Θεόδωρος Φέσσας. Πρόεδρος ΣΕΒ
Τον περιορισμό της προεκλογικής περιόδου και την διεξαγωγή εκλογών το συντομότερο δυνατό ζητάει ο ΣΕΒ μέσω του μηνιαίου του δελτίου, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου ότι ελλοχεύει κίνδυνος δημοσιονομικού εκτροχιασμού σε περίπτωση που η οικονομία βρεθεί για άλλη μια φορά σε κατάσταση αναμονής ή αβεβαιότητας για μεγάλο χρονικό διάστημα.
«Η διασφάλιση των συνθηκών που θα επιτρέψουν την πραγματοποίηση επενδύσεων και την αύξηση της απασχόλησης και των εισοδημάτων σε μόνιμη βάση», καταλήγει στο δελτίο του ο ΣΕΒ.
Ο ΣΕΒ προβλέπει ότι φέτος η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας μάλλον θα συνεχίσει να υποχωρεί, καθώς αυτή δεν στηρίζεται από αύξηση της παραγωγικότητας, υπονομεύοντας έτσι την όποια ανάκαμψη. Εκτιμά μάλιστα ότι η ανάπτυξη 2% φέτος, όπως προβλέπουν για την Ελλάδα οι διεθνείς οργανισμοί (ΕΕ, ΟΟΣΑ, ΔΝΤ), αφενός δεν επαρκεί για να καλυφθούν οι απώλειες της ύφεσης, αφετέρου μπορεί να είναι ακόμη μικρότερη, εφόσον επιβραδυνθεί η παγκόσμια οικονομία.
«Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας θα συνεχίσει μάλλον να εξασθενεί, καθώς δεν στηρίζεται από αύξηση της παραγωγικότητας λόγω της καχεξίας των επενδύσεων, υπονομεύοντας την συνεχιζόμενη ανάκαμψη της οικονομίας, όπως αποτυπώνεται πλέον στους περισσότερους δείκτες», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Χαρακτηρίζει επίσης καταστροφική μια επιστροφή σε πολιτικές προ κρίσης, ενώ εκφράζει το φόβο ότι οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να σηκώσουν αυξήσεις μισθών, όπως αυτές που εξαγγέλλει η κυβέρνηση, και συστήνει οι αμοιβές να συμβαδίζουν με την αύξηση της παραγωγικότητας, όπως συνέβη στην Ισπανία.
Συγκεκριμένα, ο Σύνδεσμος μέσω της παράθεσης στατιστικών στοιχείων τονίζει ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι απαραίτητο να συνδεθεί με την παραγωγικότητα, σε διαφορετική περίπτωση θα μειωθεί η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Μάλιστα για άλλη μια φορά αναφέρει ότι είναι απαραίτητη η μείωση του μη μισθολογικού κόστους, προκειμένου να στηριχθεί η αύξηση των κατώτατων αμοιβών, η οποία θα συμπαρασύρει και τα υπόλοιπα μισθολογικά κλιμάκια.
Την τελευταία τετραετία, με την εξαίρεση της Ισπανίας, η παραγωγικότητα στις άλλες χώρες είτε είναι στάσιμη (Ιταλία), είτε μειώνεται (Ελλάδα, Πορτογαλία). Σε όλες τις χώρες, η μεταβολή των αμοιβών είτε είναι μηδενική (Ιταλία), είτε είναι οριακά θετική (Ισπανία, Πορτογαλία), είτε οριακά αρνητική (Ελλάδα).
Στην Πορτογαλία, ειδικότερα (σ.σ. μοντέλο που θέλει να ακολουθήσει και η Ελλάδα), οι αμοιβές συνεχίζουν να αυξάνουν παρά την πτώση της παραγωγικότητας, που προοιωνίζεται απώλεια ανταγωνιστικότητας και κάμψη του ρυθμού ανάπτυξης στο άμεσο μέλλον. Επίσης, οι συνεχείς αυξήσεις του κατώτατου μισθού μετά την έξοδο από το Μνημόνιο το 2015 (+20% περίπου) έχουν οδηγήσει σε σημαντική αύξηση των μέσων αμοιβών (+6,5%), αλλά και προκαλέσει σημαντική απώλεια ανταγωνιστικότητας (-5,6%).
Αντίθετα, στη διάρκεια της ίδιας περιόδου (2015 – 2018) στην Ισπανία οι αμοιβές (+1,5%) συμβαδίζουν με την αύξηση της παραγωγικότητας (+1,3%), περιορίζοντας την απώλεια ανταγωνιστικότητας σε σχετικά χαμηλά επίπεδα (-0,9%), με την Ισπανία να καταγράφει καλύτερη αναπτυξιακή επίδοση σε σχέση με τις άλλες χώρες.
Τέλος, στην Ελλάδα, οι αμοιβές έχουν σταματήσει να μειώνονται και οριακά βελτιώνονται (+0,9%), ενώ η παραγωγικότητα εξακολουθεί να καταγράφει ελαφρά πτώση (-1,1%), αν και επιβραδυνόμενη, ενώ παρατηρείται εξασθένιση της ανταγωνιστικότητας κατά 3,1%.