Νίκος Καραμούζης, Εκτελεστικός Πρόεδρος του επενδυτικού ταμείου SMERemediumCap
«Η ιδανική στρατηγική για την Ελλάδα θα ήταν αν όλα τα εμπλεκόμενα μέρη συνεργαζόντουσαν στενά τους επόμενους μήνες, ώστε να επιτευχθεί μία “καθαρή” έξοδος από το πρόγραμμα και η επιστροφή στην οικονομική και κοινωνική κανονικότητα. Η πρόσφατη βελτίωση μπορεί να αντιστραφεί πολύ γρήγορα με ανεύθυνες πολιτικές. Η αξιοπιστία και η εμπιστοσύνη είναι εύθραυστες και πρέπει να ισχυροποιηθούν», τονίζει ο επικεφαλής της Eurobank, Νικόλαος Καραμούζης σε άρθρο του στην αμερικανική Wall Street Journal.
«Για να μειωθεί έτι περαιτέρω η αβεβαιότητα των αγορών, οι επίσημοι δανειστές της χώρας θα πρέπει να αποφασίσουν σχετικά με την αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου χρέους, όχι αργότερα από το πρώτο εξάμηνο του 2018 – σύμφωνα με τις πρότερες δεσμεύσεις τους» σημειώνει για το θέμα του χρέους ο κ. Καραμούζης και προσθέτει ότι «κατά τους επόμενους έξι μήνες, μέχρι να λήξει επισήμως το τρέχον πρόγραμμα οικονομικής στήριξης, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) πρέπει να παραμείνει ενεργά εμπλεκόμενο στο πρόγραμμα».
Επιπλέον, «τόσο η Ελληνική κυβέρνηση όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση, πρέπει να επιβεβαιώσουν τη δέσμευσή τους ότι θα σεβαστούν τους δημοσιονομικούς στόχους που προβλέπουν ετήσια πρωτογενή πλεονάσματα του προϋπολογισμού στο 3.5% του ΑΕΠ κάθε χρόνο μέχρι το 2022», σημειώνει ο πρόεδρος της Eurobank και της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, και ακόμη, «η Ελλάδα οφείλει να άρει όλους τους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων μέχρι τον Αύγουστο του 2018. Κάτι τέτοιο θα ενίσχυε την εμπιστοσύνη στις προοπτικές της χώρας και την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής της, ενώ κατά πάσα πιθανότητα θα οδηγούσε και σε βελτίωση της διεθνούς πιστοληπτικής διαβάθμισης της χώρας».
Ολόκληρο το άρθρο του προέδρου της Eurobank και της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών Ν. Καραμούζη στην Wall Street Journal έχει ως εξής:
«Αυτό το καλοκαίρι, ένα σημαντικό γεγονός θα λάβει χώρα στην πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Η Ελλάδα, η κυριότερη χώρα με παρελθόν δημοσιονομικής και οικονομικής ανευθυνότητας στην Ευρώπη, θα ολοκληρώσει το πρόγραμμα επίσημης οικονομικής και χρηματοδοτικής στήριξης. Όπως η κρίση της Ευρωζώνης ξεκίνησε στην Ελλάδα πριν από οκτώ χρόνια, έτσι και θα τελειώσει επισήμως εδώ.
Ή μήπως όχι; Καθώς η Ελλάδα προετοιμάζεται να αποδεσμευτεί μετά από σχεδόν μια δεκαετία επίσημης οικονομικής εποπτείας και χρηματοδοτικής στήριξης, με τεράστιο κοινωνικό και οικονομικό κόστος, η συζήτηση στην Αθήνα, τις Βρυξέλλες, την Φρανκφούρτη και την Ουάσιγκτον εστιάζει στην επόμενη μέρα. Η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας έχει βελτιωθεί σημαντικά, καθώς εφάρμοσε, καθ’ υπόδειξη των δανειστών, μια πλειάδα από σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Η ανάπτυξη επανήλθε, ο προϋπολογισμός του κράτους εμφανίζει πρωτογενές πλεόνασμα, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι σχεδόν εξισορροπημένο, η διεθνής ανταγωνιστικότητα της χώρας έχει βελτιωθεί σημαντικά, η διεθνής πιστοληπτική φερεγγυότητα έχει αναβαθμιστεί, οι εξαγωγές και οι ξένες επενδύσεις βρίσκονται σε ανοδική τροχεία τα τελευταία δύο χρόνια και η ανεργία σταδιακά μειώνεται.
Το βασικό ερώτημα είναι εάν η Ελλάδα είναι έτοιμη να σταθεί στα πόδια της χωρίς βοήθειες. Αν έχει αφομοιώσει το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας της χώρας, τα διδάγματα της τραγικής εμπειρίας των προηγουμένων 8 ετών.
Δεν είναι όλοι σίγουροι για αυτό. Κάποιες εμπλεκόμενες πλευρές που ανησυχούν για τη μεταβατική περίοδο, θέλουν η χώρα να υιοθετήσει μία προληπτική πιστωτική γραμμή, ή τουλάχιστον να έχει συγκεντρώσει σημαντικά αποθέματα μετρητών (κοντά στα €20 δισ.) για την περίπτωση που η Ελλάδα δεν θα είναι σε θέση να χρηματοδοτηθεί από τις διεθνής αγορές. Ένα νέο επίσημο πρόγραμμα, όμως, που στην ουσία θα επιφέρει η έγκριση επίσημης προληπτικής πιστωτικής γραμμής, μπορεί να εκληφθεί από τις διεθνείς αγορές ως ένδειξη ότι η Ελλάδα δεν είναι ακόμα σε θέση να βάλει σε τάξη τα του οίκου της.
Η πραγματική πρόκληση όμως για τη χώρα μας είναι το πως θα ενισχύσει σε σταθερή βάση τη διαφαινόμενη οικονομική ανάκαμψη, παράλληλα, ενισχύοντας την αξιοπιστία της οικονομικής της πολιτικής και την εμπιστοσύνη των αγορών. Μόνο με διατηρήσιμη ανάπτυξη, πολιτική υπευθυνότητα και δέσμευση στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, τη δημιουργία ενός φιλικού προς τις αγορές και τις επιχειρήσεις περιβάλλοντος και απαρέγκλιτη συνέπεια στη δημοσιονομική σταθερότητα μπορεί να επιτευχθεί αυτός ο στόχος. Χρειάζονται ριζοσπαστικές πρωτοβουλίες πολιτικής προς αυτή την κατεύθυνση, ώστε να πειστούν οι αγορές. Τέτοιες πολιτικές, ανάμεσα σε άλλες πρωτοβουλίες, πρέπει να περιλαμβάνουν: ένα ολοκληρωμένο προγράμματα εκμετάλλευσης της μεγάλης ακίνητης περιουσίας του δημοσίου και της δημόσιας γης, ευρείας κλίμακας αποκρατικοποιήσεις, εκτενή ανασχεδιασμό της δημοσίας διοίκησης, δημιουργία ελκυστικού πλαισίου προσέλκυσης ξένων επενδύσεων και φορολογική και ασφαλιστική μεταρρύθμιση φιλική προς την ανάπτυξη και τις επενδύσεις. Αν η έξοδος από τα προγράμματα δεν συνεπάγεται βελτίωση της αξιοπιστίας τότε υπάρχει κίνδυνος να παραταθεί η κακοδαιμονία της χώρας.
Οι κινήσεις που θα γίνουν από τώρα και μέχρι το τέλος του προγράμματος στα τέλη Αυγούστου, θα καθορίσουν αν η Ελλάδα θα μπορεί να κάνει μια «καθαρή» και βιώσιμη έξοδο.
Το πρώτο βήμα είναι η δημιουργία ενός, φιλικού προς την επιχειρηματικότητα, εθνικού σχεδίου ανάπτυξης και μεταρρυθμίσεων που θα βασίζεται σε ευρείες κοινωνικές και πολιτικές συναινέσεις και θα περιέχει συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα ενεργειών και λίστα προτεραιοτήτων. Ο τελικός κύριος στόχος πρέπει να είναι η σημαντική ανάκαμψη και μάλιστα με διατηρήσιμο τρόπο, των ιδιωτικών επενδύσεων, οι οποίες κατέρρευσαν κατά τη διάρκεια της κρίσης, καθώς και η τόνωση της οικονομικής εξωστρέφειας.
Οι ελληνικές τράπεζες πρέπει από την πλευρά τους να πείσουν, πέρα από κάθε αμφιβολία, την επενδυτική κοινότητα για την χρηματοοικονομική υγεία και ισχύ του τραπεζικού συστήματος. Αυτή την άνοιξη, οι ελληνικές τράπεζες θα περάσουν από την διαδικασία των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων συνθήκων (stress tests), ενώ παράλληλα, θα εφαρμόσουν το νέο διεθνή λογιστικό κανόνα IFRS 9. Η χώρα δεν μπορεί να πάει μπροστά και να έχει μια καθαρή έξοδο από την κρίση, εάν διατηρούνται αμφιβολίες για την υγεία του τραπεζικού της συστήματος.
Για να μειωθεί έτι περαιτέρω η αβεβαιότητα των αγορών, οι επίσημοι δανειστές της χώρας θα πρέπει να αποφασίσουν σχετικά με την αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου χρέους, όχι αργότερα από το πρώτο εξάμηνο του 2018 – σύμφωνα με τις πρότερες δεσμεύσεις τους. Χρειαζόμαστε μία τελική συμφωνία για το χρέος που θα το καθιστούσε βιώσιμο στα μάτια των αγορών, ενώ παράλληλα, θα κρατούσε τις υποχρεώσεις εξυπηρέτησης του χρέους για τη χώρα μας σε διατηρήσιμα επίπεδα μακροχρόνια.
Κατά τους επόμενους έξι μήνες, μέχρι να λήξει επισήμως το τρέχον πρόγραμμα οικονομικής στήριξης, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) πρέπει να παραμείνει ενεργά εμπλεκόμενο στο πρόγραμμα. Οι αγορές πρέπει να δουν ότι το ΔΝΤ συμφωνεί και εγκρίνει τόσο τη βιωσιμότητα της αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους, όσο και την κεφαλαιακή επάρκεια του τραπεζικού συστήματος μετά τα stress tests. Μια αρνητική δημόσια στάση του θα έθετε σε κίνδυνο την προοπτική «καθαρής» εξόδου από το μνημόνιο.
Επιπροσθέτως, τόσο η Ελληνική κυβέρνηση όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση, πρέπει να επιβεβαιώσουν τη δέσμευσή τους ότι θα σεβαστούν τους δημοσιονομικούς στόχους που προβλέπουν ετήσια πρωτογενή πλεονάσματα του προϋπολογισμού στο 3.5% του ΑΕΠ κάθε χρόνο μέχρι το 2022. Κάθε συζήτηση για αναθεώρηση αυτών των στόχων, ή αλλαγή του μείγματος, θα πρέπει να αναβληθεί μέχρι η εμπιστοσύνη των αγορών να έχει πλήρως αποκατασταθεί. Τα πρωτογενή αυτά πλεονάσματα είναι πράγματι υπέρογκα και υφεσιακά, αλλά κάτω από τις παρούσες συνθήκες, τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από την ενίσχυση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας της χώρας είναι σημαντικότερα από το κόστος.
Τέλος, η Ελλάδα οφείλει να άρει όλους τους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων μέχρι τον Αύγουστο του 2018. Κάτι τέτοιο θα ενίσχυε την εμπιστοσύνη στις προοπτικές της χώρας και την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής της, ενώ κατά πάσα πιθανότητα θα οδηγούσε και σε βελτίωση της διεθνούς πιστοληπτικής διαβάθμισης της χώρας.
Η ιδανική στρατηγική για την Ελλάδα θα ήταν αν όλα τα εμπλεκόμενα μέρη συνεργαζόντουσαν στενά τους επόμενους μήνες, ώστε να επιτευχθεί μία «καθαρή» έξοδος από το πρόγραμμα και η επιστροφή στην οικονομική και κοινωνική κανονικότητα. Η πρόσφατη βελτίωση μπορεί να αντιστραφεί πολύ γρήγορα με ανεύθυνες πολιτικές. Η αξιοπιστία και η εμπιστοσύνη είναι εύθραυστες και πρέπει να ισχυροποιηθούν».