Κρίσιμες είναι οι επόμενες 10 ημέρες καθώς ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) θέλει να προχωρήσει στην πρώτη μεταμνημονιακή έκδοση ελληνικού ομολόγου (πιθανώς στις 28-29 Ιανουαρίου).  Το ομόλογο θα έχει 5ετή διάρκεια, θα στοχεύει στην άντληση 2,5 δισ. ευρώ και η απόδοσή του εκτιμάται ότι θα μπορούσε να μην ξεπεράσει το 3,5%-3,6%. Χθες η απόδοση του 5ετούς ομολόγου του Ελληνικού Δημοσίου άγγιξε το 3,018%, που είναι το χαμηλότερο σημείο του τελευταίου 5μήνου. 

Ο σχεδιασμός της κυβέρνησης γίνεται στον απόηχο της έκθεσης της S&P η οποία δεν προχώρησε σε αναβάθμιση της αξιολόγησης της Ελλάδας, που εξακολουθεί έτσι να απέχει τέσσερα steps από την επενδυτική βαθμίδα (ΒΒΒ- και πάνω). Επιπλέον, οι αναλυτές του οίκου εκφράζουν φόβους ότι η προεκλογική περίοδος μπορεί να προκαλέσει καθυστερήσεις στις ιδιωτικοποιήσεις και τη μείωση των «κόκκινων» δανείων.

Κρίσιμη ημερομηνία 

Η κυβέρνηση επιθυμεί να γίνει η έξοδος αμέσως μετά την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών από τη Βουλή, την προσεχή Παρασκευή. «Σχεδιάζουμε να προχωρήσουμε σε μια πενταετή έκδοση, ωστόσο επιθυμούμε να βγει από το πλαίσιο η ψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών», ανέφερε χθες στο πρακτορείο Reuters πηγή από τον ΟΔΔΗΧ. Ο υπουργος Οικονομίας Ευκλείδης Τσακαλώτος έχει εξηγήσει ότι η έξοδος στις αγορές πρέπει να γίνει βάσει των συμφερόντων του Δημοσίου και όχι βάσει του πολιτικού χρόνου.

Προϋπόθεση, ώστε να ληφθεί η τελική απόφαση για την έκδοση ομολόγου την ερχόμενη εβδομάδα, είναι να μην υπάρξουν αρνητικά μηνύματα για την πορεία της δεύτερης μεταμνημονιακής αξιολόγησης κατά την επίσκεψη των υψηλόβαθμων τεχνοκρατών των θεσμών στην Αθήνα, η οποία ξεκινά μεθαύριο και θα ολοκληρωθεί την Παρασκευή. 

Εκτιμάται ότι εάν επιτευχθεί συμφωνία τις προσεχείς ημέρες με τους Ευρωπαίους τεχνοκράτες για το μοντέλο μείωσης των «κόκκινων» δανείων των τραπεζών μέσω εταιρίας ειδικού σκοπού (Asset Protection Scheme, APS), τότε το νέο ομόλογο θα τύχει θερμότερης υποδοχής από τους επενδυτές.

Η απόδοση

Το νέο 5ετές ομόλογο έχει προετοιμαστεί εδώ και μήνες από τον ΟΔΔΗΧ, τον οίκο Rothschild, που είναι χρηματοοικονομικός σύμβουλος του Δημοσίου, και τις 21 ξένες και ελληνικές τράπεζες που είναι βασικοί διαπραγματευτές (Primary Dealers) στην αγορά ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου κατά το τρέχον έτος. 

Η επιλογή της συγκεκριμένης διάρκειας ήταν μονόδρομος, καθώς η απόδοση του 10ετούς ομολόγου παραμένει σε απαγορευτικά επίπεδα (4,178% χθες, ενώ τον περασμένο Ιούλιο, ενόψει της εξόδου από τα Μνημόνια, είχε υποχωρήσει στο 3,83% και πριν από ένα χρόνο, τον Ιανουάριο του 2018, είχε πέσει ακόμα και στο 3,66%).

Το νέο 5ετές ομόλογο είναι βέβαιο ότι θα πετύχει σημαντικά χαμηλότερη απόδοση σε σύγκριση με τα δύο προηγούμενα ομόλογα ίδιας διάρκειας:

  • Το 5ετές ομόλογο της κυβέρνησης Σαμαρά, που εκδόθηκε τον Απρίλιο του 2014 και λήγει σε τρεις μήνες, είχε απόδοση 4,95% και ετήσιο κουπόνι 4,75%.
  • Το 5ετές ομόλογο της κυβέρνησης Τσίπρα, που εκδόθηκε τον Ιούλιο του 2017 και καλύφθηκε κατά 50% από «φρέσκο χρήμα» και κατά 50% από ανταλλαγή του ομολόγου Σαμαρά με τον καινούργιο τίτλο, είχε απόδοση 4,625% και ετήσιο κουπόνι 4,375%.

Υπενθυμίζεται ότι η τελευταία έξοδος της Ελλάδας στις αγορές έγινε τον Φεβρουάριο του 2018 με 7ετές ομόλογο που είχε απόδοση 3,5% και κουπόνι 3,375%.

Πού θα χρησιμοποιηθούν 

Τα έσοδα που θα αντλήσει το Δημόσιο από τη νέα έκδοση θα χρησιμοποιηθούν είτε για την αναχρηματοδότηση του 5ετούς τίτλου που είχε εκδοθεί επί κυβέρνησης Σαμαρά και λήγει τον Απρίλιο είτε για να προχωρήσει η πρόωρη αποπληρωμή μέρους των δανειακών υποχρεώσεων της Ελλάδας προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ).

Στις 9 Δεκεμβρίου 2018, ο ΟΔΔΗΧ έχει επεξεργαστεί, σχέδιο για την πρόωρη αποπληρωμή του μισού χρέους της Ελλάδας προς το ΔΝΤ: από τα 9,4 δισ. ευρώ, τα 5 δισ. ευρώ έχουν τσουχτερό επιτόκιο (4,9%) και ενέχουν αυξημένο συναλλαγματικό κίνδυνο, γι’ αυτό προβλέπεται να επιστραφούν πριν από τη λήξη τους. 

Η αρχή θα γίνει με την πρόωρη εξόφληση δόσεων συνολικού ύψους περίπου 2 δισ. ευρώ φέτος και θα ακολουθήσουν άλλα 3 δισ. ευρώ τη διετία 2020-2021. Αναγκαία προϋπόθεση για να προχωρήσει η διαδικασία αυτή είναι να προηγηθεί η επιτυχής επάνοδος της χώρας στις αγορές.

Συνολικά ο ΟΔΔΗΧ στοχεύει να πραγματοποιήσει φέτος τουλάχιστον δύο εξόδους στις αγορές και να αντλήσει 3 έως 7 δισ. ευρώ, ανάλογα με τις επικρατούσες συνθήκες. 

Η Χρηματοδοτική Στρατηγική που ανακοίνωσε λίγο πριν από τα Χριστούγεννα περιλαμβάνει τρία σενάρια, βάσει των οποίων θα εκδοθούν νέα ομόλογα συνολικού ύψους 3, 5 ή 7 δισ. ευρώ και θα χρησιμοποιηθούν αντιστοίχως 5, 2,4 ή 1,1 δισ. ευρώ από το «μαξιλάρι» διαθεσίμων.

Γιατί είναι σημαντικό να βγούμε στις αγορές 

Εάν η έκδοση του 5ετούς ομολόγου δεν «σκοντάψει», θα μπορούσε να αποτελέσει «εισιτήριο» αναβάθμισης στις επόμενες αξιολογήσεις της ελληνικής οικονομίας από τους διεθνείς οίκους και πρωτίστως από τη Moody’s.

Ο οίκος Fitch έχει προγραμματίσει να επαναξιολογήσει τη χώρα μας στις 8 Φεβρουαρίου, ενώ την 1η Μαρτίου θα πάρει σειρά η Moody’s, η οποία διατηρεί τη χαμηλότερη βαθμολογία μεταξύ των τριών μεγάλων οίκων και έχει διαμηνύσει ότι περιμένει, μεταξύ άλλων, ένα νέο ομόλογο για να προχωρήσει σε αναβάθμιση.

Χθες αργά το βράδυ η Standard & Poor’s διατήρησε, όπως αναμενόταν, αμετάβλητη την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας στη βαθμίδα Β+ με θετική προοπτική (outlook), δηλαδή τέσσερα σκαλοπάτια κάτω από την επενδυτική βαθμίδα (ΒΒΒ- και πάνω). Η Fitch τοποθετεί την Ελλάδα τρεις βαθμίδες μακριά από την επενδυτική κατηγορία (στο ΒΒ-) και η Moody’s έξι βαθμίδες (στο Β3).

Μας άφησε στα ίδια η S&P

Στην ανάλυση της Standard & Poor’s που συνόδευε τη χθεσινή αξιολόγηση της Ελλάδας, επισημαίνεται ότι παράγοντας ο οποίος μπορεί να οδηγήσει σε μελλοντική αναβάθμιση είναι η βελτίωση των συνθηκών στον τραπεζικό τομέα και η άρση των capital controls. 

Στον αντίποδα, μπορεί να υπάρξει υποβάθμιση των προοπτικών, εάν αναιρεθούν μεταρρυθμίσεις (κάτι που ο οίκος δεν θεωρεί πιθανό) ή δεν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις για την ανάπτυξη.

Ο οίκος προβλέπει ανάπτυξη 2,2% φέτος και μέση ανάπτυξη 2,4% την τριετία 2019-2021 και εκτιμά ότι ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ φέτος θα επιτευχθεί, εάν δεν υπάρξουν δυσάρεστες εκπλήξεις.

Οι αναλυτές της S&P υπογραμμίζουν, όμως, ότι οι προοπτικές των ιδιωτικών επενδύσεων δεν είναι ιδιαιτέρως θετικές, λόγω των προβλημάτων στις τράπεζες, επικρίνουν το «ψαλίδισμα» των δημοσίων επενδύσεων και βλέπουν χαλαρό ρυθμό αποκατάστασης της κατανάλωσης. 

Επιπλέον, εκφράζουν φόβους ότι η προεκλογική περίοδος μπορεί να προκαλέσει καθυστερήσεις στις ιδιωτικοποιήσεις και τη μείωση των «κόκκινων» δανείων.