Για 45 χρόνια, θεωρείτο κάτι αδιανόητο για τη Σαουδική Αραβία. Ξαφνικά, όμως, το Ριάντ προχώρησε σε μια κίνηση που πολλοί ερμηνεύουν ως συγκεκαλυμμένη απειλή να χρησιμοποιήσει τον πετρελαϊκό πλούτο της σαν πολιτικό όπλο. Κάτι ανήκουστο μετά το αραβικό εμπάργκο του 1973 που είχε πυροδοτήσει την πρώτη πετρελαϊκή κρίση.
Η Σαουδική Αραβία, η οποία είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας πετρελαίου παγκοσμίως, ανακοίνωσε την Κυριακή ότι θα προβεί σε αντίποινα εάν της επιβληθούν κυρώσεις για την εξαφάνιση του αρθρογράφου της Washington Post, Jamal Khashoggi, τα οποία μάλιστα θα είναι «ακόμη πιο ισχυρά».
Η σαουδαραβική οικονομία «διαδραματίζει σημαντικότατο και ζωτικό ρόλο στην παγκόσμια οικονομία», ανέφερε η ανακοίνωση, κάτι που ερμηνεύεται ως έμμεση αναφορά στον πετρελαϊκό πλούτο του βασιλείου.
Ο Roger Diwan, ο οποίος παρακολουθεί εδώ και χρόνια τι συμβαίνει στον Οργανισμό Πετρελαιοεξαγωγικών Κρατών (ΟΠΕΚ / OPEC) ως σύμβουλος της IHS Markit ανέφερε χαρακτηριστικά ότι η δήλωση αυτή σπάει «ένα από τα βασικότερα ταμπού στην αγορά πετρελαίου».
Η ανησυχία που πυροδότησε η συγκεκριμένη δήλωση έγινε μάλιστα εντονότερη όταν ο Turki Al Dakhil, επικεφαλής του κρατικού ειδησεογραφικού δικτύου Arabiya και με στενές σχέσεις με τη Βασιλική Αυλή, αναφέρθηκε ανοιχτά στην προοπτική αυτή, να χρησιμοποιηθεί το πετρέλαιο σαν όπλο, σε άρθρο γνώμης του.
«Αν ο πρόεδρος Τραμπ θύμωσε από τα 80 δολάρια/βαρέλι, κανείς δεν πρέπει να αποκλείει μια άνοδο της τιμής του πετρελαίου στα 100 και 200 δολάρια/βαρέλι ή ακόμη και σε διπλάσια επίπεδα», έγραψε ο Turki Al Dakhil.
Λίγο αργότερα, η πρεσβεία της Σαουδικής Αραβίας στην Ουάσιγκτον δήλωσε ότι ο Al Dakhil δεν εξέφραζε την επίσημη θέση του βασιλείου, ενώ Σαουδάραβες αξιωματούχοι ανέφεραν ότι δεν υπάρχει καμία αλλαγή στη θέση της Σαουδικής Αραβίας ότι πετρέλαιο και πολιτική δεν ανακατεύονται.
Επίσης, σήμερα, ο υπουργός Ενέργειας της χώρας, Khalid Al-Falih, εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία μίας ομιλίας στην Ινδία για να καθησυχάσει κάπως την ανησυχία, λέγοντας πως η χώρα του θα συνεχίσει να λειτουργεί υπεύθυνα και να κρατά σταθερές τις αγορές πετρελαίου.
«Θέλω να διαβεβαιώσω τις αγορές και τους καταναλωτές σε όλο τον κόσμο ότι θέλουμε να συνεχίσουμε να στηρίζουμε την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας, την ευημερία των καταναλωτών σε όλο τον κόσμο», είπε χαρακτηριστικά.
Παρ’ όλα αυτά, το γεγονός ότι το άρθρο της Arabiya δημοσιεύτηκε μέσα σε ελάχιστα λεπτά μετά την ανακοίνωση της Σαουδικής Αραβίας οδήγησε πολλούς στο συμπέρασμα ότι πρόκειται είτε για μήνυμα που εκπέμπεται εκτός της διπλωματικής οδού είτε για πυροτέχνημα.
Είναι αλήθεια ότι το Ριάντ είναι σε θέση να «γονατίσει» την παγκόσμια οικονομία, βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον, αν αποφασίσει να μειώσει την παραγωγή πετρελαίου, οδηγώντας στα ύψη τις τιμές. Και αυτό γιατί η Σαουδική Αραβία συνεισφέρει στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου ένα στα δέκα βαρέλια που παράγονται παγκοσμίως και διακρατεί σχεδόν όλη την πλεονάζουσα ποσότητα που μπορεί να χρειαστεί σε περίπτωση κρίσης στην αγορά.
Ακόμη και στην περίπτωση που απλώς και μόνο θα αφήσει να εννοηθεί ότι δεν πρόκειται να αντικαταστήσει τα βαρέλια που θα χαθούν από το Ιράν λόγω των αμερικανικών κυρώσεων, μπορεί να οδηγήσει την τιμή του πετρελαίου μια ανάσα από τα 100 δολάρια/βαρέλι.
Όμως, αν πραγματικά η Σαουδική Αραβία αποφασίσει να χρησιμοποιήσει το πετρέλαιο ως αντίποινα, θα είναι καταστροφή, υποστηρίζει ο Stephen Innes της Oanda Corp. «Κάτι τέτοιο θα ήταν τόσο αποσταθεροποιητικό για τις παγκόσμιες αγορές που μπροστά του οι σημερινές εμπορικές εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας θα μοιάζουν παιχνίδι», υποστηρίζει.
Μεσοπρόθεσμα, μία τέτοια εξέλιξη θα είχε καταστροφικές συνέπειες για τη ζήτηση και θα έκανε τον κόσμο να στραφεί μαζικά στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα.
Είναι ενδεικτικό ότι το εμπάργκο του 1973-74 και η δεύτερη πετρελαϊκή κρίση του 1979 κατέστρεψαν ουσιαστικά τη ζήτηση για πετρέλαιο μια για πάντα, αφού οι εκβιομηχανισμένες χώρες αναγκάστηκαν να φορολογήσουν τόσο τη βενζίνη όσο και το ντίζελ και να επιδοθούν σε πολιτικές περιορισμού της κατανάλωσης.
Ως αποτέλεσμα, η κατανάλωση πετρελαίου σήμερα είναι χαμηλότερη απ’ ό,τι το 1974 στη Γερμανία, την Ιαπωνία, τη Γαλλία, την Ιταλία και τη Βρετανία.