τεράστιο απόθεμα γνώσεων σχετικά με τύπους πλοίων, σχεδιασμό, κατασκευαστές και πλοιοκτήτες.

Αφού τέλειωσε το σχολείο το 1914, είχε την πρόθεση να σπουδάσει στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Βηρυτού αλλά το σχέδιο δεν ευδοκίμησε, καθώς η Τουρκία μπήκε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στην πλευρά της Γερμανίας. Μετά τον πόλεμο πήγε στο Λονδίνο και έμαθε περισσότερα σχετικά με την δουλειά ως εκπαιδευόμενος σε ένα μεσιτικό γραφείο στο City.

Το 1921, από κοινού με τον συμπατριώτη και παιδικό του φίλο, Μηνά Ρεθύμνη, ίδρυσαν την Rethymnis & Kulukunntis. Η R&Κ σταδιακά έγινε το μεγαλύτερο ναυτιλιακό γραφείο του Λονδίνου. Ήταν κάτι σαν «υπηρεσίες μίας στάσης» για τους Έλληνες συναδέλφους εφοπλιστές που χρειάζονταν εξυπηρέτηση στην βρετανική αγορά. Εκτός από μια χείρα βοηθείας, μπορούσε να παρέχει έναντι αμοιβής δάνεια, μεσίτευση αγοραπωλησιών, ναυλώσεις, ασφάλιση, ανεφοδιασμό, ακόμα και διαχείριση πλοίων. Ο Ωνάσης και ο Νιάρχος ήταν μόνο δύο από τα ονόματα που η R&Κ εξυπηρέτησε στα πρώτα χρόνια τους.

Στον ίδιο ανήκε και η πρωτοβουλία για τη γέννηση της Ελληνικής Επιτροπής Ναυτιλιακής Συνεργασίας του Λονδίνου, στα μέσα του 1935, επιτυγχάνοντας έτσι να υπάρξει μεγαλύτερος συντονισμό ςμεταξύ των 21 -τότε- ελληνικών ναυτιλιακών γραφείων που ήταν εγκατεστημένα στο Λονδίνο.

Μολονότι ο Κουλουκουντής δεν προήδρευσε ποτέ στην Επιτροπή, είχε ήδη καθιερωθεί ως ο ηθικός ηγέτης της ελληνικής κοινότητας της Βρετανίας. Και ήταν επικεφαλής των διαπραγματεύσεων με την βρετανική κυβέρνηση όταν επρόκειτο να ναυλωθούν ελληνικά πλοία για λογαριασμό των Συμμάχων στο ξέσπασμα του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου.

Σύμφωνα με τον Κουλουκουντή, η R&Κ ήταν ο πιο δραστήριος αγοραστής πλοίων από δεύτερο χέρι έως τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1934 ο όμιλος είχε ιδρύσει την Counties Ship Management για να διοικεί τον αυξανόμενο στόλο και τις παραμονές του πολέμου διαχειριζόταν 38 πλοία.

Καθώς τα σύννεφα του πολέμου πύκνωναν, η R&Κ ναύλωσε 15 από τα πλοία της στην ελβετική κυβέρνηση με μια συμφωνία η οποία περιέλαβε σοφά διατάξεις για αναπροσαρμογή των τιμών της μίσθωσης σε τριμηνιαία βάση, η ασφάλεια δε για τον κίνδυνο εκ του πολέμου να καλύπτεται από τους ναυλωτές. Η R&Κ μίσθωσε άλλα 15 πλοία στο Βρετανικό Υπουργείο Προμηθειών για όλη την διάρκεια του πολέμου και ήταν το πρώτο ελληνικό γραφείο που έκανε μια τόσο σημαντική δέσμευση. Η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο τον Οκτώβρη του 1940 και τότε όλα τα ελληνικά πλοία ενώθηκαν με τις Συμμαχικές Δυνάμεις.

Ο Κουλουκουντής πήγε στις Ηνωμένες Πολιτείες τον Ιούνιο του 1940, όπου ενώθηκε με μια ανελισσόμενη ομάδα αποδήμων Ελλήνων εφοπλιστών με έδρα στην Νέα Υόρκη. Σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε ο πρώτος Πρόεδρος της νεοσυσταθείσας Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών της Νέας Υόρκης η οποία συντόνιζε τα ζητήματα του ελληνικού εμπορικού στόλου και την υποστήριξη των πληρωμάτων τους, στη διάρκεια του πολέμου.

Μία εκ των σημαντικών πρωτοβουλιών του ήταν να πείσει την αμερικανική κυβέρνηση, μέσω της Ελληνικής Πρεσβείας, να διαθέσει 15 νεότευκτα πλοία ‘Liberty’ στην Ελλάδα υπό το καθεστώς της Πράξης Δανείου-Μίσθωσης του 1941. Η Επιτροπή σχημάτισε μια εταιρεία για να τα λειτουργήσει και εργάστηκαν για τους Συμμαχικούς σκοπούς για όλη τη διάρκεια της σύγκρουσης. Ήταν ένα καθοριστικής σημασίας συμβάν στην τοποθέτηση της ελληνικής ναυτιλιακής κοινότητας στις αποζημιώσεις μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Όταν διατέθηκαν στην Ελλάδα 100 εκ των μαζικά κατασκευασμένων πλοίων Liberty υπό το καθεστώς της Πράξης Πωλήσεων Πλοίων του 1946, ο Κουλουκουντής και άλλοι Νεοϋορκέζοι ήξεραν τις δυνατότητες των πλοίων αυτών, ενώ πολλοί από τους συντηρητικούς εφοπλιστές του Λονδίνου παρέμειναν καχύποπτοι σχετικά με τα συγκολλημένα πλοία. Ο Κουλουκουντής παρέλαβε τον δεύτερο μεγαλύτερο αριθμό πλοίων από κάθε άλλον Έλληνα εφοπλιστή – 11 – μολονότι αρκετά εξ αυτών ήταν συνεταιρικά με άλλους εφοπλιστές. Τα πλοία διατέθηκαν εν μέρει στην βάση αποζημιώσεων εκ του πολέμου και ότι η R&Κ υπέστη σοβαρές απώλειες, χάνοντας τον μισό της στόλο.

Έως τότε, όμως, ο Κουλουκουντής είχε απολαύσει μια γοητευτική σταδιοδρομία. Αλλά για το υπόλοιπο του βίου του, που πέρασε με βάση κυρίως στην Αμερική, ήταν μια ιστορία ανάμεικτης τύχης.

Αμέσως μετά τον πόλεμο, η οικογένεια διαφοροποιήθηκε γεωγραφικά και μετακινήθηκε στην αγορά των δεξαμενόπλοιων. Σε μια τεράστια συναλλαγή το 1947, ένας στόλος αποτελούμενος από 58 πρώην ‘Fort’ πλοίων μεταφοράς χύδην φορτίου αγοράστηκαν από την καναδική κυβέρνηση και λειτουργούνταν από θυγατρικές με έδρα στον Καναδά και από την Counties Ship Management.

Την επόμενη χρονιά, ο Μανώλης και ο εξάδελφός του, Βασίλης Μαυρολέων, ίδρυσαν την London and Overseas Freighters (LOF). Η νέα εταιρεία παρήγγειλε τα πρώτα της δεξαμενόπλοια το 1950 και εισήχθη στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου το 1951. Έκτοτε, παρ’ όλο που συμμετείχε σε επιχειρήσεις της αγοράς των πλοίων ξηρού φορτίου σε πολλές στιγμές της ιστορίας της, η LOF παρέμεινε κατά κύριο λόγο εταιρεία δεξαμενόπλοιων έως ότου αναλήφθηκε από την Frontline, μια εταιρεία υπό τον έλεγχο του Νορβηγού ναυτιλιακού μεγιστάνα John Fredriksen το 1997.

Ο Κουλουκουντής ήταν ακόμα κύριος μέτοχος στην R&Κ, η οποία επίσης άρχισε να λειτουργεί δεξαμενόπλοια για πρώτη φορά. Για τις επιχειρήσεις του με βάση στην Αμερική άρχισε επίσης να επικεντρώνεται στα δεξαμενόπλοια, περιλαμβάνοντας πολλά μεγάλα νεότευκτα που παρήγγειλε από ναυπηγεία με δάνεια εγγυημένα από την αμερικανική κυβέρνηση στην 10ετία του ’50.

Αλλά επίσης βρέθηκε στην δίνη πολλών αντιπαραθέσεων στην διάρκεια της 10ετίας του ’50 και στις αρχές του ’60. Ήταν ένας εκ των τριών εξεχόντων Ελλήνων – οι άλλοι δύο ήταν ο Ωνάσης και ο Νιάρχος – που κατηγορήθηκαν για την αγορά πλοίων υπό αμερικανική σημαία μέσω εικονικών εταιρειών. Στο τέλος και οι τρεις πλήρωσαν πρόστιμα. Αυτό συνέβη πριν πολιτογραφηθεί Αμερικανός το 1955.

Τα πλοία του Κουλουκουντή ταξίδευαν παγκοσμίως. Αλλά κάποια ήταν βασικά στον εφοδιασμό της Κούβας με πετρέλαιο από την Σοβιετική Ένωση καθώς επίσης στην μεταφορά ζάχαρης στην αντίθετη κατεύθυνση, ενοχλώντας κάποιους Αμερικανούς. Μια συμφωνία να μη μεταφέρονται φορτία προς κομμουνιστικές χώρες, που σύναψε με τον Γερουσιαστή ΜακΚάρθι στη διάρκεια του πολέμου της Κορέας, ήταν επίσης πολιτικά αμφιλεγόμενη.

Το 1961, εισήλθε σε μια πολύ διαφορετικού τύπου ναυτιλιακή επιχείρηση αγοράζοντας την 60 ετών Bull Line, μια καθιερωμένη αμερικανικής σημαίας εταιρεία με στόλο οκτώ φορτηγών πλοίων και μια γραμμή εξυπηρέτησης προς το Πόρτο Ρίκο. Στη συμφωνία περιλαμβάνονταν επίσης ένας εμπορευματικός σταθμός στο Μπρούκλιν καθώς επίσης ακίνητη περιουσία στο Πόρτο Ρίκο και 300 υπάλληλοι. Μόλις δύο χρόνια αργότερα, όμως, η Bull Line διέκοψε τις εργασίες της και τα υψηλά λειτουργικά κόστη και τα συσσωρευμένα χρέη εξανάγκασαν τον Κουλουκουντή να καταθέσει αίτημα προστασίας υπό το άρθρο 11 του Αμερικανικού Πτωχευτικού Κώδικα. Το 1968, όλες οι ναυτιλιακές του επιχειρήσεις με έδρα στην Αμερική, συμπεριλαμβανομένων των Seatrade Corporation, Kulukundis Maritime Industries, Tramp Shipping & Oil Transport καθώς επίσης και η Bull Line, είχαν κηρυχθεί σε πτώχευση.

Μετά από αυτό, παρέμεινε ενεργός στα ναυτιλιακά, αλλά πιο αθόρυβα.

Ο Μανώλης και η Καλλιόπη Κουλουκουντή

Σε ό,τι αφορά την αγάπη του για την Τέχνη, λέγεται ότι ο Μανώλης Κουλουκουντής είχε φωτογραφική μνήμη και ότι αυτό του έδινε την ικανότητα να ζωγραφίζει εντυπωσιακές λεπτομέρειες σε απεικονίσεις πλοίων που είχε δεί πολλές 10ετίες νωρίτερα.

Σπάνια χωρίς το κουτί με τις ακουαρέλες του, ζωγράφιζε οπουδήποτε, συχνά σε εστιατόρια χρησιμοποιώντας την πίσω πλευρά του καταλόγου.

Συνέχισε να ζωγραφίζει καλά στα 70 του και στα 80 του και αγαπημένα του πορτραίτα πλοίων, εκτός του ότι είναι πολύτιμοι συλλεκτικοί πίνακες, αποτελούν μια σημαντική καταγραφή μιας περασμένης εποχής των ελληνικών ατμόπλοιων.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: Ηλίας Κουλουκουντής: Το συναρπαστικό ταξίδι από τον εφοπλισμό στα Γράμματα