Δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού. Το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει ευάλωτο σε μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές. Το 2018 οι τράπεζες καλούνται να προσαρμοστούν σε νέες προκλήσεις, με κυριότερες την εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου ΔΠΧΑ 9, την αυστηροποίηση του χειρισμού των προβλέψεων για τα νέα Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα (MEA), αλλά και τη διενέργεια των stress tests από την ΕΚΤ.

Αυτά επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος (Ιανουάριος 2018), υπογραμμίζοντας ότι στο αμέσως προσεχές διάστημα οι τράπεζες πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την επίτευξη των επιχειρησιακών τους στόχων για τα ΜΕΑ, οι οποίοι για τα επόμενα δύο έτη είναι υψηλοί και φιλόδοξοι, ιδίως τώρα που η οικονομία έχει επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Οι τράπεζες, σημειώνει η ΤτΕ, επιβάλλεται να διευρύνουν το ταχύτερο δυνατόν τις λύσεις που προτείνουν στους δανειολήπτες και να προχωρήσουν στη λήψη πιο δραστικών αποφάσεων, ιδίως όσον αφορά τις ενέργειες αναδιάρθρωσης βιώσιμων επιχειρήσεων, τον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών και την εφαρμογή οριστικής λύσης για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις.

Επίσης, η ανάλυση της ΤτΕ καταδεικνύει συνολικά το περιθώριο κεφαλαίων που διαθέτουν τα πιστωτικά ιδρύματα στην περίπτωση μιας πιο ενεργητικής διαχείρισης με στόχο την ελάφρυνση των ισολογισμών τους από τα ΜΕΑ. Επισημαίνεται, μάλιστα, ότι ακόμη και με μια πολύ χαμηλή τιμή της τάξεως του 3% της ονομαστικής αξίας, όπως προβλέπει το πιο συντηρητικό σενάριο της ΤτΕ, οι τράπεζες θα μπορούσαν να διαθέσουν αθροιστικά Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα 29,8 δισ. ευρώ, χωρίς ο Δείκτης CET1 να υποχωρήσει κάτω από το 12,5%.

Η μεγαλύτερη πρόκληση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος στην παρούσα χρονική συγκυρία είναι η ενεργητική διαχείριση του υφιστάμενου αποθέματος ΜΕΑ. Στο πλαίσιο αυτό και παρά το εύρος των μεταρρυθμίσεων που έχουν υλοποιηθεί για τη διευκόλυνση και λειτουργία μιας ενεργούς δευτερογενούς αγοράς, οι πωλήσεις ΜΕΑ δεν έχουν μέχρι τώρα επιλεγεί ως μέσο επίτευξης του στόχου, αναφέρει ακόμη η ΤτΕ.

Συνεχίζεται η ανάκαμψη

Η σταδιακή ανάκαμψη των ελληνικών τραπεζών συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του 2017, διαπιστώνει ακόμη η Τράπεζα της Ελλάδος. Όπως σημειώνει, την  περίοδο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2017 η ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα ενισχύθηκε. Οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν οριακά κέρδη προ φόρων σε ενοποιημένη βάση (287 εκατ. ευρώ), βελτιωμένα σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2016. Στη βελτίωση της κερδοφορίας συνέβαλαν η αύξηση των καθαρών εσόδων από μη τοκοφόρες εργασίες και η περαιτέρω συρρίκνωση του λειτουργικού κόστους.  Ο σχηματισμός προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο παρέμεινε σε υψηλό επίπεδο απορροφώντας το μεγαλύτερο μέρος των καθαρών εσόδων. Παράλληλα, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών βελτιώθηκαν οριακά, καθώς μειώθηκε το σταθμισμένο για τον κίνδυνο ενεργητικό στο πλαίσιο της σταδιακής απομόχλευσης στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Ωστόσο, παραμένουν σημαντικές προκλήσεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, με κυριότερες την αποτελεσματική διαχείριση του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ), την απεξάρτηση των τραπεζών από το μηχανισμό παροχής έκτακτης ρευστότητας (Emergency Liquidity Assistance) και την ανταπόκρισή τους στις αυξανόμενες εποπτικές απαιτήσεις.

Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια

Γιάννης Στουρνάρας. Διοικητής Τράπεζας της Ελλάδος

Όσον αφορά τους τραπεζικούς κινδύνους, ο πιστωτικός κίνδυνος εμφάνισε σταθεροποιητικές τάσεις. Το απόθεμα των ΜΕΑ συρρικνώνεται για έξι συνεχόμενα τρίμηνα, και διαμορφώθηκε το Σεπτέμβριο του 2017 σε 100,4 δισεκ. ευρώ, μειωμένο κατά 7,6% (ή 8,2 δισεκ. ευρώ) σε σχέση με τη μέγιστη τιμή που καταγράφηκε το Μάρτιο του 2016. Η βελτίωση κατά την περίοδο Ιανουαρίου- Σεπτεμβρίου του 2017 ήταν αποτέλεσμα κυρίως διαγραφών δανείων, ενώ θετικά συνέβαλε στη μείωση και η πώληση δανείων εκ μέρους των τραπεζών.

Οριακή μείωση εμφάνισε και το ποσοστό των ΜΕΑ στο σύνολο των ανοιγμάτων (Σεπτέμβριος 2017: 44,6%, Δεκέμβριος 2016: 44,8%), ενώ επιπλέον, με βάση τις εκθέσεις προόδου που έχει δημοσιεύσει η Τράπεζα της Ελλάδος, κρίνεται ικανοποιητική η πρόοδος ως προς την επίτευξη των επιχειρησιακών στόχων, που έχουν προσδιοριστεί για τα ΜΕΑ. Επιπροσθέτως, για την αποτελεσματική διαχείριση των ΜΕΑ, θετικά εκτιμά η ΤτΕ ότι θα συμβάλουν ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών, η διενέργεια των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών ακινήτων και η σταδιακή ανάπτυξη της δευτερογενούς αγοράς για τη διαχείριση ή/και μεταβίβαση μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Τα δάνεια αβέβαιης είσπραξης

Το ύψος των ανοιγμάτων αβέβαιης είσπραξης, όπως επίσης και το σύνολο των εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τα οποία είναι σεκ αθυστέρηση από 1 έως 90 ημέρες αποτελούν σημαντικούς δείκτες για την περαιτέρω πορεία του πιστωτικού κινδύνου, αναφέρει η ΤτΕ. Ο λόγος των ανοιγμάτων αβέβαιης είσπραξης προς το σύνολο των ΜΕΑ αυξήθηκε την υπό εξέταση περίοδο και ανήλθε στο 30,1%, έναντι 28,5% στο τέλος του 2016, ενώ ο λόγος των εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τα οποία είναι σε καθυστέρηση από 1 έως 90 ημέρες προς το σύνολο των εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (πρώιμες ληξιπρόθεσμες οφειλές) ανήλθε στο 10,5% το εννεάμηνο του 2017, σε επίπεδα υψηλότερα του τέλους του 2016 (10%.)

Οι ρυθμίσεις

• Το σύνολο των ρυθμισμένων ανοιγμάτων (Forborne) ανήλθε σε 51,1 δισεκ. ευρώ σημειώνοντας οριακή αύξηση το εννεάμηνο του 2017 κατά 0,8% σε σχέση με το τέλος του 2016, ενώ το 21,9% των ήδη ρυθμισμένων ανοιγμάτων εμφανίζει καθυστέρηση άνω των 90 ημερών.

• Το 54,3% των ΜΕΑ άνω των 90 ημερών δεν έχουν ρυθμιστεί, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά για τα στεγαστικά, καταναλωτικά και επιχειρηματικά δάνεια ανέρχονται σε 49,9%, 42,9% και 60,4% αντίστοιχα.

• Οι διαγραφές δανείων το εννεάμηνο του 2017 ανήλθαν σε 5,2 δισεκ. ευρώ και αφορούν σε σημαντικό βαθμό καταγγελμένες απαιτήσεις επιχειρηματικών δανείων, επιβεβαιώνοντας τη δέσμευση των τραπεζών για μείωση των ΜΕΑ και ενεργότερη διαχείριση του χαρτοφυλακίου τους.

• Ο δείκτης “αξία εξασφαλίσεων προς συνολικά ΜΕΑ” συνεχίζει να παραμένει σε χαμηλά επίπεδα (49,9%), ωστόσο ο δείκτης “αξία εξασφαλίσεων ρυθμισμένων δανείων προς συνολικές ρυθμίσεις” ανέρχεται σε 61,1%. Επισημαίνεται ότι 87,7% των συνολικών εξασφαλίσεων των μη εξυπηρετούμενων δανείων αφορά ακίνητα και η συνολική τους αξία ανέρχεται σε 44 δισ. ευρώ, 4,6% χαμηλότερα σε σχέση με το τέλος του 2016.

• Σημειώνεται ότι κατά τη διάρκεια του α΄και του β΄ τριμήνου οι ροές εντός του ισολογισμού των τραπεζών από τα εξυπηρετούμενα ανοίγματα στα μη εξυπηρετούμενα ήταν υψηλότερες των ροών από τα μη εξυπηρετούμενα στα εξυπηρετούμενα ανοίγματα. Ειδικότερα, το α΄ και β΄ τρίμηνο του 2017 οι αρνητικές καθαρές ροές διαμορφώθηκαν σε 576 και 781 εκατ. ευρώ αντίστοιχα. Ωστόσο, το γ΄ τρίμηνο του 2017 εμφανίζεται αποκλιμάκωση της εν λόγω τάσης, με τις αρνητικές καθαρές ροές να διαμορφώνονται σε 393 εκατ. ευρώ και το δείκτη αθέτησης (defaultrate) να μειώνεται για πρώτη φορά εντός του 2017 αγγίζοντας το 2%, αλλά ξεπερνώντας και πάλι τον δείκτη εξυγίανσης (curerate) ο οποίος ανήλθε σε 1,6%

Οι προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο

Επισημαίνοντας ότι ο πιστωτικός κίνδυνος παραμένει υψηλός, η ΤτΕ αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια του εννεαμήνου του 2017 παρατηρήθηκε σταδιακή πτώση του λόγου κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από συσσωρευμένες προβλέψεις. Αυτός, πάντως, διατηρήθηκε ελαφρά κάτω από το 50% (2017 γ΄ τρίμηνο: 48,0%, 2017 β΄ τρίμηνο: 48,3%, 2017 α΄ τρίμηνο: 49,1%, 2016 δ΄ τρίμηνο: 49,7%).

Ο λόγος Texas Ratio (ήτοι τα συνολικά μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα προς τις συνολικές προβλέψεις και τα εποπτικά κεφάλαια) διαμορφώθηκε σε 129,2%. Ειδικότερα, οι προβλέψεις που έχουν σχηματίσει οι τράπεζες μέχρι και το εννεάμηνο του 2017 για την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου ανέρχονται σωρευτικά στο επίπεδο των 48,2 δισεκ. ευρώ, έναντι 52,8 δισεκ. ευρώ στο τέλος του 2016. Η μείωση των προβλέψεων αποδίδεται κυρίως στη διαγραφή απαιτήσεων στις οποίες προχώρησαν οι τράπεζες εντός του 2017. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι η κάλυψη των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από προβλέψεις το β΄ τρίμηνο του 2017 ανήλθε σε 48,3% ήτοι στο ίδιο επίπεδο με το μέσο όρο των ευρωπαϊκών ομίλων μεσαίου μεγέθους για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα.

Η ΤτΕ τονίζει ότι η κάλυψη των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από συσσωρευμένες προβλέψεις σε ένα ολοένα βελτιούμενο μακροοικονομικό περιβάλλον θα πρέπει να υλοποιείται με συνετό τρόπο, παρέχοντας τη δυνατότητα δημιουργίας ενός αντικυκλικού αποθέματος προβλέψεων στα επόμενα έτη, πλέον της κάλυψης του υφιστάμενου πιστωτικού κινδύνου. Πρέπει να επισημανθεί ότι στις 4 Οκτωβρίου 2017 η ΕΚΤ δημοσίευσε για διαβούλευση μια Προσθήκη στις Οδηγίες της προς τις τράπεζες για μη εξυπηρετούμενα δάνεια, η οποία όταν υιοθετηθεί θα καθορίζει τις εποπτικές προσδοκίες σε ό,τι αφορά τον χειρισμό των προβλέψεων για τα νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια από το 2018.

αξιολόγηση Στουρνάρας ΤτΕ
Γιάννης Στουρνάρας. Διοικητής Τράπεζας της Ελλάδος