Οι μετοχές των ελληνικών τραπεζών είναι πιθανό να ανακάμψουν καθώς θα βελτιώνεται το επιχειρηματικό κλίμα, αναφέρει σε έκθεσή της η JPMorgan μετά τις επαφές που είχε με Έλληνες αξιωματούχους και επενδυτές στο Μπαλί, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα ότι βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση από ό,τι δείχνει το ταμπλό του Χρηματιστηρίου.
Γνωστοποιώντας τα συμπεράσματά της από τα συνέδρια του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, η JPMorgan τονίζει ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει θέσει όριο στο ύψος των ελληνικών κρατικών ομολόγων που μπορούν να αγοράζουν οι τράπεζες, αλλά από τη στιγμή που η Ελλάδα έχει βγει από τα προγράμματα, θα πρέπει να επιτραπεί στις τράπεζες να αγοράζουν περισσότερα ελληνικά κρατικά ομόλογα, κάτι που στην παρούσα φάση συζητείται με Ευρωπαίους αξιωματούχους.
Σύμφωνα με τον επενδυτικό οίκο η ελληνική κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός συστήματος προστασίας περιουσιακών στοιχείων για τον καθαρισμό των επισφαλών δανείων από τους ισολογισμούς. Αυτή η λύση είναι προτιμότερη από εκείνη της της Bad Bank και οι λεπτομέρειες του σχεδίου εκτιμάται ότι θα δοθούν στη δημοσιότητα έως τα Χριστούγεννα.
Την ίδια ώρα Έλληνες κυβερνητικοί αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι η προσέγγισή τους είναι να κάνουν πολλά μικρά πράγματα, όπως η ενίσχυση του νομικού πλαισίου και η δημιουργία του πτωχευτικού κώδικα, ενώ οι πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων και η οικονομική ανάπτυξη θα είναι η απάντηση στην ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος, αντί αυτή να στηριχθεί σε ένα ενιαίο μέτρο μιας «κακής τράπεζας».
Σύμφωνα με την JPMorgan, οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σε καλύτερη θέση από ότι δείχνουν οι κινήσεις στις μετοχές τους το τελευταίο διάστημα στο Χρηματιστήριο, ενώ όλες έχουν πετύχει τους στόχους μείωσης των NPLs και έχουν περάσει τα stress tests.
Επίσης, δεν επηρεάζονται σημαντικά από την Τουρκία ή την Ιταλία, ενώ δεν έχουν μειωθεί οι καταθέσεις.
Όσον αφορά στην ελληνική οικονομία, η JPMorgan εκτιμά ότι δεν υπάρχουν βραχυπρόθεσμες ανησυχίες για το χρέος.
Όπως αναφέρει, η οικονομική πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης επικεντρώνεται σε τρεις προτεραιότητες μετά την έξοδο από το διεθνές πρόγραμμα στήριξης:
1) Την ξεκάθαρη πορεία χρηματοδότησης για 10-15 χρόνια,
2) τη δημιουργία ενός σχεδίου βιώσιμης ανάπτυξης,
3) τη διατήρηση ενός «μαξιλαριού ρευστότητας» μετά το πρόγραμμα.
Όσον αφορά τη χρηματοδότηση, Έλληνες αξιωματούχοι υποστήριξαν σημείωσαν ότι η μέση ωρίμανση του ελληνικού χρέους ξεπερνά τα 25 χρόνια, οπότε η χώρα έχει 10-15 χρόνια για να αντιμετωπίσει το απόθεμα του δημόσιου χρέους.
Η στρατηγική ανάπτυξης της χώρας δίνει προτεραιότητα στις βελτιώσεις του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και των υποδομών. Οι αξιωματούχοι βλέπουν την αύξηση του ΑΕΠ κατά 2-2,1% φέτος και 2,4% το 2019, αλλά ο στόχος είναι να καταστεί αυτή η ανάπτυξη βιώσιμη μακροπρόθεσμα.
Από την άλλη μεριά οι εξαγωγές δείχνουν να ενισχύονται, ενώ και η κατανάλωση το δεύτερο 3μηνο του 2018 αυξήθηκε για πρώτη φορά μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα. Το τρίτο τρίμηνο είναι η εποχή αιχμής για τον τουρισμό, επομένως η βραχυπρόθεσμη απόδοση του τομέα θα είναι σημαντική.
Όσον αφορά την πολιτική ατζέντα οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι υποστήριξαν ότι η αναπτυξιακή στρατηγική είναι στο επίκεντρο του προεκλογικού προγράμματος, οπότε αν η υφιστάμενη κυβέρνηση κερδίσει τις εκλογές, οι πολίτες και οι επενδυτές θα γνωρίζουν τι πρέπει να περιμένουν. Οι εκλογές θα πρέπει να γίνουν νωρίτερα τον Μάιο του επόμενου έτους και το αργότερο τον Σεπτέμβριο του 2019.
Σε σχέση με το ταμειακό «μαξιλάρι», η Ελλάδα έχει αδιάθετα 25 δισ. κάτι που αφήνει περιθώρια ευελιξίας για το αν θα βγει τις αγορές, αν θα επαναγοράσει χρέος από το ΔΝΤ ή βραχυπρόθεσμους τίτλους από την ΕΚΤ.
Τέλος η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε με το ΔΝΤ να δημιουργήσει έναν δημοσιονομικά ουδέτερο προϋπολογισμό για την επόμενη διετία, αλλά έχει ξεπεράσει τους δημοσιονομικούς της στόχους, κάτι που σημαίνει ότι έχει το περιθώριο να καταρτίσει έναν λιγότερο περιοριστικό προϋπολογισμό.