ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Κινδύνους που απειλούν την πορεία της ελληνικής οικονομία καταγράφει στην Δήλωση Συμπερασμάτων του το ΔΝΤ, η οποία δημοσιοποιήθηκε την Παρασκευή στο πλαίσιο της Πρώτης Αποστολής Μετα-Προγραμματικής Παρακολούθησης που ολοκληρώθηκε σήμερα. Μια δήλωση η οποία αποτελεί τον προάγγελο της έκθεσής του Ταμείου που θα ανακοινωθεί στο τέλος Φεβρουαρίου.
Το ΔΝΤ εκτιμά πως η ανάπτυξη το 2019 θα διαμορφωθεί στο 2,4% του ΑΕΠ, αυξημένη από το 2,1% που εκτιμά πως θα κλείσει το 2018. Ωστόσο, μεσοπρόθεσμα εκτιμά πως θα υπάρξει μία επιβράδυνση σε ποσοστό λίγο παραπάνω από το 1%.
Το ΔΝΤ προειδοποιεί την κυβέρνηση και της ζητά να θέσει ως προτεραιότητα τη μείωση των συντελεστών φορολογίας για μισθούς και κέρδη, χρησιμοποιώντας τους πόρους που θα εξασφαλίσει μέσω της μείωσης του αφορολογήτου. Το Ταμείο «κρούει τον κώδωνα του κινδύνου» για την αντιμετώπιση δημοσιονομικών κινδύνων αλλά και για τις δικαστικές υποθέσεις σχετικά με βασικές συνταξιοδοτικές και μισθολογικές μεταρρυθμίσεις, ζητώντας από την κυβέρνηση να καταστήσει προληπτικά σχέδια αντιμετώπισής τους. Παράλληλα, προειδοποιεί για πιθανή μεταρρυθμιστική κόπωση ή για πιθανή ανατροπή κάποιων μεταρρυθμίσεων, στο πλαίσιο ενός έτους εκλογών.
Αναφορικά με τις τράπεζες, το ΔΝΤ θεωρεί πως μπορεί να υπάρξει χρήση δημόσιων πόρων για τη στήριξή τους, αλλά θα πρέπει να συνυπολογιστεί η επίδραση της στους ισολογισμούς των τραπεζών και στα οικονομικά του κράτους. Το Ταμείο αναφέρει πως οι τράπεζες παραμένουν ευαίσθητες σε ό,τι αφορά τις συνθήκες χρηματοδότησης και τις ρυθμιστικές αλλαγές. Παράλληλα, ζητά να επανεξεταστεί ο νόμος Κατσέλη για την προστασία της πρώτης κατοικίας αλλά και να διευκολυνθεί η αποδοτική χρήση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών και των εξωδικαστικών μηχανισμών.
Για το χρέος, το ΔΝΤ συστήνει να διασφαλιστεί η ικανότητα αποπληρωμής του μεσοπρόθεσμα, σε περίπτωση πραγματοποίησης σημαντικών αρνητικών κινδύνων που έχουν γίνει πιο έντονοι.
Το Ταμείο ζητά μέτρα αύξησης της παραγωγικότητας με δομικές μεταρρυθμίσεις για να αντισταθμισθεί η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού και η αύξηση του κατώτατου.
Το ΔΝΤ ασκεί κριτική για την αύξηση των επενδύσεων που παραμένει άτονη και το αδύναμο επενδυτικό κλίμα και εκτιμά μεν υψηλό ρυθμό ανόδου του ΑΕΠ το 2019 (2,4%)
Αναλυτικότερα το ταμείο εκτιμά πως:
Η ανάπτυξη και η δημιουργία θέσεων εργασίας στην Ελλάδα αναμένεται να επιταχυνθούν περαιτέρω το 2019, ενώ οι ανάγκες χρηματοδότησης του δημόσιου τομέα παραμένουν διαχειρίσιμες. Για τη διατήρηση της δυναμικότητας της ανάπτυξης, οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες θα πρέπει να εστιάσουν στην αύξηση της παραγωγικότητας και την μείωση των αδυναμιών. Οι προτεραιότητες πολιτικής συμπεριλαμβάνουν τη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου για τη μείωση των άμεσων φόρων, την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων και των στοχευμένων κοινωνικών δαπανών, την επιτάχυνση της εξυγίανσης των ισολογισμών των τραπεζών, την ενίσχυση της ελαστικότητας της αγοράς εργασίας και της ανταγωνιστικότητας κόστους. Τα παραπάνω θα μπορούσαν επίσης να βοηθήσουν στην άμβλυνση των εντεινόμενων αρνητικών εξελίξεων.
Η οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να επιταχυνθεί το 2019, και στη συνέχεια να γίνει σταδιακά ηπιότερη μεσοπρόθεσμα καθώς το παραγωγικό κενό κλείνει. Η ανάπτυξη προβλέπεται να φτάσει το 2,4% το 2019, αυξημένη σε σχέση το εκτιμώμενο 2,1% για το 2018. Οι εξαγωγές, ιδιαίτερα ο τουρισμός, και η κατανάλωση (υποστηριζόμενη από τη μειωμένη ανεργία και την αυξημένη εμπιστοσύνη) είναι οι οδηγοί προς αυτή την κατεύθυνση. Η ανάκαμψη των ιδιωτικών καταθέσεων επέτρεψε την περαιτέρω χαλάρωση των κεφαλαιακών ελέγχων. Εντούτοις, η αύξηση των επενδύσεων παραμένει άτονη, λόγω των υψηλών επιδράσεων βάσης και το -ακόμη- αδύναμο επενδυτικό κλίμα. Μεσοπρόθεσμα, η ανάπτυξη αναμένεται να φτάσει λίγο παραπάνω από το 1%, καθώς το παραγωγικό κενό κλείνει, παρά τη σταδιακή μείωση των υψηλών στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων που έχουν συμφωνηθεί με τους Ευρωπαίους εταίρους. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να παραμείνει περίπου στα ίδια επίπεδα μεσοπρόθεσμα, αφού επιδεινώθηκε το 2018.
Η μεσοπρόθεσμη ικανότητα αποπληρωμής του δημόσιου χρέους παραμένει ισχυρή. Αυτό αντανακλά τις μέτριες χρηματοδοτικές ανάγκες της κυβέρνησης κάτω από το βασικό σενάριο και το σημαντικό μαξιλάρι ρευστότητας. Οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων αναμένεται να επιτευχθούν και το χρέος αναμένεται να μειωθεί μεσοπρόθεσμα. Ωστόσο, χρειάζεται μια ισχυρή αντίδραση σε όρους πολιτικής για να διασφαλιστεί η ικανότητα αποπληρωμής του χρέους μεσοπρόθεσμα σε περίπτωση πραγματοποίησης σημαντικών αρνητικών κινδύνων.
Οι κίνδυνοι αρνητικών εξελίξεων έχουν γίνει πιο έντονοι. Οι κληρονομιές της κρίσης παραμένουν σημαντικές, συμπεριλαμβανομένου του υψηλού δημοσίου χρέους, της επιδείνωσης των οφειλών του ιδιωτικού τομέα και της αδύναμης νοοτροπίας πληρωμών. Σε αυτό το πλαίσιο, οι εξωτερικοί κίνδυνοι (όπως μια ενδεχόμενη επιδείνωση της ανάπτυξης των εμπορικών εταίρων, μια ενδεχόμενη απότομη συστολή των παγκόσμιων χρηματοοικονομικών συνθηκών, και μια επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου) θα μπορούσαν να παρεμποδίσουν τις εξαγωγές και την ανάπτυξη. Οι επενδύσεις και οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας θα μπορούσαν να αποδυναμωθούν από την μεταρρυθμιστική κόπωση (ή την ανατροπή μεταρρυθμίσεων) στο πλαίσιο ενός έτους εκλογών.
Οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι προκύπτουν από δικαστικές υποθέσεις σε εξέλιξη, ενώ οι τράπεζες παραμένουν ευαίσθητες σε ό,τι αφορά τις συνθήκες χρηματοδότησης και τις ρυθμιστικές αλλαγές.
Εν μέσω αυξημένων μισθολογικών πιέσεων, για να διατηρηθούν τα οφέλη σε όρους ανταγωνιστικότητας που επιτεύχθηκαν δύσκολα, η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει να προωθεί την μεταρρυθμιστική της ατζέντα. Η αναπτυξιακή στρατηγική των αρχών συμπεριλαμβάνει αξιέπαινους στόχους υψηλού επιπέδου, αλλά περαιτέρω μέτρα θα χρειαστούν για την επίτευξή τους.
Στην αγορά εργασίας, μεγαλύτερη ευελιξία θα βοηθούσε την άμβλυνση τυχόν αρνητικών επιδράσεων στην ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση από μισθολογικές πιέσεις οι οποίες υπερβαίνουν την αύξηση της παραγωγικότητας και από την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού. Αυτά τα μέτρα άμβλυνσης θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν δομικές μεταρρυθμίσεις σε άλλους τομείς (συμπεριλαμβανομένων των αγορών προϊόντων), με στόχο την ενίσχυση της παραγωγικότητας και τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους.
Προτεραιότητες είναι η επανεξισορρόπηση του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής κατά τρόπο φιλικό προς την ανάπτυξη και η προετοιμασία προληπτικών σχεδίων για την αντιμετώπιση δημοσιονομικών κινδύνων. Η επίτευξη υψηλότερης ανάπτυξης με λιγότερους αποκλεισμούς, με την παράλληλη επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων που έχουν συμφωνηθεί με τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς είναι μια πρόκληση, αλλά μπορεί να διευκολυνθεί από δημοσιονομικά ουδέτερες βελτιώσεις στο μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής.
Η κυβέρνηση θα πρέπει να θέσει ως προτεραιότητα την μείωση των συντελεστών φορολογίας σε μισθούς και κέρδη, η οποία θα χρηματοδοτηθεί από την – προγραμματισμένη για την επόμενη χρονιά- διεύρυνση της φορολογικής βάσης στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων (σ.σ. μείωση αφορολόγητου). Η αντιμετώπιση πιθανών δημοσιονομικών σοκ από δικαστικές υποθέσεις σε εξέλιξη σχετικά με βασικές συνταξιοδοτικές και μισθολογικές μεταρρυθμίσεις, θα πρέπει να βασιστεί στην προετοιμασία ένος προληπτικού σχεδίου.
Η επιτάχυνση των συνεχιζόμενων μεταρρυθμίσεων της ΑΑΔΕ και στον τομέα της δημόσιας οικονομικής διαχείρισης, θα υποστηρίξει περαιτέρω την αποδοτικότητα των δαπανών, θα δημιουργήσει δημοσιονομικό χώρο και θα αμβλύνει τους δημοσιονομικούς κινδύνους.
Η επαναφορά του τονωτικού ως προς την ανάπτυξη τραπεζικού δανεισμού θα χρειαστεί άμεσες, ολοκληρωμένες και καλά οργανωμένες δράσεις για να βοηθήσει την εξυγίανση των ισολογισμών. Χρειάζονται συντονισμένα βήματα από βασικούς φορείς για την υποστήριξη της ταχύτερης μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Οι αρχές θα πρέπει να επανεξετάσουν το σχεδιασμό του νομικού πλαισίου αφερεγγυότητας υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και νοικοκυριών και να διευκολύνουν την αποδοτική χρήση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών και των εξωδικαστικών μηχανισμών.
Οι δημόσιοι πόροι θα μπορούσαν να υποστηρίξουν προσπάθειες για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε όρους αγοράς, αλλά η αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας στρατηγικής σε σχέση με το κόστος θα πρέπει να υπολογιστεί με έναν ολοκληρωμένο τρόπο, ο οποίος θα λαμβάνει υπόψιν την επίδρασή της στους ισολογισμούς των τραπεζών και του κράτους. Αυτά τα βήματα, σε συνδυασμό με άλλες προσπάθειες όπως η βελτίωση της εσωτερικής διακυβέρνησης, θα βοηθήσουν την επαναφορά της κερδοφορίας και τη δημιουργία μαξιλαριών κεφαλαίου και ρευστότητας. Η άρση των κεφαλαιακών ελέγχων θα πρέπει να συνεχιστεί σύμφωνα με τον, βασιζόμενο σε προϋποθέσεις, οδικό χάρτη.