Ισορροπημένα στη βάση της γενικότερης στρατηγικής του Ταμείου για την Ελλάδα είναι τα συμπεράσματα της έκθεσης του ΔΝΤ για το τραπεζικό σύστημα, που για πρώτη φορά περιορίζει τις ανάγκες για αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου για τις τρεις συστημικές τράπεζες, μεταξύ 1,3 και 1,9 δις ευρώ. Αυτό επισημαίνουν ανώτερα τραπεζικά στελέχη σχολιάζοντας τις συστάσεις του Ταμείου, σημειώνοντας ταυτόχρονα ότι, οι παρατηρήσεις που περιλαμβάνονται στην έκθεση εντάσσονται στο πλαίσιο της επικοδομητικής κριτικής, καθώς για πρώτη φορά το Ταμείο αναφέρεται στα θετικά βήματα που έχουν γίνει για τη θωράκιση του τραπεζικού συστήματος.

Για πρώτη άλλωστε φορά το Ταμείο έχει εγκαταλείψει τη σκληρή γραμμή για την ανάγκη ύπαρξης πρόσθετων κεφαλαίων ύψους 10 δισ. ευρώ και περιορίζει το «έλλειμμα» στα βασικά κεφάλαια για τις τρεις συστημικές τράπεζες, Εθνική, Eurobank και Πειραιώς, που με βάση το δυσμενές σενάριο των stress test βρίσκονται κάτω από το όριο κεφαλαιακής επάρκειας του 7,5% – 8% μεταξύ 1,3 έως και 1,9 δις ευρώ.

Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα των stress test, το ΔΝΤ, επισημαίνει ότι αν και τα αποτελέσματα δεν απαιτούν άμεσες ενέργειες, εντούτοις οι τράπεζες παραμένουν ευάλωτες σε δυσμενείς εξελίξεις και στις επικείμενες αποφάσεις των εποπτικών αρχών. Οι αναλυτές του Ταμείου επισημαίνουν την ανάγκη να μειωθεί η βαρύτητα που έχουν οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις – που αντιπροσωπεύουν πάνω από το 50% του δείκτη κεφαλαίων CET1 – μέσω κεφαλαιακών ενισχύσεων στο άμεσο μέλλον. Για πρώτη φορά ωστόσο οι αναλυτές του Ταμείου προκρίνουν αντί των αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου, την προσφυγή σε εργαλεία, όπως η έκδοση ομολόγων, που δεν θα οδηγούν σε απομείωση της θέσης των μετόχων. Σε μεσοπρόθεσμο άλλωστε ορίζοντα οι τράπεζες θα πρέπει να απορροφήσουν την επίπτωση των μέτρων για το IFRS 9 και να «χτίσουν» τις ελάχιστες απαιτήσεις για τα ίδια κεφάλαια και τις επιλέξιμες υποχρεώσεις τους.

Το Ταμείο επισημαίνει πάντως την ανάγκη πιο φιλόδοξων στόχων για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, μέσω πωλήσεων, διαγραφών, πλειστηριασμών και μακροπρόθεσμων ρυθμίσεων. Οι αναλυτές του Ταμείου τάσσονται πάντως κατά της προοπτικής δημιουργίας μιας «κακής τράπεζας», που θα δημιουργούσε νέους δημοσιονομικούς κινδύνους μέσω της παροχής κρατικών εγγυήσεων.

Στο μέτωπο της ρευστότητας, το Ταμείο επισημαίνει την αβεβαιότητα που υπάρχει στο στόχο για την επιστροφή καταθέσεων, κάτι που σε συνδυασμό με την κατάργηση του waiver και τη δυσκολία πρόσβασης στις αγορές ομολόγων, μπορεί να οδηγήσει τις τράπεζες να αξιοποιήσουν περισσότερο την ακριβή ρευστότητα του ELA.

Ειδική αναφορά γίνεται στην έκθεση και για την περαιτέρω χαλάρωση των capital controls. Οι αρχές έχουν έναν οδικό χάρτη για την περαιτέρω χαλάρωσή τους, λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο της ρευστότητας και την κατάσταση της οικονομίας. Ωστόσο, πρόθεσή τους είναι η ταχεία άρση των περιορισμών, χωρίς περιττές καθυστερήσεις, που θα ήταν επιζήμιες όσον αφορά την ενίσχυση της εμπιστοσύνης, σημειώνει.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ: ΔΝΤ: Οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο να αντλήσουν νέα κεφάλαια