Σε ιστορικά υψηλά επίπεδα ανήλθαν, το 2017, τα κέρδη για τις ευρωπαϊκές τράπεζες που δραστηριοποιούνται στον τομέα του private banking, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο ευρύτερος τραπεζικός κλάδος. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία της εταιρείας συμβούλων McKinsey, η πώληση επενδυτικών προϊόντων και υπηρεσιών απέφερε στις 111 τράπεζες που δραστηριοποιούνται στον συγκεκριμένο τομέα στη δυτική Ευρώπη κέρδη ρεκόρ ύψους 15,4 δισ. ευρώ το 2017, ποσό που αντιστοιχεί σε αύξηση 14,1% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Για την UBS, που είναι και ο μεγαλύτερος «παίκτης» στον τομέα του private banking παγκοσμίως, τα προσαρμοσμένα κέρδη προ φόρων για τις δραστηριότητες διαχείρισης περιουσίας της εκτός ΗΠΑ παρουσίασαν, το 2017, αύξηση 15% και διαμορφώθηκαν λίγο κάτω από τα 2,8 δισ. ελβετικά φράγκα (2,49 δισ. ευρώ).
Ενδεικτικό, όμως, των προοπτικών που εκτιμάται ότι έχει ο συγκεκριμένος τομέας για τις τράπεζες είναι ότι ο στόχος που έχει θέσει η UBS για την κερδοφορία της είναι να παρουσιάζει αύξηση κερδών 10%-15% ετησίως για τα επόμενα χρόνια, μετά και την ενοποίηση των αμερικανικών και των διεθνών δραστηριοτήτων της στον τομέα του wealth management σε έναν και μόνο βραχίονα από τις αρχές του 2018.
Η κερδοφορία των δυτικοευρωπαϊκών τραπεζών στον τομέα του private banking έχει αυξηθεί περίπου κατά 25% ή 3,1 δισ. ευρώ κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών. Επίδοση που οφείλεται κατά κύριο λόγο στις ισχυρές επιδόσεις των αγορών.
Αντιθέτως, κατά το ίδιο διάστημα, οι νέοι πελάτες συνεισέφεραν στις τράπεζες μόλις 1,4 δισ. ευρώ, κάτι που αποτελεί σοβαρή πρόκληση για τον κλάδο.
Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο που αποκαλύπτει η έρευνα της McKinsey είναι ότι οι αποκλίσεις στον τομέα του private banking μεγαλώνουν, με τους μεγάλους «παίκτες» του κλάδου (εκείνους που διαχειρίζονται περιουσιακά στοιχεία άνω των 30 δισ. ευρώ) και τα τμήματα private banking που ανήκουν σε τραπεζικούς ομίλους με ευρύτερες δραστηριότητες να παίρνουν σημαντικό… κεφάλι έναντι των μικρότερων ανταγωνιστών.
Οι μεγάλες προκλήσεις
Μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο κλάδος είναι τα αυξανόμενα κόστη. Κόστη που έχουν να κάνουν, εν μέρει, και με τις επενδύσεις σε ψηφιακές τεχνολογίες που χρειάστηκε να κάνουν οι τράπεζες προκειμένου να συμμορφωθούν προς τους κανονισμούς για το «ξέπλυμα χρήματος».
Η δεύτερη μεγάλη πρόκληση είναι η διαχείριση πιο διαφοροποιημένων επενδυτικών χαρτοφυλακίων. Τα μετρητά που έχουν στην κατοχή τους οι πελάτες του private banking έχουν διατηρηθεί σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα από την κρίση του 2007-08 και μετά, αντιστοιχώντας περίπου στο 30% των χαρτοφυλακίων παρά τα χαμηλά επιτόκια. Την ίδια ώρα, τα εναλλακτικά assets, όπως κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου, private equity και εμπορεύματα, δεν υπερβαίνουν, όλα μαζί, το 8% των περιουσιακών στοιχείων των πελατών.
Όπως επισημαίνει η McKinsey, πολλές τράπεζες στον τομέα του private banking δεν έχουν καταφέρει να εντάξουν στις υπηρεσίες τους τη διαχείριση εναλλακτικών επενδύσεων, ενώ δυσκολεύονται επίσης να πείσουν τους πελάτες να πληρώσουν υψηλότερες προμήθειες για πιο σύνθετες συμβουλευτικές υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου.
Την ίδια ώρα, οι τράπεζες πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι τα δεδομένα και οι πληροφορίες που έχουν στη διάθεσή τους από τους πελάτες τους μπορούν να αποδειχθούν «χρυσωρυχείο» αν αξιοποιηθούν καταλλήλως.
Όπως επισημαίνει, χαρακτηριστικά, ο Kinner Lakhani της Deutsche Bank, «οι διαχειριστές που θα καταφέρουν να αξιοποιήσουν πλήρως τις ευκαιρίες που τους ανοίγονται με την ανάλυση δεδομένων μπορούν να αναμένουν αυξήσεις εσόδων έως και 20%».