«Την ώρα που η Ευρώπη στηρίζει την επαναβιομηχάνιση, για την Ελλάδα, ιδιαίτερα μετά την κρίση της τελευταίας δεκαετίας, η μετάβαση σε ένα ισόρροπο αναπτυξιακό μοντέλο, με μια εύρωστη και ανταγωνιστική παραγωγική βάση, θα έπρεπε να είναι σήμερα, έμπρακτα και όχι απλώς διακηρυκτικά, απόλυτη εθνική προτεραιότητα». Τα παραπάνω ανέφερε ο κ. Μιχάλης Στασινόπουλος, εκτελεστικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της VIOHALCO, κατά τον χαιρετισμό του εκ μέρους της Αστικής Μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας «Ελληνική Παραγωγή – Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη» στην συνέντευξη Τύπου που διοργάνωσε ο ΙΟΒΕ αναφορικά με την παρουσίαση της μελέτη με τίτλο: «Προκλήσεις και προοπτικές του τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα: Στρατηγικές παρεμβάσεις για ανάπτυξη». Μιας μελέτης που πραγματοποιείται με την υποστήριξη της πρωτοβουλίας «Ελληνική Παραγωγή – Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη» και αναμένεται να ολοκληρωθεί στις αρχές του 2019.

Ο κ. Στασινόπουλος υποστήριξε πως η η βιομηχανία δεν έχει συγκινήσει την πολιτεία, «λείπει ο σύμμαχος ή ακόμη και ο συνομιλητής, τα θέματα της βιομηχανίας χάνονται στην πορεία, υπάρχει ουσιαστικό πρόβλημα στην επικοινωνία κράτους-παραγωγής». Όπως υποστήριξε «η μεταποίηση στην Ελλάδα είναι ένας ζωντανός τομέας της οικονομίας με καθοριστική συμβολή στη δημιουργία εθνικού πλούτου, προστιθέμενης αξίας, απασχόλησης και εξαγωγών».

«Η μεταποίηση μπορεί να συνεισφέρει πολύ περισσότερα, εάν αντιμετωπιστούν τα μεγάλα εμπόδια στη διεθνή ανταγωνιστικότητά της», ανέφερε ο κ. Στασινόπουλος. «Εχουμε προτείνει ως εθνικό στόχο αύξησης μεταποίησης στο 12% του ΑΕΠ ως το 2020. Το είπε και ο Πρωθυπουργός στη γενική συνέλευση του ΣΕΒ. Στον ένα χρόνο που ακολούθησε από τότε ακούσαμε πολλά λόγια, αλλά απέχουμε πολύ από το στόχο» ανέφερε με νόημα ο κ. Στασινόπουλος.

Από την πλευρά του ο  Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής του ΟΠΑ, κ. Νίκος Βέττας, αναφέρθηκε στον ρόλο που η μεταποιητική βιομηχανία μπορεί και πρέπει να έχει σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη συγκυρία για την ελληνική οικονομία. Η κρίση της ελληνικής οικονομίας δεν θα ολοκληρώσει τον κύκλο της εάν δεν τεθούν οι βάσεις για συστηματική άνοδο της παραγωγικότητας και όχι απλώς με διαχείριση της τρέχουσας ζήτησης. Σε αυτήν την κατεύθυνση, απαιτείται ένταση των επενδύσεων, ανάπτυξη του ανθρώπινου κεφαλαίου και διαμόρφωση ενός θεσμικού πλαισίου που να ενθαρρύνει την παραγωγή. Οι διασυνδέσεις της βιομηχανίας με την υπόλοιπη οικονομία μέσω ισχυρών πολλαπλασιαστών και η υποστήριξη της καινοτομίας, την καθιστούν πεδίο όπου η οικονομική πολιτική πρέπει να ανταποκριθεί άμεσα και κατά προτεραιότητα.

Ο Επιστημονικός Υπεύθυνος της μελέτης, Επίκουρος Καθηγητής ΕΜΠ και Επιστημονικός Σύμβουλος του ΙΟΒΕ, κ. Άγγελος Τσακανίκας, παρουσιάζοντας τη μελέτη επισήμανε ότι σε αυτήν γίνεται επικαιροποίηση των βασικών μεγεθών, στοιχείων και δεικτών που συνθέτουν τις πιο πρόσφατες τάσεις στον τομέα της Μεταποίησης. Επίσης, γίνεται μεγαλύτερη ανάλυση στις εξαγωγικές επιδόσεις της ελληνικής μεταποίησης και της θέσης της στις διεθνείς αγορές. Παράλληλα, γίνεται στοχευμένη διερεύνηση παραγόντων που θεωρούνται κρίσιμοι στην τρέχουσα συγκυρία για την ελληνική μεταποίηση σε 5 επιλεγμένες θεματικές περιοχές που επηρεάζουν τη διεθνή  ανταγωνιστικότητά της.

Από τη μελέτη προκύπτει ότι, μετά από μια οξεία και παρατεταμένη κρίση η εγχώρια μεταποίηση ανακάμπτει σταθερά τα τελευταία χρόνια, ταχύτερα από το σύνολο της οικονομίας. Το συνολικό αποτύπωμα και η πολλαπλασιαστική επίδρασή της στην ελληνική οικονομία παραμένει ισχυρή. Όμως η βελτίωση αυτή είναι εύθραυστη και ανεπαρκής σε σχέση με την ανάγκη της χώρας να επανέλθει σε διατηρήσιμη και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Τα ζητήματα του ενεργειακού κόστους, της φορολογίας, του μη μισθολογικού κόστους, της αδειοδότησης και της χρηματοδότησης της εγχώριας μεταποίησης φαίνεται ακόμα να επηρεάζουν αρνητικά την ανταγωνιστικότητα της εγχώριας μεταποίησης και αποτελούν σημαντικά εμπόδια έτσι ώστε να αξιοποιήσει πλήρως το δυναμικό της και να το διευρύνει. Με δεδομένο το ευρύτερο πλαίσιο ενίσχυσης της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και τις αντίστοιχες πολιτικές που εμφανίζονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης της μεταποίησης στις διεθνείς αγορές, απαιτεί σε εθνικό επίπεδο περισσότερο στοχευμένες πολιτικές και διαθρωτικές παρεμβάσεις σε επίπεδο δημόσιων, αλλά και επιχειρηματικών πολιτικών στη χώρα μας που να αμβλύνουν τα εμπόδια που αυτή αντιμετωπίζει.

Στο επόμενο διάστημα, θα είναι κρίσιμης σημασίας κάθε μια από τις απαιτούμενες παρεμβάσεις να μελετηθεί σε βάθος και να κοστολογηθεί ως προς τις επιδράσεις της, με σκοπό να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο συγκεκριμένων δράσεων, κατά προτεραιότητα.