Υπάρχει κάποια μαγική λύση στην αύξηση του υπερπλεόνασματος του 2017 που έκλεισε στο 3,5% του ΑΕΠ έναντι στόχου 1,75%;  H απάντηση είναι ότι στηρίχθηκε μεταξύ άλλων και στην αύξηση των έμμεσων φόρων οι οποίοι είναι υπερβολικά υψηλοί στην Ελλάδα σε σχέση με άλλα κράτη. Όμως είναι σαφές ότι οι έμμεσοι φόροι πλήττουν την ιδιωτική κατανάλωση και επιβραδύνουν έτσι την ανάπτυξη με τα αποτελέσματα να φαίνονται όχι μόνο το 2017 (αύξηση ΑΕΠ 1,4% από 1,6% στόχου στον Προϋπολογισμό που ψηφίστηκε τον Δεκέμβριο) αλλά και φέτος (η πρόβλεψη για αύξηση του ΑΕΠ τοποθετείται πλέον στο 2,3% από 2,5% που αναμενόταν προηγουμένως).

Τα παραπάνω στοιχεία προκύπτουν από την περιοδική έκθεση του Υπουργείου Οικονομίας, τις εκτιμήσεις του ΥΠΟΙΚ, αλλά και από τον ΟΟΣΑ. Δίνουν μία ακόμη διάσταση του πλήγματος που δέχεται η ελληνική οικονομία η οποία μαστίζεται από υπερφορολόγηση, τεράστια απώλεια ΑΕΠ και εξαιρετικά αδύναμο κοινωνικό κράτος.

Το καίριο πλήγμα των έμμεσων φόρων

“Το αναπτυξιακό αποτέλεσμα του 2017 υστερεί έναντι του στόχου εξαιτίας της αδυναμίας αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης (κατά 0,1% έναντι στόχου 0,9%) σε συνθήκες δημοσιονομικής προσαρμογής και του μεγαλύτερου (του στόχου) πρωτογενούς πλεονάσματος, το οποίο όμως κρίνεται απαραίτητο για την ενίσχυση της αξιοπιστίας, την αναδιάρθρωση του χρέους με ευνοϊκότερους όρους και την άσκηση αναδιανεμητικής πολιτικής” αναφέρει το υπουργείο Οικονομίας στο δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων.

Επισημαίνει μάλιστα ότι “η αύξηση κυρίως της έμμεσης φορολογίας και η συνακόλουθη πίεση επί του διαθέσιμου εισοδήματος απλώς ισοσκελίστηκε από την αύξηση της απασχόλησης και των πραγματικών αμοιβών εξαρτημένης εργασίας διατηρώντας ουσιαστικά στάσιμη την ιδιωτική καταναλωτική δαπάνη”.

Εκτιμά ότι η κατάσταση “αναμένεται να μεταστραφεί θετικά το 2018 όσο η ανεργία μειώνεται, ο μέσος μισθός ανακάμπτει και ολοκληρώνεται ομαλά το Πρόγραμμα ενισχύοντας την καταναλωτική εμπιστοσύνη”.

Πιέσεις και φέτος βλέπει το ΥΠΟΙΚ- υπέρμετροι οι έμμεσοι φόροι λέει ο ΟΟΣΑ

Στην εγκύκλιο του Μεσοπροθέσμου που απέστειλε ο αναπληρωτής ΥΠΟΙΚ Γ. κ. Χουλιαράκης προ ημερών καταγράφεται πολύ μικρή τόνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης το 2019 (αύξηση κατά 0,5%) αποτελώντας ουσιαστικά και την αιτία για την αναθεώρηση του αναπτυξιακού στόχου από το 2,5% στο 2,3% (ετήσια αύξηση ΑΕΠ).

Άλλωστε, η συνεχής αύξηση των οφελών προς τις εφορίες δείχνει και το μέγεθος της φορολογικής κόπωσης.

Ένας στους πέντε φορολογούμενους δεν πληρώνει εμπρόθεσμα τις φορολογικές του υποχρεώσεις, ενώ τον Ιανουάριο 693 εκατ. ευρώ φόρων έμειναν απλήρωτοι.

Όσο για το “ράπισμα” των έμμεσων φόρων που παραδέχεται το υπουργείο Οικονομίας ότι είναι η αιτία, ο ΟΟΣΑ στην έκθεσή του για την ανάπτυξη, δίνει την εικόνα.

Καταγράφει την Ελλάδα ανάμεσα στα κράτη τα οποία βασίζονται πολύ λίγο στην άμεση φορολογία, επιβεβαιώνοντας έτσι – εμμέσως – την τεράστια έμμεση φορολόγηση.

Μάλιστα, καθώς τα στοιχεία του ΟΟΣΑ αφορούν στο 2016 δεν προσμετρούν τα πολύ μεγάλα νέα κύματα έμμεσων φόρων που ήρθαν στην συνέχεια στην ελληνική αγορά και στα νοικοκυριά, αλλά και αυτά που… έπονται με τον ΦΠΑ στα νησιά του Αιγαίου (κατάργηση των τελευταίων εξαιρέσεων τον Ιούνιο).

Σχέδιο εξαίρεσης δαπανών για άμυνα/επενδύσεις από τα πλεονάσματα

Στην έκθεση του υπουργείου Οικονομίας αναφέρεται και πρόβλεψη για μεγαλύτερο “μαξιλάρι” διαθεσίμων κατά την έξοδο από το Πρόγραμμα (εκτιμάται στα 18 δισ. ευρώ έναντι 16,4 δισ. ευρώ τελευταίας πρόβλεψης του ESM) αλλά και ξεδιπλώνεται η πρόθεση εξαίρεσης δαπανών για άμυνα/επενδύσεις από τα πλεονάσματα του 3,5% του ΑΕΠ που πρέπει να επιτυγχάνει η Ελλάδα.

Το υπουργείο Οικονομίας αναφέρει ότι “στον βαθμό, όμως, που ανακτάται η εμπιστοσύνη, ανακάμπτουν οι επενδύσεις και το πρόγραμμα ολοκληρώνεται, γίνεται ολοένα και πιο φανερό ότι για την επίτευξη της μακροχρόνιας βιωσιμότητας της οικονομικής ανάπτυξης είναι καθοριστική η υλοποίηση των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους ή/και δυνητικού περιορισμού των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων.

Με άλλα λόγια, η μεν ποιοτική και διαρθρωτική ανάκαμψη της οικονομίας πείθει τους πιστωτές και τις αγορές πως η Ελλάδα βρίσκεται στον σωστό δρόμο, συγχρόνως όμως η μέτρια ποσοτικά ανάκαμψη αποδεικνύει πως μία οικονομία όπως η ελληνική που πρακτικά κατέρρευσε επί σειρά ετών, μπορεί να συνέλθει γρήγορα μόνον αν διαθέτει ένα πιο αναπτυξιακό μείγμα πολιτικής (π.χ. ταχύτερες αδειοδοτήσεις επενδύσεων, ουσιαστική κεφαλαιακή ενίσχυση κι ενεργοποίηση Αναπτυξιακής Τράπεζας, εξαίρεση αμυντικών δαπανών – λόγω εθνικού κινδύνου – ή Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, ΠΔΕ, από στόχους δημοσιονομικής προσαρμογής και περιορίσει το φορτίο που την βαραίνει (αναδιάρθρωση χρέους)”.

Για τον στόχο αύξησης του ΑΕΠ κατά 2,3% το 2018 επισημαίνεται ότι βασίζεται στο κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης, την επιτάχυνση αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας και των μεταρρυθμίσεων, την πίστη για την ολοκλήρωση του Προγράμματος, καθώς και στην έναρξη των συζητήσεων για την ελάφρυνση του χρέους.