Σε λίγες ημέρες και συγκεκριμένα στις 20 Αυγούστου η χώρα μας εξέρχεται από τη μνημονιακή εποχή, ολοκληρώνοντας το τρίτο πακέτο διάσωσης.
Πώς θα αλλάξει τη ζωή μας η μεταμνημονιακή εποχή; Oι ειδικοί μίλησαν και οι εκτιμήσεις δεν είναι και τόσο ευοίωνες.
Oι τέσσερις μεγάλοι οίκοι αξιολόγησης –S&P, Fitch, Moody’s και DBRS εκτιμούν πως η Ελλάδα μπορεί να βγαίνει από το έπος των μνημονίων, ωστόσο μπαίνει σε μία νέα εποχή ενισχυμένης εποπτείας.
Έτσι θα κληθεί να αντιμετωπίσει μια τεράστια πρόκληση της ενίσχυσης της επενδυτικής εμπιστοσύνης και την τήρηση συνετής δημοσιονομικής πολιτικής για πολλά χρόνια, τη στιγμή που το χρέος της παραμένει εξαιρετικά υψηλό μεσομακροπρόθεσμα.
Από την άλλη, οι ελληνικές τράπεζες, οι οποίες θα μπορούσαν να στηρίξουν την οικονομία, πρέπει να επιτύχουν πολύ δύσκολους στόχους για τη μείωση των υψηλών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Σε ρεπορτάζ της καθημερινής φιλοξενούνται οι δηλώσεις του Μουτζτάμπα Ραχμάν, επικεφαλής αναλυτής ευρωπαϊκών θεμάτων στην Eurasia Group.
«Τα προγράμματα διάσωσης της Ελλάδας έχουν επιτύχει τον στόχο τους – αποκαθιστώντας σε έναν βαθμό την εμπιστοσύνη των επενδυτών καθώς και την πρόσβαση στις αγορές η οποία χάθηκε το 2009. Η οικονομία όμως έχει συρρικνωθεί κατά περίπου 25% και τα θεμελιώδη μεγέθη της παραμένουν εξαιρετικά εύθραυστα: το δημόσιο χρέος έχει εκτιναχθεί κοντά στο 180% του ΑΕΠ, η ανεργία παραμένει επίμονα υψηλή και το τραπεζικό σύστημα είναι αντιμέτωπο με ένα βουνό μη εξυπηρετούμενων δανείων και ελέγχους κεφαλαίου. Αυτές οι προκλήσεις θα πρέπει τώρα να αντιμετωπιστούν και είναι ασαφές εάν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ή οι μελλοντικές κυβερνήσεις θα έχουν την ικανότητα ή την προθυμία να το κάνουν», εκτιμά ο Μουτζτάμπα Ραχμάν.
Για τους διεθνείς οίκους, από τους οποίους εξαρτάται το πόσο γρήγορα θα μπορέσει η Ελλάδα να βρεθεί στην κατηγορία του «επενδυτικού βαθμού», η ενίσχυση της ανάπτυξης και των επενδύσεων αποτελούν τα «κλειδιά» για τη χώρα.
Οπως σημειώνει στην εφημερίδα η Νίκολα Τζέιμς, επικεφαλής αξιολογήσεων του καναδικού οίκου αξιολόγησης DBRS, στις κύριες προκλήσεις με τις οποίες είναι αντιμέτωπη η Ελλάδα μετά το τέλος του μνημονίου περιλαμβάνεται η ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών, κάτι που θα επιτευχθεί εάν η χώρα δείξει ότι οι μεταρρυθμίσεις συνεχίζονται και ότι οι δημοσιονομικού στόχοι «πιάνονται». Θα είναι σημαντικό να επιτευχθεί το σωστό ισοζύγιο διαχείρισης του χρέους μεταξύ της χρηματοδότησης της αγοράς και της χρήσης του «μαξιλαριού» ρευστότητας. Ήδη από το φθινόπωρο, στις συζητήσεις για τον προϋπολογισμό του 2019, η κυβέρνηση μπορεί να χρειαστεί να επιδείξει προθυμία να αλλάξει το δημοσιονομικό μείγμα – να παραμείνει στον δρόμο της επίτευξης των στόχων, αλλά ταυτόχρονα να μπορεί να στηρίξει την ώθηση της ανάπτυξης. Η ανάπτυξη είναι το «κλειδί» για την Ελλάδα και οι προβλέψεις που βασίζονται στον τρέχοντα συνδυασμό πολιτικών δεν είναι τόσο ενθαρρυντικές.
Στα εμπόδια που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία είναι το υψηλό δημόσιο χρέος μεσομακροπρόθεσμα, τονίζει η κ. Τζέιμς. Έπειτα από μια μακρά περίοδο όπου η παγκόσμια νομισματική πολιτική ήταν διευκολυντική, τα επιτόκια πλέον αυξάνονται και αυτό αποτελεί αρνητικό παράγοντα για την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές. Η επιβράδυνση της ευρωπαϊκής ανάπτυξης μπορεί επίσης να αποτελέσει σημαντικό εμπόδιο για την Ελλάδα μετά την έξοδο από το μνημόνιο και αν οι ελληνικές αρχές δεν πετύχουν βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, η επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων για χρόνια θα είναι πολύ δύσκολη. Επιπλέον, η ταχύτητα στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών επίσης θα είναι καθοριστική για τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας.
Οπως σημειώνει η Κάθριν Μιούελμπρονερ, πρώτη αντιπρόεδρος της Moody’s Investors Service, η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τεράστιες προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης να διατηρηθεί μια συνετή δημοσιονομική πολιτική για πολλά χρόνια, η οποία απαιτείται προκειμένου να διατηρηθεί η στήριξη από τους Ευρωπαίους πιστωτές της. Επίσης, οι ελληνικές τράπεζες πρέπει να επιτύχουν πολύ δύσκολους στόχους για τη μείωση των υψηλών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους κατά τα προσεχή έτη. Τέλος, η χώρα πρέπει να βρει πηγές για σταθερή και ισχυρότερη ανάπτυξη από ό,τι στο παρελθόν – μακροπρόθεσμα, οι δημοσιονομικοί στόχοι θα είναι εφικτοί μόνο εάν η Ελλάδα μπορεί να αναπτυχθεί με ταχύτερους ρυθμούς από εκείνους που προβλέπονται σήμερα.
Το ελληνικό χρέος είναι από τα υψηλότερα παγκοσμίως, όπως τονίζει η κ. Μιούελμπρονερ, και θα απαιτήσει συνεχή συνετή δημοσιονομική στάση για πολλά χρόνια. Παράλληλα, η προσέλκυση επενδύσεων είναι κρίσιμη για την επίτευξη διατηρήσιμης ανάπτυξης στο μεσοπρόθεσμο διάστημα. Σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρωζώνης που βγήκαν από την ύφεση και την κρίση, οι επενδυτικές επιδόσεις της Ελλάδας είναι πολύ πιο αδύναμες. Ο σχηματισμός κεφαλαίων στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Κύπρο –αν και εξακολουθεί να είναι σημαντικά χαμηλότερος από τα επίπεδα πριν από την κρίση– έχει ανακάμψει έντονα τα τελευταία χρόνια και τώρα βρίσκεται κοντά στο 80% των επιπέδων πριν από την κρίση στην Πορτογαλία και την Ισπανία και πάνω από το 90% στην Κύπρο. Στην Ελλάδα, είναι κάτω του 40% σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα.
- Aργά το βράδυ της Παρασκευής ο οίκος Fitch προχώρησε στην αναβάθμιση της μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας κατά δύο βαθμίδες, σε «ΒΒ-» από «Β».
«Φτωχή» η ανάκαμψη σε σύγκριση με Ιρλανδία, Ισπανία
Χωρίς μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, οι αναλυτές της S&P Αάρτι Σακούγια και Φρανκ Γκιλ τονίζουν ότι συνεχίζουν να εκτιμούν πως ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ 2018-2021 θα κινηθεί μόλις πάνω από 2%, έπειτα από ανάπτυξη της τάξης του 1,4% το 2017.
Ενώ αυτή η ανάκαμψη είναι ευπρόσδεκτη, ο ρυθμός της δεν συγκρίνεται με αρκετά άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε. που υπέστησαν παρατεταμένη οικονομική επιβράδυνση κατά την περίοδο 2011-2013, συμπεριλαμβανομένης της Κροατίας, της Ιρλανδίας, της Σλοβενίας και της Ισπανίας.
Μία από τις βασικές διαφορές μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων αυτών χωρών είναι ότι οι ελληνικές αρχές έχουν σημειώσει περιορισμένη πρόοδο στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος της χώρας.
Ενώ η αγορά εργασίας είναι αναμφισβήτητα εξαιρετικά ευέλικτη, η σύγκριση με τις άλλες χώρες είναι αδύναμη λόγω των πολλών εμποδίων που έχει στον ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων και επαγγελματικών υπηρεσιών, παράλληλα με τα σχετικά αδύναμα δικαιώματα ιδιοκτησίας, τις πολύπλοκες διαδικασίες πτώχευσης και την αναποτελεσματική δικαστική εξουσία. Ως εκ τούτου, οι καθαρές εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων έχουν μόλις βελτιωθεί πρόσφατα και ενδέχεται να μην επαρκούν για τη χρηματοδότηση ισχυρότερης οικονομικής ανάκαμψης.
Η αδυναμία των ελληνικών τραπεζών να χρηματοδοτήσουν την οικονομία επίσης βαραίνει στη δυναμική της ανάκαμψης, επισημαίνουν οι αναλυτές της S&P.
Παρά την πρόσφατη πρόοδο στη μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs), περίπου το ένα τρίτο των δανείων των τραπεζών είναι πιθανό να παραμείνουν επισφαλή μέχρι το 2021, ακόμη και αν τα φιλόδοξα σχέδια αντιμετώπισης των NPEs επιτύχουν. Ενώ οι καταθέσεις στο τραπεζικό σύστημα αυξάνονται –οι καταθέσεις των νοικοκυριών και των εταιρειών αυξήθηκαν κατά 4% το 2017– η εμπιστοσύνη δεν επέστρεψε στον βαθμό που θα επέτρεπε την πλήρη κατάργηση των ελέγχων κεφαλαίου κατά το επόμενο έτος, παρόλο που οι έλεγχοι έχουν χαλαρώσει. Οπως σημειώνει από την πλευρά του και ο Μισέλ Ναπολιτάνο, ανώτερος διευθυντής των κρατικών αξιολογήσεων της Fitch, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει πολλές προκλήσεις στην περίοδο μετά το τέλος του προγράμματος. Η εποπτεία των θεσμών θα είναι ιδιαίτερα επικεντρωμένη στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και στις ιδιωτικοποιήσεις. Επίσης, η αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, τα οποία παραμένουν ιδιαίτερα υψηλά, στο 48,5% των συνολικών ανοιγμάτων τον Μάρτιο, εξακολουθεί να αποτελεί βασική πρόκληση και είναι πιθανό να απαιτηθούν περαιτέρω προβλέψεις για να διαγραφούν. Οι ιδιωτικοποιήσεις προχωρούν επίσης με πολύ πιο αργό ρυθμό σε σχέση με άλλες χώρες που βρέθηκαν σε πρόγραμμα, ενώ η προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων θα μπορούσε να βελτιώσει το μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό, το οποίο εκτιμάται σήμερα στο 1,5%.
Πηγή: Καθημερινή