Ομάδες νεαρών που έχουν καταλάβει το Πολυτεχνείο πετούν μολότοφ στους άνδρες των ΜΑΤ κατά τη διάρκεια επεισοδίων, στους δρόμους γύρο από το Ίδρυμα, μετά το τέλος της πορείας για την 43η επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, στην Αθήνα (Φωτογραφία: ΑΠΕ-ΜΠΕ)
Έντονο προβληματισμό για την ουσιαστική προστασία των πανεπιστημίων από σοβαρές εγκληματικές ενέργειες και την ικανότητα του κράτους να εκπληρώνει την βασική συνταγματική υποχρέωση για παροχή έννομης προστασίας της ζωής και της προσωπικής ασφάλειας εγείρει η επιστημονική υπηρεσία της Βουλής αποδομώντας επί της ουσίας την συνταγματική ισχύ της διάταξης του νομοσχεδίου για την ανώτατη εκπαίδευση που επιχειρεί να επαναρρυθμίσει το ακαδημαϊκό άσυλο, όπως μεταδίδει το Πρώτο Θέμα.
Υπενθυμίζεται πως σύμφωνα με τρίτο άρθρο του νομοσχεδίου που θα τεθεί σε ψηφοφορία την Τρίτη, επέμβαση δημόσιας δύναμης σε χώρους ΑΕΙ επιτρέπεται αυτεπαγγέλτως μόνο σε περιπτώσεις κακουργημάτων και εγκλημάτων κατά της ζωής ενώ για τις υπόλοιπα εγκλήματα θα πρέπει να υπάρξει σχετική απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου.
Οι παρατηρήσεις της σχετικής έκθεσης που συνοδεύει το νομοσχέδιο στην Ολομέλεια της Βουλής αλλά αγνοήθηκαν από την ηγεσία του υπουργείου Παιδείας αναφέρουν μεταξύ άλλων πως σύμφωνα με τις σχετικές συνταγματικές διατάξεις «η παροχή έννομης προστασίας στη ζωή και την προσωπική ασφάλεια δεν επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του κράτους, αλλά αποτελεί υποχρέωσή του, ενώ ανήκει καταρχήν στον νομοθέτη η διάρθρωση του συστήματος προστασίας κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση όλων των συνταγματικών δικαιωμάτων και η τήρηση των αρχών του κράτους δικαίου» και εξηγούν πως με την προτεινόμενη κυβερνητική ρύθμιση «η αυτεπάγγελτη επέμβαση της δηµόσιας δύναμης σε χώρους των Α.Ε.Ι. επιτρέπεται µόνο σε περιπτώσεις κακουργημάτων και εγκλημάτων κατά της ζωής. Προβληματισμός μπορεί κατά τούτο να εγερθεί σχετικά µε την παροχή αποτελεσματικής προστασίας κατά άλλων εγκλημάτων, ιδίως αυτόφωρων. Τέλος, σημειώνεται ότι η διάκριση μεταξύ των εγκλημάτων κατά της ζωής και των εγκλημάτων κατά της σωματικής ακεραιότητας είναι ενίοτε δυσχερώς διαγνώσιμη κατά τον χρόνο τέλεσής τους».
Εκτός των σοβαρών ενστάσεων που εκφράζει η νομική υπηρεσία της Βουλής για τις κυβερνητικές αλλαγές στο ακαδημαϊκό άσυλο, εξίσου ισχυροί είναι και οι συνταγματικοί προβληματισμοί για επιμέρους διατάξεις.
Ειδικότερα για το άρθρο 18 που προβλέπει τη γενικευμένη συμμετοχή εκπροσώπων των φοιτητών στα όργανα διοίκησης του Πανεπιστημίου και την μειοψηφική συμμετοχή του κύριου διδακτικού προσωπικού εξηγείται πως αν και ο κοινός νομοθέτης έχει τη δυνατότητα να καθορίσει τον τρόπον εκπροσώπησης των τριών βασικών παραγόντων (καθηγητικού προσωπικού, βοηθητικού και φοιτητών), οφείλει ωστόσο να στοιχίζει «τον βασικό σκοπό της ανώτατης εκπαίδευσης, ο οποίος κατά τη νομολογία συνίσταται στην προαγωγή και μετάδοση της επιστημονικής γνώσης µε την έρευνα και τη διδασκαλία, και να λαμβάνουν υπόψη τον ρόλο του κύριου διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού, τα µέλη του οποίου αναγνωρίζονται ως δηµόσιοι λειτουργοί, τελούντες υπό ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς εγγυώμενο την προσωπική και λειτουργική τους ανεξαρτησία, εκλέγονται δε από πανεπιστημιακά όργανα µε ακαδημαϊκά κριτήρια που εξασφαλίζουν την ανάδειξη άξιων επιστημόνων ως πανεπιστημιακών διδασκάλων».
«Κατά τούτο, γεννάται προβληματισµός εάν είναι κατά το Σύνταγμα επιτρεπτή η μειοψηφική συµμετοχή του κύριου διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού σε όργανα, όπως η Κοσμητεία μόνο τμηματικής Σχολής, καθώς και εάν εν γένει θα όφειλε η ρύθμιση της ειδικότερης συµμετοχής των φοιτητών να συναρτάται µε τον χαρακτήρα των εκάστοτε ασκούμενων αρμοδιοτήτων», καταλήγει η νομική υπηρεσία αναφορικά με το επίμαχο άρθρο.