Μετά την απόρριψη του δεύτερου αιτήματος αποφυλάκισης των Ελλήνων στρατιωτικών, που κρατούνται στην Ανδριανούπολη, το τουρκικό πρακτορείο Anadolu μεταφέρει ότι συνεχίζεται η έρευνα του ψηφιακού υλικού, ενώ το ανώτατο όριο της ποινής που προβλέπει ο νόμος και υπάρχει πιθανότητα να αντιμετωπίσουν οι δύο Έλληνες είναι τα πέντε χρόνια.
«Υπάρχουν συγκεκριμενες αποδείξεις που δείχνουν ότι υπάρχουν ισχυρές υποψίες σχετικά με το έγκλημα που διέπραξαν οι ύποπτοι, υπάρχει η άποψη ότι θα διαφύγουν από την Τουρκία σε περίπτωση που αφεθούν ελεύθεροι επειδή δεν έχουν μόνιμη διεύθυνση στην Τουρκία. Οι αποδείξεις δεν έχουν ακόμη συγκεντρωθεί. Υπάρχει η άποψη ότι ενδέχεται να τροποποιηθούν τα αδικήματα που διέπραξαν επειδή συνεχίζεται η έρευνα του ψηφιακού υλικού» επισημαίνει το τουρκικό κρατικό πρακτορείο ειδήσεων Anadolu για τον ανθυπολοχαγό Μητρετώδη και τον λοχία Κούκλατζη.
«Λαμβάνοντας υπόψη ότι η πράξη έγινε από στρατιωτικούς, ο τρόπος που έγινε και ότι το ανώτατο όριο της ποινής που προβλέπει ο νόμος είναι πέντε χρόνια το μέτρο της κράτησης είναι εντός των ορίων της διακριτικότητας και η απόφαση για δικαστικό έλεγχο θα είναι ανεπαρκής αποφάσισε τη συνέχιση της κράτησής τους και δεν θα υπάρξει αλλαγή στους όρους κράτησή τους» αναφέρεται στην ανακοίνωση του δικαστηρίου σύμφωνα με το τουρκικό κρατικό πρακτορείο ειδήσεων.
Απορρίπτοντας το αίτημα που υπέβαλαν για να αποφυλακιστούν, ο Τούρκος δικαστής χαρακτήρισε τους δύο Έλληνες στρατιωτικούς ύποπτους φυγής, καθώς «δεν διαθέτουν μόνιμη διεύθυνση στην Τουρκία».
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, που αναμεταδίδουν τουρκικά μέσα ενημέρωσης, το δικαστήριο έκρινε ότι υπάρχουν στοιχεία ότι πράγματι οι δύο στρατιωτικοί υπέπεσαν στο αδίκημα για το οποίο κατηγορούνται.
Η απόρριψη του αιτήματος του ανθυπολοχαγού Άγγελου Μητρετώδη και του λοχία Δημήτρη Κούκλατζη, που αιφνιδιαστικά οδηγήθηκαν σήμερα ενώπιον του δικαστηρίου, για να εξεταστεί το αίτημα αποφυλάκισής τους γίνεται λίγες ώρες μετά τη συνάντηση κορυφής Ευρώπης – Τουρκίας στη Βάρνα.
Ο δικαστής αποφάσισε να συνεχιστεί η κράτηση, που ξεκίνησε στις 2 Μαρτίου, υποστηρίζοντας ότι «υπάρχουν χειροπιαστά στοιχεία -ισχυρές υποψίες ότι οι δύο συλληφθέντες υπέπεσαν στο αδίκημα για το οποίο κατηγορούνται», παραβλέποντας ότι επισήμως δεν τους έχει απαγγελθεί κατηγορητήριο.
Επίσης, το δικαστήριο δεν έκανε δεκτή τη διεύθυνση μόνιμης κατοικίας που δήλωσαν οι δικηγόροι των δύο στρατιωτικών, που δεν ήταν άλλη από το ελληνικό προξενείο στην Αδριανούπολη.