Δέσμιες των «κόκκινων» δανείων εξακολουθούν να είναι οι ελληνικές τράπεζες και παρότι «τρέχουν» συστηματικά τη διαχείριση των προβληματικών χαρτοφυλακίων, στο 9μηνο του 2018 τα νέα «κόκκινα» που γεννήθηκαν ήταν περισσότερα από τα δάνεια που πέρασαν στην πράσινη περιοχή.
Παράλληλα οι τράπεζες λειτουργούν σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον. Υποχρεώθηκαν από την Επιτροπή Ανταγωνισμού της ΕΕ, στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης τους να «ξεπουλήσουν» τις διεθνείς δραστηριότητες τους, αλλά και τις μη χρηματοπιστωτικές θυγατρικές που είχαν στην Ελλάδα. Στερήθηκαν έτσι «πολύτιμα» έσοδα και οι εξωστρεφείς ελληνικές τράπεζες, που κυριαρχούσαν στην αγορά των Βαλκανίων, με τις ευλογίες των θεσμών, υποχρεώθηκαν στην διαχείριση και μόνο των προβληματικών δανείων.
Τα παραπάνω επισημαίνονται στην Ενδιάμεση Εκθεση της Τράπεζας Ελλάδος, σύμφωνα με την οποία οι τράπεζες σημείωσαν αξιόλογη πρόοδο στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, όμως ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς.
Μόνο αν «καθαρίσουν» οι ισολογισμοί και περιοριστεί το κόστος πιστωτικού κινδύνου, θα πέσει «φρέσκο» χρήμα στην πραγματική οικονομία και θα μειωθούν τα επιτόκια.
Σήμερα το υψηλό κόστος του πιστωτικού κινδύνου απορροφά το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων των τραπεζών πριν από προβλέψεις. Το απαγορευτικά υψηλό κόστος του πιστωτικού κινδύνου διατηρεί υψηλά τα επιτόκια χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, με αποτέλεσμα να μειώνεται η ζήτηση δανείων και να διαβρώνεται η ανταγωνιστικότητα. Ενώ, θα ενισχύσει τα καθαρά επιτοκιακά έσοδα των τραπεζών, δεδομένου ότι κατά κανόνα τα προβληματικά στοιχεία ενεργητικού δεν αποφέρουν τόκους. Θα μειωθεί το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών, καθώς θα μετριαστούν οι ανησυχίες σχετικά με την ποιότητα του ενεργητικού και τη μακροπρόθεσμη ανθεκτικότητα των τραπεζών.
Επίσης θα μειωθεί το λειτουργικό κόστος της διαχείρισης των προβληματικών δανείων και οι διοικήσεις των τραπεζών απαλλαγμένες από το «βάρος» θα μπορέσουν να επικεντρωθούν στην αναζήτηση επικερδών αναπτυξιακών ευκαιριών.
«Παράλληλα, το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, επειδή αποτελεί την κύρια πρόκληση για τις τράπεζες, καθυστερεί και την ανάληψη πρωτοβουλιών εκ μέρους των διοικήσεών τους όσον αφορά την καθιέρωση ενός βιώσιμου μοντέλου λειτουργίας για τις ελληνικές τράπεζες», σημειώνεται στην Εκθεση της ΤτΕ.
Σε ό,τι αφορά τη διαχείριση των προβληματικών δανείων, υπογραμμίζεται πως το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων υποχωρεί, χρειάζονται όμως πιο φιλόδοξες λύσεις για την ταχύτερη αποκλιμάκωσή του.
«Στη βάση αυτή θα πρέπει να εξεταστούν και άλλες λύσεις που θα διευκόλυναν τη μεταφορά των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από τους ισολογισμούς των τραπεζών σε άλλες οντότητες, για παράδειγμα σε μια κεντρική εταιρία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, χωρίς να δημιουργηθούν πρόσθετοι δημοσιονομικοί κίνδυνοι και αφού έχουν ληφθεί υπόψη οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στην κεφαλαιακή βάση των τραπεζών.
»Στο πλαίσιο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος, παρουσίασε την πρότασή της για τη δημιουργία Εταιρίας Ειδικού Σκοπού (Special Purpose Vehicle) που θα απορροφήσει μη εξυπηρετούμενα δάνεια ύψους 40 δισ. ευρώ περίπου, με την παράλληλη χρήση αναβαλλόμενου φόρου ύψους 7,5 δισ. ευρώ».
Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΜΕΑ) ανήλθαν στο τέλος Σεπτεμβρίου 2018 σε 84,7 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 9,7 δισ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου 2017 και κατά περίπου 22,5 δισ. ευρώ (πάνω από 20%) έναντι του Μαρτίου του 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο (107 δισ. ευρώ).
Αυτή η μείωση οφείλεται κυρίως σε διαγραφές (4,4 δισ. ευρώ) και πωλήσεις (5,2 δισ. ευρώ) μη εξυπηρετούμενων δανείων. Οι πωλήσεις εμφανίζονται αυξημένες και θα αυξηθούν περαιτέρω. Βελτίωση εμφανίζουν και οι εισπράξεις από ρευστοποιήσεις, καθώς οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί παράγουν τα πρώτα αποτελέσματα. Ωστόσο, το συνολικό ποσό που ανακτήθηκε από τις τράπεζες με αυτό τον τρόπο παραμένει χαμηλό. Συνολικά, παρά τις βελτιώσεις στο οικονομικό και θεσμικό περιβάλλον, οι εισπράξεις μέσω ενεργητικής διαχείρισης των ΜΕΑ παραμένουν περιορισμένες.
Επιπροσθέτως, οι νέες ροές μη εξυπηρετούμενων δανείων που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια του εννεαμήνου εξακολουθούν να υπερβαίνουν τις πιστώσεις που επιστρέφουν σε τακτική εξυπηρέτηση.
Το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων παρέμεινε το Σεπτέμβριο του 2018 σε υψηλό επίπεδο (46,7%). Ως προς τις επιμέρους κατηγορίες χαρτοφυλακίων, ο δείκτης ΜΕΑ διαμορφώθηκε σε 44,7% για το στεγαστικό, 53% για το καταναλωτικό και 46,9% για το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο. Στα επιχειρηματικά δάνεια τα περισσότερα «κόκκινα» έχουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις όσο και οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (68,6% και 60,9% αντίστοιχα), ενώ καλύτερες επιδόσεις παρατηρούνται στο χαρτοφυλάκιο των μεγάλων επιχειρήσεων (27,4%) και των ναυτιλιακών δανείων (29,8%).
Όσον αφορά τη διάρθρωση των ΜΕΑ, το 46,1% αφορά δανειακές συμβάσεις που έχουν ήδη καταγγελθεί από τις τράπεζες, το 31,4% αφορά δάνεια αβέβαιης είσπραξης και το 22,5% δάνεια σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών τα οποία δεν έχουν ακόμη καταγγελθεί. Επίσης, πολλοί δανειολήπτες έχουν ζητήσει την προστασία του νόμου Κατσέλη (προστατεύεται το 14,2% του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων).
Ο στόχος είναι –μέσα από πωλήσεις δανείων, εισπράξεις, ρευστοποίηση εξασφαλίσεων και επιτυχείς ρυθμίσεις- το ποσοστό των ΜΕΑ να υποχωρήσει σε περίπου 20% ή χαμηλότερα μέχρι το 2021, σύμφωνα με τους στόχους που έχουν υποβάλει οι ελληνικές τράπεζες στον SSM.